Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2008

ΟΙ ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΤΟΥ 2008

ΠΛΗΡΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗ ΟΛΩΝ







Παρουσιάζουμε σήμερα όλες τις δημοσκοπήσεις του τέλους του 2008, καθώς και την μετά-ανάλυση, με βάση όλες τις δημοσιευθείσες τον Δεκέμβριο 2008 δημοσκοπήσεις με τα ποσοστά συσπειρώσεων μετακινήσεων. Τα παρουσιαζόμενα τρία σενάρια έχουν ιδιαίτερη σημασία για τις επόμενες πολιτικές κινήσεις των κομμάτων, καθόσον στις επόμενες εκλογές δεν φαίνεται το ΠΑΣΟΚ, ως πρώτο κόμμα, να αποκτά αυτοδυναμία. Σημειώνεται ότι για την κατάκτηση της αυτοδυναμίας του 1ου κόμματος απαιτούνται 42% στις πρώτες εκλογές με τον Ν. Σκανδαλίδη και 40% σε επαναληπτικές με το Ν.Παυλόπουλου, όταν και στις δύο περιπτώσεις οι ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ υπερβούν το 3%. Στη περίπτωση που οι ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ μείνουν εκτός Βουλής απαιτούνται αντίστοιχα 41% και 39%.
Στον Πίνακα Ι εμφανίζονται αναλυτικά οι 10 δημοσκοπήσεις του Δεκεμβρίου 2008, με τον μέσο όρο τους, μετά τις αναγωγές επί των εγκύρων.
Στην συνέχεια εμφανίζονται οι μέσοι όροι των ποσοστών των κομμάτων τον 12ο , 11ο και 10ο μήνα του 2008, καθώς και οι έδρες που κατακτούν βάση του μέσου όρου του Δεκεμβρίου 2008.
Στους Πίνακες ΙΙ,ΙΙΙ,ΙV εμφανίζονται αντίστοιχα βάση των δημοσκοπήσεων οι αναμενόμενες κατανομές : α) των νέων ψηφοφόρων, β) των νέων εγκύρων από τα παλαιά άκυρα-λευκά του 2007 και γ) των νέων εγκύρων από την παλαιά αποχή.
Στους Πίνακες Α(Α1,Α2,Α3), Β (Β1,Β2,Β3) και Γ(Γ1,Γ2,Γ3) εμφανίζεται αντιστοίχως η ανάλυση : 1) των ποσοστών προσέλευσης ανά κόμμα των εγκύρων του 2007, που αναμένεται και το 2009 να ψηφίσουν έγκυρο. 2) των αναμενόμενων ποσοστών συσπειρώσεων – μετακινήσεων των έγκυρων του 2007 που αναμένεται να ψηφίσουν έγκυρο και το 2009 , και 3) οι αναμενόμενες αναλυτικές κατανομές ψήφων ανά κόμμα. Ξεχωριστά : στους πίνακες Α απεικονίζεται η εικόνα του μέσου όρου των δημοσκοπήσεων του Δεκεμβρίου 2008, στους πίνακες Β το σενάριο με σχετική επανασυσπείρωση της ΝΔ και στους πίνακες Γ το σενάριο με μεγάλη επανασυσπείρωση της ΝΔ και μεγίστη του ΠΑΣΟΚ, προς εξεύρεση και μόνο των άνω ορίων των δύο μεγάλων κομμάτων.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:

1. Η ΝΔ αντιμετωπίζει την μεγαλύτερη κρίση της από την εποχή της Μεταπολίτευσης. Η αποσυσπείρωση της είναι μεγάλη και κυρίως οι παλαιοί ψηφοφόροι της κατευθύνονται στο άκυρο – λευκό – αποχή και λιγότερο προς διαρροές της σε άλλα κόμματα. Το 57% των άκυρων – λευκών – αποχής και αναποφάσιστων, που συνολικά είναι 14% περίπου, δηλαδή το 8% του εκλογικού σώματος προέρχεται από αυτήν. Επειδή όμως περίπου το 7% εκ του 14% συνολικά και το 5 από το 8% της ΝΔ δηλώνει ότι κατευθύνεται στην αποχή ή την μη έγκυρη ψήφο, παρουσιάζεται πολύ δύσκολη η επανασυσπείρωση της. Έχει χάσει οριστικά την παράσταση νίκης και το καλό της χαρτί, δηλαδή ο Κ. Καραμανλής προηγείται πλέον πολύ λιγότερο του Γ.Παπανδρέου. Τα περιθώρια σχετικής επανασυσπείρωσης της δείχνουν ότι από το 32,5%, που καταγράφει τώρα, μπορεί να φθάσει το 34,50% ή σε ιδανική περίπτωση το 36,0%.
2. Το ΠΑΣΟΚ έφθασε το 38,40% και προηγείται της ΝΔ κατά 5,9%, κοντεύει όμως να εξαντλήσει τα περιθώρια συσπείρωσης του, και οριακά μπορεί να φτάσει το 39%. Χωρίς μείωση του ΣΥΡΙΖΑ κάτω του 8%, και μη είσοδο των ΟΙΚΟΛΟΓΩΝ στη Βουλή, δεν μπορεί να ελπίζει σε αυτοδυναμία. Οριακά αυτό φαίνεται ότι μπορεί να το κατακτήσει μόνο σε επαναληπτικές εκλογές με τον Ν.Παυλόπουλου, καθόσον καταγράφεται από όλες τις δημοσκοπήσεις, ότι η άνοδος του οφείλεται στην αρνητική για την ΝΔ στάση και όχι σε θετική ψήφο. Συνολικά ο δικομματισμός κατακτά 71%,73% και 75% στις Α,Β και Γ περιπτώσεις.
3. Το ΚΚΕ κρατώντας σταθερά ποσοστά άνω του 8%, τώρα φαίνεται ότι προσεγγίζει το 9,0%, χωρίς όμως να διαμορφώνει καταστάσεις για να ηγηθεί ενός μεγάλου λαικού κινήματος ανατροπής. Στην περίπτωση Β και Γ φαίνεται να φθάνει το 8,5%.
4. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο μεγάλος χαμένος του Δεκεμβρίου. Έπεσε πλέον και απο το 10,0% (9,90% τώρα), εμφανίζοντας σταθερή υποχώρηση των ποσοστών του και υποχώρηση της δημοτικότητας του Α.Τσίπρα κατά 13%. Από τα επεισόδια του Δεκεμβρίου κέρδισε μόνο στους νέους ηλικίας 18-24 ετών. Με τις διαμορφούμενες τάσεις φαίνεται ότι θα παλέψει με το ΚΚΕ για την κατάκτηση της 3ης θέσης, καθ’ ότι στην περίπτωση σχετικής επανασυσπείρωσης της ΝΔ, φαίνεται να πέφτει στο 9% και στην Γ περίπτωση να κατακτά το 8,0%. Η αδυναμία του να διαμορφώσει έγκαιρα (από τις αρχές του 2008) ένα minimum πρόγραμμα περιορισμού της ασυδοσίας του μεγάλου κεφαλαίου και αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης, δεν του επέτρεψε να διαμορφώσει μια πειστική απάντηση στο γιατί δεν θέλει να συνεργαστεί με το ΠΑΣΟΚ. Έτσι ακόμη και τώρα το 57% των εν δυνάμει ψηφοφόρων του θέλει την συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ.
5. Ο ΛΑΟΣ καταγράφεται σταθερά στο 5,0%, στην Β περίπτωση στο 4,70% και στο 4,35% στην Γ. Ιδιαίτερα προβλήματα θα αντιμετωπίσει μόνο εάν η ΝΔ έχανε τις πρώτες εκλογές με διαφορά κάτω του 2% από το ΠΑΣΟΚ.
6. ΟΙ ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ ΠΡΑΣΙΝΟΙ είναι κερδισμένοι από τα πρόσφατα επεισόδια και φθάνουν το 3,6%. Στην περίπτωση Β περιορίζονται στο 3,30% και μόνο στην Γ φαίνεται ότι θα μείνουν εκτός Βουλής.
7. Τα ΛΟΙΠΑ κόμματα φθάνουν τώρα το 1,80%, στη Β περίπτωση περιορίζονται στο 1,65% και στην Γ στο 1,50%. Το αντίστοιχο ποσοστό τους στις εκλογές του 2007 ήταν 1,22% χωρίς το κόμμα του Στ. Παπαθεμελή και 2,02% μαζί με αυτό.
8. Το άκυρο – λευκό – αποχή παραμένει ισχυρό και αφορά περί τους 500.000 και πλέον ψηφοφόρους που ψήφισαν έγκυρο το 2007. Οι 300.000 περίπου από αυτούς προέρχονται από την ΝΔ, που τώρα εμφανίζει 82% ποσοστό συμμετοχής των ψηφοφόρων της του 2007, οι οποίοι με ποσοστό συσπείρωσης 81%, δίνουν προεκλογική συσπείρωση μόλις 0,82*0,81=66,4%, έναντι 79,1% του ΠΑΣΟΚ, 82,5% του ΚΚΕ, 75,2% του ΣΥΡΙΖΑ, 74,80 του ΛΑΟΣ, 70,30% των ΟΙΚΟΛΟΓΩΝ και 50,4% των ΛΟΙΠΩΝ. Έτσι στην περίπτωση Α αναμένονται συνολικά έγκυρα 6.797.573 έναντι των 7.160.265 του 2007 ήτοι μείωση κατά 362.692 ψήφους, ενώ στην Β και Γ περίπτωση η μείωση περιορίζεται σε 212.918 και 95.775 ψήφους αντίστοιχα.

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ – ΛΥΣΕΙΣ

Με δεδομένη την εκτίμηση των δημοσκοπήσεων ότι οι εκλογές δεν θα δώσουν αυτοδύναμη κυβέρνηση, διαμορφώνονται τρία εκλογικά σενάρια:
1ον Επαναληπτικές εκλογές με τον Ν Παυλόπουλου, όπου όμως το ΠΑΣΟΚ μόνον σε οριακή αυτοδυναμία μιας ή δύο εδρών μπορεί να ελπίζει, χωρίς όμως να είναι βέβαιο ότι θα μπορέσει να διαχειριστεί την κρίση, μιας και η προβαλλόμενη άποψη του για νέα κοινωνική συμφωνία μεγάλων – μικρομεσαίων και εργαζομένων δεν πείθει κανένα. Αυτοδυναμία βέβαια επιθυμεί το 40% των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ και 60% των ψηφοφόρων της ΝΔ.
2ον Κυβέρνηση συνασπισμού των δύο μεγάλων κομμάτων, που φαίνεται ότι διακαώς επιθυμεί το μεγάλο κεφάλαιο και οι ξένοι παράγοντες. Σημαντικά εμπόδια σ’ αυτή τη λύση φαίνεται ότι αποτελούν οι ηγεσίες των δύο μεγάλων κομμάτων, γιατί τότε θα απωλέσουν εντελώς την πολιτική αυτονομία τους και θα αντιμετωπίζουν στην συνέχεια ένα αβέβαιο μέλλον για αυτά. Εξάλλου μόνο το 1/3 των ψηφοφόρων της ΝΔ και το 1/4 των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ επιθυμεί τέτοια λύση.
3ον Κυβέρνηση συνεργασίας ΠΑΣΟΚ – ΣΥΡΙΖΑ ή συνεργασίας ΠΑΣΟΚ – μέρους ΣΥΡΙΖΑ και ΟΙΚΟΛΟΓΩΝ. Την λύση αυτή επιθυμεί το 1/3 των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ και το 57% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι φανερό ότι το μεγάλο πρόβλημα εδώ μπαίνει κυρίως στο ΣΥΡΙΖΑ, όπου η ανανεωτική πτέρυγα του ΣΥΝ ευθέως δηλώνει ότι δεν θα μείνει αδιάφορη σ’ αυτή την περίπτωση, ενώ η ηγεσία του το αντίθετο, χωρίς όμως να γίνεται πιστευτή. Διάσπαση λοιπόν και συρρίκνωση ή διάσπαση και νέα αρχή; Αυτοί που βλέπουν το δεύτερο μάλλον θα έπρεπε να προετοιμαστούν νωρίτερα.
Σε κάθε περίπτωση οι εξελίξεις θα έχουν έντονο πολιτικό – οικονομικό και κοινωνικό ενδιαφέρον και μπορεί να καταγράψουν και τυπικά το τέλος της μεταπολίτευσης.


ΑΘΗΝΑ 28/12/08
ΣΟΥΜΠΛΗΣ ΝΙΚΗΤΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
Πολιτικός Μηχανικός ΕΜΠ
ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2008

Νέο δημοψήφισμα στην Κύπρο το Σεπτέμβριο του 2009

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
To Σεπτέμβριο του 2009 προγραμματίζουν, σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, να επαναφέρουν σε δημοψήφισμα στην Κύπρο μια μορφή του σχεδίου Ανάν το Λονδίνο, η Ουάσιγκτον και οι πάμπολλοι φίλοι τους στους ιθύνοντες κύκλους Αθηνών και Λευκωσίας. Η επιδίωξη είναι να ανοίξει πανηγυρικά ο δρόμος της Τουρκίας προς την ΕΕ στη συνάντηση κορυφής της 'Ενωσης, το Δεκέμβριο 2009. Αν άλλωστε υπερψηφισθεί ένα νέο σχέδιο Ανάν ή Μπανάν, που θα παρουσιασθεί δήθεν ως σχέδιο Χριστόφια-Ταλάτ, η Τουρκία θα αποκτήσει «από το παράθυρο», μέσω δηλαδή της θεσμικής επιρροής που θα έχει στο «κυπριακό» μόρφωμα που θα προκύψει, πολλά από τα δικαιώματα του πλήρους μέλους της ΕΕ και καμιά από τις υποχρεώσεις του. 'Οπως επίσης και σημαντικούς μοχλούς πίεσης επί των Βρυξελλών. Αν επιβληθεί μια τέτοια ρύθμιση στην Κύπρο, όχι μόνο οι Ελληνοκύπριοι αλλά και η ίδια η Ελλάδα θα καταστούν εσαεί όμηροι της «καλής θέλησης» Ουάσιγκτον, 'Αγκυρας και Λονδίνου (αλλά και της ανύπαρκτης σταθερότητας του βαθιά κλυδωνιζόμενου μεταψυχροπολεμικού διεθνούς «συστήματος»), προκειμένου να μην «ανατιναχθεί» μέσα στο αίμα η επιχειρούμενη ρύθμιση. Γιατί η ουσία της ρύθμισης Ανάν και των παραπλήσιων, των μόνων δηλαδή που βρίσκονται πραγματικά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων της Λευκωσίας, είναι η κατάργηση του υφισταμένου σήμερα (παρά τις υποθήκες, τον εδαφικό ακρωτηριασμό και τις απειλές) αναγνωρισμένου, ανεξάρτητου, κυρίαρχου και δημοκρατικού κυπριακού κράτους. Κανένα κράτος δεν συνιστά «απόλυτη» εγγύηση ασφάλειας ή ευημερίας για τους πολίτες του -στις σημερινές όμως (και ήδη ταχέως επιδεινούμενες) διεθνείς συνθήκες και σε αυτή την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, η κατάργηση της κρατικής προστασίας μιας εθνικής ομάδας είναι συνταγή για καταστροφή και ανοιχτή πρόσκληση για κάθε επιβουλευόμενο- και δόξα τω Θεώ, η κολοσσιαία γεωπολιτική (αν όχι και γεωοικονομική) σημασία του «οικοπέδου» Κύπρος, του εξασφάλισε άπειρους επιβουλευομένους στο διάβα της Ιστορίας του. Μια ρύθμιση που καταλύει την κυριαρχία των Ελληνοκυπρίων ακόμη και στις ελεύθερες σήμερα περιοχές, αυτό ακριβώς που προβλέπουν τα συζητούμενα σχέδια, είναι συνταγή για τη μακροχρόνια τουρκοποίηση της Κύπρου, όπως συνέβη με τους 'Ελληνες της Ίμβρου και της Τενέδου, παρά την προστασία που υποτίθεται ότι τους προσέφερε η συνθήκη της Λωζάνης. Μια τέτοια «τουρκοποίηση» δεν θα επιχειρηθεί επειδή οι Τούρκοι είναι «βάρβαροι», αλλά γιατί θα την επιβάλλει αφεύκτως στην Τουρκία η ίδια η επιδίωξη ελέγχου του νησιού και θα την επιτρέψει ένα σχέδιο τύπου Ανάν. Δεν ζούμε στην περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όταν ο σουλτάνος μπορούσε να σεβασθεί ορισμένα δικαιώματα εθνικών ή θρησκευτικών ομάδων, που ούτε αυτός, ούτε οι ίδιες, σκεπτόντουσαν ποτέ ότι θα μπορούσαν να ξεσηκωθούν ζητώντας δικό τους κράτος. Τότε, η μη διεκδίκηση της ελευθερίας ήταν όντως τρόπος επιβίωσης για τους ραγιάδες, σήμερα όμως είναι τρόπος καταστροφής (και αυτός είναι ένας παράγοντας που μπορεί να καταστρέψει μια εθνική ομάδα, στο συλλογικό υποσυνείδητο της οποίας κυριαρχεί πολύ περισσότερο η μακραίωνη περίοδος της αναγκαστικής δουλείας και την οποία έχουν προσπαθήσει συστηματικά να ενοχοποιήσουν γιατί «σήκωσε κεφάλι», γιατί διεκδίκησε την ελευθερία της). Ο μόνος, μακροχρόνια ασφαλής τρόπος ελέγχου της Κύπρου από την Τουρκία, στις σημερινές επαναλαμβάνουμε και όχι τις προ 300 ετών συνθήκες, είναι η δραστική μεταβολή της δημογραφίας της, γιατί όσο η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της είναι 'Ελληνες, πάντα θα μπορούν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Και επειδή η Κύπρος δεν είναι Ίμβρος ή Τένεδος, η προσπάθεια αλλαγής της δημογραφίας και η προσπάθεια να εκμεταλλευθούν οι δύο πλευρές τις όποιες ασάφειες της ρύθμισης, θα οδηγήσει πιθανότατα από μείζονες εθνοτικές συρράξεις και θα απειλήσει σοβαρά την ειρήνη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (όλοι οι πόλεμοι στην Ευρώπη, μετά το 1945, προέκυψαν σε ζώνες «θολής», «αμφισβητούμενης» κυριαρχίας). Αυτό συνέβη άλλωστε στο παρελθόν, στην ίδια την Κύπρο, ως αποτέλεσμα των κακών συνθηκών του 1960, αλλά επίσης και σε όλη τη Μέση Ανατολή ή στην Ινδία, όπου δηλαδή οι Βρετανοί ανακατεύτηκαν σε θέματα κρατών και συνόρων (όπως συνέβη και με τη Γιουγκοσλαβία, όπου δεν προκάλεσαν τους πολέμους οι «τρελλοί», «εγκληματίες» εθνικιστές, αλλά ήταν η εξωτερική επέμβαση, με την αναγνώριση των δημοκρατιών, τη διάλυση του κράτους και την επαναχάραξη των συνόρων, που έκανε αναγκαίους και επίκαιρους τους «τρελούς» και τους «εγκληματίες»). Δεν πρέπει εξάλλου να ξεχνάμε ότι η ελληνική και ακόμα περισσότερο η κυπριακή κοινωνία, εύκολα στην Ιστορία τους μετασχηματίζουν τις εξωτερικές πιέσεις σε εσωτερικές και συχνά βίαιες και αιματηρές συγκρούσεις. Στην Κύπρο, μόνο η τραγωδία του 1974, αλλά και η ύπαρξη συγκεκριμένου και καθορισμένου κρατικού πλαισίου τα τελευταία 35 χρόνια, επέτρεψε μια ειρηνική πολιτική ζωή. Αν το πλαίσιο αυτό απειληθεί με οποιονδήποτε τρόπο, δεν μπορούμε να ξέρουμε αν δεν θα γυρίσουμε και στις τόσο συνήθεις στην ιστορία μας, αδελφοκτόνες συγκρούσεις. Γενικότερα μιλώντας, η εκρηκτική κατάσταση στη Μέση Ανατολή, ο κλονισμός του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, οι αμφιβολίες για το μέλλον της ΕΕ, καθιστούν σε αυτή την περίοδο ακραίο τυχοδιωκτισμό, την εγκατάλειψη των στέρεων, διεθνώς και ιστορικά δοκιμασμένων αρχών κρατικής κυριαρχίας, προς όφελος παράξενων, «ανατολίτικων» και μετα-αποικιακών ρυθμίσεων που δεν εφαρμόζονται πουθενά στον κόσμο, πλην ίσως της Βοσνίας και του Κοσόβου. Αλλά σε αυτό το δρόμο μοιάζει να μπαίνει ευθύς εξαρχής ο Δημήτρης Χριστόφιας, όταν δέχεται π.χ. εκ περιτροπής προεδρία ή η πλειοψηφία των πολιτικών κομμάτων της Κύπρου όταν δέχονται την εξωφρενική και μοναδική παγκοσμίως θέση κράτους χωρίς στρατό, χωρίς μέσο για την άσκηση του δικαιώματος της αυτοάμυνας και της ίδιας της κυριαρχίας. Η ίδια η ζωή οδηγεί τον Δημήτρη Χριστόφια μπροστά στο εξής δίλημμα: Να υπερβεί τις αδυναμίες που οδήγησαν την ηγεσία του ΑΚΕΛ να συγκρουσθεί με το λαϊκό ένστικτο το 1931, το 1955, το 2004, έστω κι εάν διόρθωσε εκ των υστέρων τα λάθη της, καθιστώντας το κόμμα του ηγεμονική εθνική και κοινοτική δύναμη (αλλά πρέπει εγκαίρως να ετοιμάσει το σχέδιο Β), ή να ακολουθήσει το δρόμο τόσων και τόσων συντρόφων του της ανατολικής Ευρώπης και όχι μόνο, συμβιβαζόμενος με τα ιμπεριαλιστικά σχέδια και οδηγώντας το κόμμα του στην καταστροφή, υπό τον παραπλανητικό τίτλο «λύση του Κυπριακού για να αποφύγουμε τη διχοτόμηση» και τελικό αποτέλεσμα και κατάλυση του κράτους και διχοτόμηση.
Φιλελεύθερος, 21/12/2008

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2008

Τί σχεδιάζουν για Κύπρο-Ελλάδα,Ουάσιγκτον-Λονδίνο-Άγκυρα

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Σοβαρότατους κινδύνους για την Κύπρο καιτην Ελλάδα εγκυμονεί η εξελισσόμενη διαπραγμάτευση για το κυπριακό, σεσυνδυασμό με την πολιτική συγκυρία στηνΕλλάδα. Ο κ. Ερντογάν έχει καταφέρει, στην πραγματικότητα δηλαδή η δική μας πολιτική έχει καταφέρει, να φέρει την 'Αγκυρα σε μια κατάσταση win-win, όπου δηλαδή ό,τι και να κάνει θα...κερδίσει: -είτε να συνεχίσει τη σκληρή στάση, κρατώντας μια λύση του κυπριακού όμηρο της ευρωπαϊκής προοπτικής της και αφήνοντας τον χρόνο να δουλεύει υπέρ της παγίωσης των τετελεσμένων, καταγράφοντας τις άνευ ανταλλάγματος υποχωρήσεις Χριστόφια και μην καταβάλλοντας διεθνές πολιτικό και διπλωματικό κόστος για τη στάση της -είτε να αποδεχθεί μια παραλλαγμένη μορφή του σχεδίου Ανάν, ουσιαστικής διάλυσης δηλαδή του κυπριακού κράτους, που θα εμφανίσει μάλιστα διεθνώς ως δική της παραχώρηση. Με μια τέτοια ρύθμιση όχι μόνο θα ανοίξει πανηγυρικά τον δρόμο για πλήρη ένταξή της στην ΕΕ, αλλά και θα αποκτήσει, ήδη από τώρα, πολλά δικαιώματα επιρροής εντός της 'Ενωσης δια της «τεθλασμένης» (της θεσμοποιημένης επιρροής της δηλαδή στην ψήφο της νέας Κύπρου μέσα στην ΕΕ, αλλάκαι της ανάγκης Αθήνας και Βρυξελλών να παρακαλάνε συνέχεια την 'Αγκυρα να είναι«καλή», μην τους προκύψει ξαφνικά καμμιά Βοσνία εντός ΕΕ). Αν η 'Αγκυρα αποφασίσει το πρώτο σενάριο τότε θα συνεχίσει τη σκληρή στάση, πόσο μάλλον που η στάση του Δημήτρη Χριστόφια, να κάνει μείζονες παραχωρήσεις χωρίς ανταλλάγματα (π.χ. εκ περιτροπής προεδρία, διατήρηση βρετανικών βάσεων, παραμονή 50.000 εποίκων και Κύριος Οίδε τι άλλο στην τράπεζα διαπραγματεύσεων που γίνονται εν αγνοία του κυπριακού πληθυσμού, των πολιτών δηλαδή που θα ζήσουν στο μελλοντικό κράτος!) στην πραγματικότητα δημιουργεί κίνητρο σε Τουρκοκύπριους και Τουρκία να σκληραίνουν τη στάση τους, όπως ήδη έπραξαν μετά την εκλογή του Κυπρίου Προέδρου! Αυτό θα έκανε άλλωστε και κάθε κράτος που σέβεται τον εαυτό του. Αν τελικά ο Ερντογάν αποφασίσει το δεύτερο, όπως είναι αρκετά πιθανό, τότε θα κάνει μια-δύο χειρονομίες συμβολικού κυρίως χαρακτήρα, αποσύροντας π.χ. πέντε χιλιάδες στρατιώτες ή επιστρέφοντας τη μισή Αμμόχωστο, και θα πάρει ό,τι άλλο θέλει από τους Ελληνοκυπρίους. Πόσο μάλλον που η συντριπτική πλειοψηφία του ελλαδικού και κυπριακού πολιτικού, εκδοτικού και οικονομικού κατεστημένου επιθυμεί διακαώς μια λύση τύπου Ανάν, όπως το απέδειξε πέραν αμφιβολίας το 2004. Εξάλλου,το σχέδιο Ανάν δεν είναι προϊόν του ΟΗΕ, προϊόν διαπαραγμάτευσης Παπανδρέου-Τζεμ, υπό την επίβλεψη Σημίτη και Κληρίδη-Ντενκτάς υπήρξε! Μια ενδεχόμενη κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα θα απομακρύνει από την εξουσία τον σημερινό Πρωθυπουργό, έναν πολιτικό που ήταν ο πιο επιφυλακτικός για το σχέδιο Ανάν το 2004, οδηγώντας πιθανώς σε πρωταγωνιστικούς ρόλους τον Γιώργο Παπανδρέου και την Ντόρα Μπακογιάννη, αρχιτέκτονα και φανατική θιασώτη αντίστοιχα του περιβόητου σχεδίου. Οι οποίοι ουδέποτε απεκήρυξαν, ειρήσθω, τις ιδέες που είχαν τότε. Δεν σημαίνει ότι το παρελθόν είναι αναγκαστικός οδηγός για το μέλλον και ίσως οι δύο αυτοί πολιτικοί έχουν βγάλει κάποιο συμπέρασμα από το δημοψήφισμα του 2004. Ελπίζουμε ότι είναι έτσι, αλλά αν έχουν βγάλει κάποιο συμπέρασμα δεν το είπαν σε κανέναν. Αν αυτές είναι οι πολιτικές συνθήκες στην«κορυφή», αντίστοιχες είναι και στη «βάση». Κύπριοι και Ελλαδίτες 'Ελληνες δεν καταλαβαίνουν καν τι συζητιέται, σε κατάσταση πλήρους σύγχυσης ευρισκόμενοι με τις διάφορες γελοίες αγγλικές εφευρέσεις-παγίδες τύπου «πολιτικήςισότητας», «διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας», «αποστρατιωτικοποιημένηςΚύπρου» και δεν συμμαζεύεται. Η συζήτηση για το κυπριακό έχει εμπλακεί σε έναν απέραντο βυζαντινισμό και νομικισμό χωρίς περιεχόμενο, που έχει κάνει τους φυσιολογικούς ανθρώπους να τη σιχαθούν.Είναι χαρακτηριστικό ότι το 80% τωνΕλληνοκυπρίων δηλώνει στις δημοσκοπήσεις ότι δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει ο όρος «διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα», δεν καταλαβαίνει δηλαδή τι σημαίνει η επίσημη, εθνική επιδίωξη τριών δεκαετιών Κύπρου και Ελλάδας. Στις συνθήκες που δημιουργήθηκαν οι μισοί Κύπριοι δεν δίνουν σημασία στις διαπραγματεύσεις γιατί δεν πιστεύουν ότι θα λυθεί το κυπριακό και οι υπόλοιποι γιατί δεν καταλαβαίνουν το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης, κατάσταση που επίσης ενισχύει την τάση επαναφοράς του σχεδίου Ανάν.Το ΑΚΕΛ είχε εξαγγείλλει καμπάνια για να εξηγήσει στον πληθυσμό τι είναι αυτή η ομοσπονδία, την οποία ποτέ δεν πραγματοποίησε, προφανώς γιατί θα κινδύνευαν να τους πάρουν με τις πέτρες καιτα ίδια τα μέλη του αν όντως τους εξηγούσαν τι εννοούν. Το βασικό, πρωταρχικό ερώτημα κάθε κράτους και κάθε συντάγματος είναι ποιός ασκεί νόμιμη εξουσία, ποιός κάνει κουμάντο. Σε αυτό προσπαθούν να αποφύγουν,όπως ο διάβολος το λιβάνι, την απάντηση Κύπριοι και Ελλαδίτες πολιτικοί, γιατί γνωρίζουν ότι δεν θα είναι η πλειοψηφία του πληθυσμού (φυσικά οι μειονότητες έχουν δικαιώματα, αλλά δεν είναι δυνατό το δικαίωμα της μειονότητας να καταργεί το δικαίωμα της πλειονότητας, όπως συνέβαινε στο σχέδιο Ανάν, που εξίσωνε το 20% με το 80%του πληθυσμού και εν συνεχεία ανέθετε σε ξένους αξιωματούχους τη διοίκηση του νησιού!). Η άποψη επίσης ότι η Κύπρος πρέπει να είναι το μόνο κράτος στον κόσμο χωρίς στρατό, χωρίς δικαίωμα αυτοάμυνας και χωρίς όπλα, που είναι επίσης η επίσημη θέση όλης σχεδόν της κυπριακής και ελλαδικής πολιτικής εξουσίας είναι ομοίως αστεία, προερχόμενη μάλιστα από ένα κράτος που βρίσκεται στην Αν. Μεσόγειο, έχει υποστεί εισβολή και τελεί υπό μερική στρατιωτική κατοχή. Πολύ περισσότερο προερχόμενη από ένα κόμμα που ισχυρίζεται ότι έφτασε η ώρα της συμφιλίωσης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Αν θέλουν όντως αυτές οι δύο κοινότητες να ζήσουν μαζί, να συναποτελέσουν ένα κράτος, γιατί δεν θέλουνκαι κοινό στρατό, που είναι και ένα μεγάλο«σχολείο» συμβίωσης; Τι σημαίνει η «μία κυριαρχία», διαπραγματευτικό λάβαρο του κ.Χριστόφια, όταν θα απαγορευθεί η ύπαρξη του κύριου μέσου αυτής της κυριαρχίας, του στρατού; Οι Αγγλοαμερικανοί έχουν αναγορεύσει, για διάφορους λόγους, την τουρκική ένταξη στηνΕΕ κεντρική τους επιδίωξη. Πρέπει να βγάλουν το κυπριακό από τη «μέση». Θα επιχειρήσουν να στριμώξουν τον Δημήτρη Χριστόφια, κάνοντάς του και μερικές παραχωρήσεις για το θεαθήναι ώστε να υπογράψει ένα σχέδιο παραπλήσιο του Ανάν.Οι Ελληνοκύπριοι θα βρεθούν μετά στο τραγικό δίλημμα να αποδεχθούν μια λύση πουδεν θέλουν ή να τα ξαναβάλουν με τα δύο μεγαλύτερα κόμματά τους, την Ελλάδα, την Ευρώπη και την Αμερική. Λονδίνο, Ουάσιγκτον και οι φίλοι τους στην Αθήνα και τη Λευκωσία υπολογίζουν ότι δεν θα έχουν τα κότσια να το κάνουν. Ο γράφων δεν είναι αντίθετος με τις υποχωρήσεις και τους συμβιβασμούς. Πιστεύει όμως ακράδαντα ότι αν, στο τέλος της διαπραγμάτευσης, δεν μείνει κράτος στους 'Ελληνες της Κύπρου, όπως παρολίγον να συμβεί το 2004 με το σχέδιο Ανάν, το νησί θαμπει αναπόφευκτα στον δρόμο της «Ιμβροποίησης» και «Τενεδοποίησης». Αλλά η Κύπρος είναι πολύ μεγάλη για να γίνει στην πραγματικότητα 'Ιμβρος ή Τένεδος. 'Ενα τέτοιο «κλείσιμο» του κυπριακού, μπορεί να αποδειχθεί χειρότερο από το «κλείσιμο» του 1960, παρασύροντας την Ελλάδα και την Τουρκία σε πολύ επικίνδυνες περιπέτειες. (Ειρήσθω εν παρόδω, θα είναι και η τελική καταστροφή της κυπριακής και ελλαδικής αριστεράς, αν συγκατατεθεί σε μια τέτοια λύση. Αν δηλαδή ο Δημήτρης Χριστόφιας αναδειχθεί σε Κύπριο Γκορμπατσώφ, που νομίζει ότι μπαίνει στην ιστορία λύνοντας το κυπριακό και διαλύοντας στην πραγματικότητα το κράτος του, στα πλαίσια ενός ανιστόρητου συμβιβασμού με την Αυτοκρατορία, ανάλογου εκείνου που έκαναν οι σύντροφοι και καθοδηγητές του του ΚΚΣΕ).

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008

13 Δεκέμβρη 2008












Από τη συνάντηση της «Πρωτοβουλίας» της 13ης Δεκέμβρη 2008 (Τάσος Πανταζίδης, Βαγγέλης Χωραφάς, Γιάννης Μαύρος, Πάνος Μαντάς, Θανάσης Σουμπλής).

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2008

Η "ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ" ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ: Η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ


Θέλουμε να ξεκινήσουμε με μια μικρή αναφορά στην παγκόσμια οικονομική κρίση, κρίση που στην πραγματικότητα ξεκίνησε στα τέλη Ιουλίου του 2007 και εντάθηκε ένα χρόνο αργότερα.

Η βασική αιτία για την κρίση είναι η εγγενής τάση του κεφαλαίου να αναζητά συνεχώς όχι απλά μεγαλύτερα κέρδη αλλά συνεχώς υψηλότερα ποσοστά κέρδους για να αναπαραχθεί , κι αυτή η κύρια και συνειδητή επιδίωξη του, υποβοηθήθηκε από την μεταρρύθμιση του κράτους μετά τις ιστορικές αλλαγές του 1989-1992 και την δραματική επιδείνωση των όρων της ταξικής πάλης εις βάρος των εργαζομένων. Χαρακτηριστικό της μεταρρύθμισης του κράτους ήταν η καταστροφή των μεταπολεμικών εξισορροπητικών οικονομικοκοινωνικών του όψεων («κοινωνικό κράτος»), η απόλυτη ποδηγέτηση του από το κεφάλαιο και η χρησιμοποίηση του ως βασικού πολιτικού εργαλείου (νεοφιλελευθερισμός) για την στήριξη των προτεραιοτήτων του κεφαλαίου. Ο αστικός ιδεολογικός λόγος αντιπαραθέτει τη διάκριση νεοφιλελευθερισμού και κρατισμού. Στην πραγματικότητα πρόκειται για την επιβολή ενός νεοφιλελεύθερου, και ιδιαίτερα αυταρχικού, κρατισμού δια του οποίου προωθήθηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο:
Τα προγράμματα της ασύδοτης αποκρατικοποίησης-ιδιωτικοποίησης παραγωγικών μονάδων και υπηρεσιών
Η πλήρης απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων και μάλιστα με τέτοιο τρόπο ώστε η διακρατική τους κίνηση συχνά να επιδοτείται από τις κυβερνήσεις είτε άμεσα είτε έμμεσα.
Η απελευθέρωση της κίνησης εμπορευμάτων και προϊόντων, με το κριτήριο της ασφάλειας να γίνεται ολοένα και λιγότερο σημαντικό.
Η προώθησης της ιδιωτικής παιδείας, υγείας και ασφάλισης, γενικότερα των δημόσιων αγαθών με αποτέλεσμα την μετακύλυση του κόστους στην πλάτη των εργαζόμενων προς όφελος και των ιδιωτικών επιχειρήσεων αλλά και του κράτους.
Η ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας,
Η εκτεταμένη μείωση για το κεφάλαιο του εργατικού και ασφαλιστικού κόστους με την πλήρη αποσύνδεση των μισθών από την αύξηση της παραγωγικότητας, με σχέσεις μισθωτής εργασίας χωρίς ασφαλιστική κάλυψη, με μείωση του μισθού των εργαζόμενων μέσω της μείωσης των εργοδοτικών εισφορών, με την επίθεση στο θεσμό των συλλογικών συμβάσεων εργασίας όπου υπήρχαν (κυρίως στη Δυτική Ευρώπη).
Η κλοπή των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων, κεφαλαίων που για τους κερδοσκόπους είναι αδιανόητο να μένουν εκτός της χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας, και για το μπλοκ εξουσίας είναι απαραίτητα για να αυξάνεται η ρευστότητα και να απογειώνονται τα κέρδη του κεφαλαίου.
· Μέσα από αυτή τη διαδικασία εδραιώθηκε παραπέρα η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Αυτό βαθμιαία κατάκτησε μια προνομιακή διείσδυση, επαγωγή και συγχώνευση όλων των οικονομικών μονάδων και δραστηριοτήτων (αγροτική και βιομηχανική παραγωγή, εμπόριο, μεταφορές, υπηρεσίες, έρευνα-ανάπτυξη) στις διαδικασίες της παγκοσμιοποιημένης αναπαραγωγής του. Εξουσιάζει την συγκρότηση και οργανώνει τις λειτουργίες της διεθνοποιημένης χρηματοοικονομικής αγοράς (τις συναλλαγματικές, τραπεζικές και χρηματιστηριακές ροές), ελέγχει και κατευθύνει τις αγορές των επενδυτικών κεφαλαίων, των εμπορευμάτων και της εργασιακής δύναμης. Σε αυτή του την κίνηση, το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο για να αναπαραχθεί καταστρέφει συνεχώς τα λιγότερο αποδοτικά κεφάλαια, επιχειρήσεις, ακόμη και κλάδους, τινάζει στον αέρα εθνικές οικονομίες. Αυτή η καταστροφή δεν έχει κανένα απολύτως δημιουργικό χαρακτήρα γιατί δεν καθοδηγείται από τις κοινωνικές αναγκαιότητες και δεν αφορά παρασιτικές και μη παραγωγικές δραστηριότητες. Αντίθετα, αφορά σε μεγάλο βαθμό παραγωγικές δραστηριότητες που είναι και απαραίτητες στους εθνικούς κοινωνικούς σχηματισμούς αλλά συχνά και κερδοφόρες. Απλά δεν είναι αρκετά κερδοφόρες σε σχέση με τις προσδοκίες υψηλής (και ολοένα και υψηλότερης) κερδοφορίας του κεφαλαίου. Αυτή η καταστροφή, σε συνδυασμό με την συμπίεση των εργατικών εισοδημάτων παγκόσμια οδήγησε στην επιδείνωση του βασικού προβλήματος του καπιταλισμού από το 1973 και μετά: σε υψηλά ποσοστά κέρδους με ταυτόχρονα χαμηλά επίπεδα συσσώρευσης πραγματικού (παραγωγικού) κεφαλαίου.
· Στην πορεία η δυνατότητα υψηλού ποσοστού κέρδους από τα χρηματοπιστωτικά παιχνίδια κατέστησε όλο και πιο ασύμφορη την παραγωγική χρήση των κεφαλαίων. Επειδή όμως καινούρια αξία παράγει μόνο η ανθρώπινη εργασία, η αύξηση των κερδών γινόταν όλο και δυσκολότερη. Αυτό οδήγησε το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο σε όλο και πιο επικίνδυνα κερδοσκοπικά παιχνίδια, στην δημιουργία χρηματιστικών «προϊόντων» που βασίζονταν σε απίθανα σενάρια αύξησης των κερδών, στην εκρηκτική αύξηση των τιμών του πετρελαίου αλλά και των αγροτικών προϊόντων. Αυτή η απογείωση της κερδοσκοπίας οδήγησε στην πείνα (και στην Αφρική στο θάνατο) εκατομμύρια ανθρώπους μέσα σε 1-2 χρόνια, επέφερε όλο και μεγαλύτερη καταστροφή. Η δοκιμασμένη συνταγή της καταφυγής και στην αγορά γης δεν μπορούσε να δώσει λύση. Ο φαύλος κύκλος που δημιουργήθηκε τέλειωσε με δραματικό τρόπο, με την εκτόξευση των πεινασμένων της γης στο 1 δις. ανθρώπων, με την εξαθλίωση χιλιάδων νοικοκυριών στην καρδιά του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, τελικά με την κατάρρευση των τιμών γης στις ΗΠΑ και μαζί τους την κατάρρευση του οικοδομήματος.
· Η κρίση επομένως είναι κρίση της «πραγματικής οικονομίας» που συνετρίβη κάτω από την κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Τα κυβερνητικά σχέδια διάσωσης στις ΗΠΑ και την ΕΕ προσπαθούν κατ αρχήν να σώσουν το τραπεζικό σύστημα κοινωνικοποιώντας τις ζημιές, χωρίς να πειράζουν στο ελάχιστο τον τρόπο λειτουργίας τους. Ορισμένοι μάνατζερ (τα χρυσά παιδιά) γίνονται οι αποδιοπομπαίοι τράγοι του συστήματος που παραμένει αλώβητο. Είναι χαρακτηριστικό (και εξωφρενικό) ότι οι κυβερνήσεις δεν κάνουν τίποτα για να σταματήσουν την απότομη αύξηση των επιτοκίων των εμπορικών τραπεζών προς τις επιχειρήσεις και τους ιδιώτες ενώ μειώνουν τα επιτόκια δανεισμού προς τις τράπεζες και εγγυώνται πλήρως (με τους πόρους της κοινωνίας) τις διατραπεζικές συναλλαγές. Αυτή είναι η τέλεια συνταγή όχι για να σωθεί η πραγματική οικονομία αλλά για να γονατίσει ώστε να σωθούν οι τράπεζες από την κατάρρευση. Η εκτεταμένη ύφεση είναι σε μεγάλο βαθμό και αποτέλεσμα της προσπάθειας διάσωσης των τραπεζών.

Όμως το κύριο πρόβλημα είναι από ποιόν θα πληρωθεί μια τέτοια καταστροφή καθώς η στρατηγική του κεφαλαίου ήδη οδηγεί προς την κατεύθυνση μετατόπισης της κρίσης προς τους αδύναμους δηλαδή στις εργατικές τάξεις του ανεπτυγμένου καπιταλισμού καθώς επίσης στις αναπτυσσόμενες και φτωχές χώρες και στους λαούς τους. Στις ανεπτυγμένες οικονομίες η κρίση έχει περάσει στην παραγωγή με πρώτη συνέπεια την αύξηση των απολύσεων, την συρρίκνωση των μισθών, την απόπειρα πλήρους υποταγής των εργαζόμενων στις επιδιώξεις του κεφαλαίου, τελικά την μαζική «τριτοκοσμοποίηση» μεγάλου ποσοστού της εργατικής τάξης. Την κοινωνική έκρηξη που απειλεί το σύστημα καλείται να αποτρέψει η πολιτική των Ταμείων Φτώχειας και του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος. Στις υπόλοιπες χώρες μια νέα φάση μαζικής φτωχοποίησης προβάλει απειλητικά στον ορίζοντα και ταυτόχρονα μια σοβαρή κρίση υπερχρέωσης επέρχεται συμπληρωματική στην υπάρχουσα εξοντωτική επισιτιστική, ενεργειακή και οικολογική κρίση.
Η διαμόρφωση συνθηκών «εκτάκτου ανάγκης» για την χρηματοπιστωτική ολιγαρχία οδήγησε σε νέου τύπου πολιτικές «εθνικοποίησης-κρατικοποίησης» των ζημιογόνων τομέων ορισμένων τραπεζιτικών και ασφαλιστικών εταιριών (ΗΠΑ, Αγγλία). Στόχος είναι να ελεγχθεί η αποδόμηση της χρηματοοικονομικής αγοράς, να αποφευχθούν οι ταξικές κοινωνικές εκρήξεις και κυρίως να διατηρηθούν ανέπαφα τα συμφέροντα του άρχοντος μπλοκ εξουσίας. Συνακόλουθο αποτέλεσμα θα είναι ένας ελαφρύς περιορισμός της ανεξέλεγκτης αυτονομίας και ισχύος του διεθνούς χρηματοπιστωτικού–χρηματιστηριακού τομέα. Η επαναφορά μιας περιορισμένης μορφής προστατευτισμού είναι επίσης πιθανή. Η επάνοδος πάντως στη σοσιαλδημοκρατική-κεϋνσιανή κρατική πολιτική, που βασικό και ουσιαστικό της χαρακτηριστικό δεν είναι η κρατική απόκτηση μετοχών αλλά η πολιτικές εισοδηματικής αναδιανομής, και γενικότερα του «κοινωνικού κράτους» είναι αδύνατη με δεδομένη την ολιγαρχική εξουσία και το γεγονός ότι το βασικό πλαίσιο του καπιταλισμού δεν αλλάζει.
· Με αυτές τις εξελίξεις είναι σίγουρο ότι οι αγώνες για δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος θα λάβουν εντονότερη και εκτατικότερη διάσταση. Το ζητούμενο είναι τα καθημερινά αιτήματα να συνδεθούν με τον ταξικό αγώνα για μια άλλη απελευθερωμένη κοινωνία. Η ανασύνταξη και αντεπίθεση της οργανωμένης εργατικής τάξης είναι απαραίτητο προαπαιτούμενο για κάτι τέτοιο.
Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
· Στην Ελλάδα, πέρα από το παραδοσιακά πανίσχυρο εφοπλιστικό κεφάλαιο και το παρεπόμενο ναυτιλιακό συνάλλαγμα, η αύξηση του ΑΕΠ των τελευταίων ετών βασίστηκε στην ιδιωτική κατανάλωση και τις κατασκευές, τα μεγάλα έργα μέχρι το 2004 και την οικοδομική δραστηριότητα όλη την περίοδο ήδη από το 1950 και τη σύγχρονη περίοδο περισσότερο μετά το 2004.(να σημειωθεί ότι οι νέες οικοδομές την επαύριο των Ολυμπιακών αγώνων, δηλ. το 2005 αυξήθηκαν κατά 35,2%, η συνεχιζόμενη όμως πολιτική λιτότητας και ο υπερδανεισμός δεν βοήθησαν να απορροφηθεί η προσφορά νέων κατοικιών και ακολούθησε μείωση 19,5% το 2006, 5% το 2007, και 15,2% το επτάμηνο του τρέχοντος έτους). Όλα αυτά, από τη στιγμή που το μερίδιο της εργασίας στον παραγόμενο πλούτο μειώνεται συνεχώς την τελευταία 20ετία, αναπτύχθηκαν χάρη στο δανεισμό των νοικοκυριών (το μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ μειώθηκε από 58% στις αρχές του 80 στο 44% το 2006)..
· Από την άλλη μεριά συνεχίστηκε τόσο η αποβιομηχάνιση της χώρας – αυτής της ελαφράς βιομηχανίας που υπήρχε- όσο και η μείωση του αγροτικού πληθυσμού, μια συνεχιζόμενη αγροτική έξοδος προς τα αστικά κέντρα που στον πυρήνα της έχει διαδικασίες συγκέντρωσης γης σε λίγα χέρια με προοπτική την αστικοποίηση μεγάλου μέρους της γης αυτής. Αυτή η διαδικασία γίνεται προφανώς σε βάρος της αγροτικής παραγωγής(οι αγρότες μειώθηκαν από 710 χιλ. Το 1998 σε 518 χιλ. Στα μέσα του 2008.)Η στρατηγική λύση της κυβέρνησης είναι η παραπέρα τριτογενοποίηση της χώρας με έμφαση στον τουρισμό και η είσπραξη «διοδίων» από τα διάφορα δίκτυα που θα διατρέχουν τη χώρα. Το ειδικό χωροταξικό για τον τουρισμό και η ανάδειξη νέων μορφών τουρισμού (ιαματικός, συνεδριακός, οικοτουρισμός, θρησκευτικός, γκολφ) έχουν αυτή τη στόχευση. Η σύμφυση όμως του κράτους και του κυρίαρχου χρηματιστικού κεφαλαίου δίνει σε αυτή την επιλογή χαρακτηριστικά ληστείας του κοινωνικού πλούτου. Η δημόσια γη ξεπουλιέται, οι απαραίτητες υποδομές για τα δίκτυα (οδικά, ενεργειακά, λιμάνια) γίνονται με χαριστικούς όρους για το κεφάλαιο μέσω των ΣΔΙΤ, τεράστιες εκτάσεις δίνονται χάρισμα σε επενδυτές τουρισμού. Η χρήση των μοναστηριών (Μονή Τοπλού στην Κρήτη, Βατοπέδι κα) ως ενδιάμεσων γίνεται για να λυθούν νομικά κωλύματα στο ξεπούλημα δημόσιας γης και να επιταχυνθούν οι διαδικασίες. Εξίσου σημαντικό είναι το ότι η επιλογή αυτή οδηγεί σε παραπέρα διάλυση του παραγωγικού ιστού και κάνει τη χώρα ευάλωτη σε οικονομικές κρίσεις όπως αυτή που βιώνουμε σήμερα. Από αυτή την οπτική, η παραπέρα τουριστικοποίηση της Ελλάδας είναι σήμερα μια επιλογή καταστροφική που θα οδηγήσει τους εργαζόμενους σε ακόμη χειρότερη θέση.
· Στο επίπεδο των αναδιαρθρώσεων, οι κυβερνήσεις πρώτα του ΠΑΣΟΚ και κυρίως της ΝΔ από το 2004 και μετά, ακολούθησαν τις παγκόσμιες προσταγές του χρηματιστικού κεφαλαίου δηλαδή ιδιωτικοποιήσεις, ασφαλιστικό, φορολογική πολιτική, ακρίβεια, αυταρχισμός, κλοπή των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων, προσαρμοσμένα στην ελληνική πραγματικότητα. Η λύση που έχει έτοιμη η κυβέρνηση για τη σημερινή κρίση είναι η συνέχιση των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων της και η ενίσχυση των τραπεζών με 28 δις. Ευρώ. Για να καταλάβουμε τα μεγέθη, τα 28 δις. ισούται με το 45% των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού (65,5 δις ευρώ) ενώ το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων του 2009 είναι στο ύψος των 8,5 δις ευρώ. βέβαια το ποσό αυτό δεν αποτελεί άμεση ταμειακή εκροή, αλλά κυρίως εγγυήσεις και αγορές μετοχών τραπεζών ύψους 5 δις. Αυτά τα 5 δις όμως θα εκταμιευτούν πολύ σύντομα τη στιγμή που το πιο σύγχρονο νοσοκομείο, το Αττικό, υπολειτουργεί και οι εργαζόμενοι του απεργούν με αίτημα να στελεχωθεί, ενώ το ΤΕΙ Πειραιά ανέστειλε τη λειτουργία του επειδή δεν έχει χρήματα ούτε για να πληρώσει το ηλεκτρικό ρεύμα!!! Αυτή είναι η υποβάθμιση του δημόσιου τομέα για να θησαυρίζουν τα ιδιωτικά ΙΕΚ και Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών υγείας, οι ιδιωτικές ασφαλιστικές.
· Με την παγκόσμια κρίση να οξύνεται, αυτή η κατάσταση οδηγεί στην μεγαλύτερη ενεργή είσοδο των εργαζόμενων στο πολιτικό προσκήνιο. Η ίδια η απονομιμοποίηση της νεοφιλελεύθερης μονοκρατορίας, που πήρε ιδιαίτερη έκφραση στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση που συνεχίζεται και στο ζήτημα της ιδιωτικοποίησης της ανώτατης παιδείας, μαζί με τους κλαδικούς έντονους εργατικούς αγώνες που στοχεύουν στην ανατροπή ακριβώς των κυρίαρχων πολιτικών επιλογών (πχ. λιμενεργάτες ενάντια στην ιδιωτικοποίηση των λιμανιών, εργαζόμενοι Ολυμπιακής, ΔΕΗ), δείχνει ότι υπάρχουν όχι μόνο τμηματικές αντιστάσεις, αλλά και συνολική δυνατότητα άρνησης της αστικής επιθετικότητας.
Έχουμε διαπιστώσει σε πολιτική απόφαση της 3ης Πανελλαδικής μας Συνδιάσκεψης από τον Απρίλη του 2007 τα εξής: Η κατάσταση αυτή έχει οδηγήσει σε μια πρωτοφανή κρίση κοινωνικής νομιμοποίησης όχι μόνο των δύο κομμάτων εξουσίας (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ) και του δικομματισμού, αλλά του πολιτικού συστήματος συνολικά. Η κοινωνική απαίτηση για μια διαφορετική πολιτική που θα εξυπηρετεί τους εργαζόμενους είναι έντονη. Αλλά και η πεποίθηση ότι καμία από τις υπάρχουσες πολιτικές δυνάμεις δεν μπορεί να προωθήσει μια διαφορετική πολιτική είναι επίσης έντονη. Αυτό επιτείνει και τα φοβικά σύνδρομα, που καλλιεργούνται συστηματικά από τις κυρίαρχες τάξεις, στην προοπτική των ρήξεων με τις ασκούμενες πολιτικές.
Πιστεύουμε ότι αυτή η διαπίστωση είναι επίκαιρη και σήμερα. Ότι καμία από τις υπάρχουσες πολιτικές δυνάμεις δεν μπορεί να προωθήσει μια διαφορετική πολιτική. Και ο κύριος λόγος για αυτή την αδυναμία είναι ο ετεροκαθορισμός της πολιτικής των αριστερών κομμάτων αλλά και των αριστερών πολιτικών οργανώσεων και κινήσεων από τον δικομματισμό και την κυρίαρχη ιδεολογία. Από την εποχή που το ΠΑΣΟΚ μιλούσε για αλλαγή και η κομμουνιστική αριστερά για «πραγματική Αλλαγή», ήταν φανερός αυτός ο πολιτικός ετεροκαθορισμός. Αυτό έχει μια σειρά από συνέπειες:
1. Η αριστερά στο σύνολο της δεν επεξεργάστηκε μια ξεκάθαρη, εναλλακτική της κυρίαρχης, αντίληψη για την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός. Δηλαδή, δεν έχει μια καθαρή αντίληψη για το ποιες κοινωνικές ανάγκες πρέπει να ικανοποιηθούν και με ποια ιεράρχηση. Τι πρέπει να παραχθεί, με ποιό τρόπο να οργανωθεί η παραγωγή τους, ποιες πρέπει να είναι οι κυρίαρχες κοινωνικές τάξεις που θα οργανώσουν την παραγωγή, με ποιές εργασιακές συνθήκες και σχέσεις. Και ακόμη με ποιο εκπαιδευτικό σύστημα, που θα λαμβάνει υπόψην του τις παραγωγικές και κοινωνικές ανάγκες χωρίς να παραβλέπει την γνώση ως αυταξία. Και τελικά ποια πολιτική εξουσία θα διαχειριστεί το σχέδιο αυτό.
2. Ο ετεροκαθορισμός από το κυρίαρχο δικομματικό σύστημα, από την κυρίαρχη ιδεολογία τελικά, οδηγεί σε ετεροκαθορισμό και από τους κυρίαρχους μηχανισμούς του καπιταλιστικού κεφαλαίου σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο. Δηλ. ετεροκαθορισμός από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ, τις μεγάλες πολυεθνικές, το παγκόσμιο χρηματιστικό κεφάλαιο. Αυτοί φτιάχνουν την ατζέντα που ακολουθούν και οι ελληνικές κυβερνήσεις. Η πολιτική αριστερά, μην έχοντας δική της, αυτόνομη ατζέντα, αναγκαστικά ακολούθησε μια αμυντική στάση. Οδηγηθήκαμε έτσι στην πολιτική των αρνητικών συνθημάτων (όχι στο Μααστριχτ, όχι στη Μπολόνια, όχι στην αναθεώρηση του Συντάγματος κλπ.) Δεν λέμε ότι αυτά τα όχι ήταν λαθεμένα ή οτι οι επεξεργασίες για τα ζητήματα δεν ήταν σωστές ή στη σωστή κατεύθυνση. Λέμε ότι τα συνεχή αρνητικά συνθήματα ενέγγραψαν στην κοινωνία τα αριστερά πολιτικά κόμματα ως κόμματα διαμαρτυρίας, χρήσιμα για να αμβλύνουν τις δυσάρεστες επιπτώσεις των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων αλλά αδύναμα να προτείνουν κάτι καινούριο.
3. Αυτός ο ετεροκαθορισμός της αριστεράς κορυφώθηκε την περίοδο 1989-90 κάτω και από το βάρος των παγκόσμιων ανατροπών σε βάρος της εργατικής τάξης. Η δημιουργία του ενιαίου Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, αντί να την οδηγήσει σε ένα εναλλακτικό πρόγραμμα εξουσίας, την οδήγησε στη δορυφοροποίηση της στον δικομματισμό και στην (ρητά εκφρασμένη συχνά) επιδίωξη του ρόλου της συμπληρωματικής δύναμης πότε με το ένα και πότε με το άλλο κόμμα εξουσίας. Η συνεργασία με τη ΝΔ για να μπορέσει να γίνει κυβέρνηση, ακολουθήθηκε από την επιλεκτική συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ στις μονοεδρικές για να μην πάρει την εξουσία η ΝΔ, και με την συμμετοχή στην λεγόμενη οικουμενική. Κοντολογίς αντί η αριστερά να οξύνει την κρίση του δικομματισμού, τον βοήθησε να ορθοποδήσει χωρίς μάλιστα να αμφισβητήσει έστω και δευτερεύουσες πολιτικές επιλογές του συστήματος.
4. Η απόλυτη αποτυχία του ενιαίου Συνασπισμού και η διάσπαση με τραυματικό τρόπο όχι μόνο επέτεινε το πρόβλημα του ετεροκαθορισμού αλλά και ανέδειξε ως κυρίαρχη την επιδίωξη των 2 κοινοβουλευτικών κομμάτων για κυριαρχία εντός της αριστεράς. Το πρόβλημα είναι ότι η διαμάχη αυτή οδήγησε το σύνολο της αριστεράς σε μια εσωστρέφεια που κάνει κακό σε εκείνες τις κοινωνικές τάξεις που περιμένουν σήμερα από την αριστερά μια άλλη προοπτική. Δηλαδή κάνει κακό στα συμφέροντα των εργαζόμενων.
5. Αυτή η κατάσταση ετεροκαθορισμού από την κυρίαρχη πολιτική και εσωτερικής διαμάχης οδηγεί στην πολιτική πρακτική της διάσπασης των ταξικών δυνάμεων παντού. Στο συνδικαλιστικό κίνημα, στο κίνημα ειρήνης και στα λεγόμενα νέα κινήματα. Οι χωριστές συγκεντρώσεις δεν είναι το κύριο πρόβλημα. Η διάσπαση των δυνάμεων, η αντίληψη ότι ο βασικός εχθρός είναι ο εσωτερικός εχθρός, εντός του κινήματος, είναι το βασικό πρόβλημα. Αυτό οδηγεί στο φόβο των ηγεσιών των 2 κοινοβουλευτικών κομμάτων της αριστεράς απέναντι στην κίνηση των μαζών που δεν μπορούν να ελέγξουν, φόβο απέναντι στην μαζικοποίηση των αγώνων που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αλλαγή των συσχετισμών. Το κυριότερο, έχει οδηγήσει σε μια πρακτική στραγγαλισμού της αυτονομίας του εργατικού κινήματος. Και εργατικό κίνημα που δεν είναι αυτόνομο, δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικό.

Ενώ λοιπόν οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το 60-65% της κοινωνίας δεν θέλει την πολιτική που ασκείται και από τα δύο κόμματα ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, ο δικομματισμός καλά κρατεί στην πρόθεση ψήφου. Κι αυτό γιατί δεν βλέπουν διέξοδο.
Η Κομμουνιστική Ανανέωση πιστεύει ότι στην σημερινή συγκυρία, με το κυρίαρχο νεοφιλελευθερισμό πλήρως απονομιμοποιημένο στην κοινωνία, δεν πρέπει να αντιτάξουμε "εναλλακτικές" αστικές πολιτικές – την επιστροφή, για παράδειγμα, σ έναν νέου τύπου αστικό κεϋνσιανισμό – αλλά την προοπτική του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Και η πάλη για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας δεν μπορεί να είναι υπόθεση ενός μόνου κόμματος της Αριστεράς. Για να είναι αποτελεσματική αυτή η πάλη, απαιτείται ένα ευρύτερο μπλοκ – ένα Μέτωπο Πολιτικών και Κοινωνικών Δυνάμεων, με στόχο το Σοσιαλισμό.
Η δική μας πρόταση για το Μέτωπο αποβλέπει πρώτα απ όλα στην ενότητα της Εργατικής Τάξης, σημειώνοντας τον σημαντικό και αποφασιστικό ρόλο που διαδραματίζει, ως υποκείμενο του κοινωνικού μετασχηματισμού. Μία τάξη που είναι πλέον – και στην Ελλάδα – πολύγλωσση, πολύχρωμη. Στην αποκατάσταση της ενότητάς της, με τους ανέργους, τους "απασχολήσιμους", τους απόμαχους της δουλειάς. Να προωθήσει τη συμμαχία της εργατικής τάξης με τους εργαζόμενους αγρότες, την νεολαία, τους αυτοαπασχολούμενους σε παραγωγικές και κοινωνικά ωφέλιμες δραστηριότητες. Να διαμορφώσει το μπλοκ των δυνάμεων της εργασίας, της γνώσης, του πολιτισμού, της οικολογίας.
Στις δυνάμεις αυτές θα αναζητήσουμε το αντίπαλο δέος που όχι μόνο θα αντισταθεί στις συνέπειες των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, αλλά και θα έλθει σε ρήξη με το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα που τις παράγει, αμφισβητώντας τελικά την ίδια την αστική ηγεμονία, συγκροτώντας ένα πλατύ Μέτωπο Πολιτικών και Κοινωνικών Δυνάμεων σαφώς οριοθετημένο από το θεσμικό πλαίσιο και τις πολιτικές της ΕΕ, την κεντροαριστερά, τον κυβερνητισμό, την λογική συνδιαχείρισης του αστικού συστήματος. Ένα Μέτωπο που μέσα από ένα Ριζοσπαστικό Πρόγραμμα θα συνδέει τα άμεσα αιτήματα, την πάλη δηλαδή ενάντια στον κυρίαρχο σήμερα νεοφιλελευθερισμό, με τον αγώνα για Εργατική Εξουσία, για το Σοσιαλισμό. Σε ένα τέτοιο μέτωπο ισχύει η φράση "βαδίζουμε χώρια κτυπάμε μαζί", που σημαίνει ότι η ενότητα στη δράση δεν συνοδεύεται από κανενός είδους παραχώρηση στην οργανωτική αυτοτέλεια ή από ιδεολογικές παραχωρήσεις.
Το Ριζοσπαστικό Πρόγραμμα πρέπει σήμερα να εκφράζει τις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας σήμερα. Πρώτιστα πρέπει να εκπονηθεί ένα πρόγραμμα παραγωγικής αναδιάρθρωσης όλων των τομέων και κλάδων της οικονομίας με γνώμονα τις ανάγκες των εργαζόμενων. Σ’ αυτό το σχέδιο θα συνδυάζονται η καταγραφή των κοινωνικών αναγκών και των παραγωγικών δυνατοτήτων, η ποσοτική και ποιοτική καταγραφή μέσων και στόχων, η προστασία της εγχώριας παραγωγής. Ακόμη οι θεσμικές και οργανωτικές προϋποθέσεις για την ικανοποίηση των αναγκών αυτών.
Οι εργαζόμενες τάξεις της πόλης και της υπαίθρου έχουν σήμερα τη δυνατότητα να εκπονήσουν ένα τέτοιο πρόγραμμα και να επιχειρήσουν παλεύοντας για την εφαρμογή του. Η ανοιχτή, ενεργή, δημοκρατική συμμετοχή τους στην εκπόνηση του προγράμματος δεν είναι απλά ένα διαδικαστικό, οργανωτικό ζήτημα. Είναι το κρίσιμο σημείο για την πολιτική ανασυγκρότηση της εργατικής τάξης και παραπέρα της αυθεντικής έκφρασης των αναγκών της Ελληνικής κοινωνίας και των προτάσεων για την υλοποίησή τους.
Κι αυτό για μια σειρά από λόγους. Πρώτον, γιατί η αδυναμία της πολιτικής αριστεράς να προβάλλει ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα εξουσίας έγινε προφανής μετά τις εκλογές του 2007 και οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική των κλειστών θυρών απέναντι στην ίδια την εργαζόμενη κοινωνία. Δεύτερον, γιατί η ιδεολογική τρομοκρατία που ασκούν οι αστικοί μηχανισμοί μπορεί να ανατραπεί στις συνειδήσεις μόνο με την ανοιχτή, δημοκρατική συμμετοχή των εργαζόμενων στις συνδικαλιστικές και πολιτικές διαδικασίες. Τρίτον, γιατί ο κρατικός και εργοδοτικός αυταρχισμός ήδη εντείνονται με το πρόσχημα της κρίσης (και πρώτο, άμεσο θύμα τους μετανάστες) και μόνο η μαζική, οργανωμένη, ταξική κοινή δράση των εργαζόμενων θα τον ανατρέψει. Και τέλος, γιατί έτσι κι αλλιώς, ιστορικά, οι μεγάλες νίκες της εργατικής τάξης συνδέονταν πάντα με την ανοιχτή, ενεργή, δημοκρατική συμμετοχή της στις πολιτικές διεργασίες.

Η σημερινή μας συμβολή στη συγκρότηση του Μετώπου είναι η πρόταση 10 αξόνων για τη διαμόρφωση αυτού του ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ.

ΘΕΣΕΙΣ – ΑΞΟΝΕΣ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΕΝΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
1. Κατοχύρωση και διεύρυνση της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας. Κατάργηση όλων των συμφωνιών, διμερών – πολυμερών, που βλάπτουν τα συμφέροντα του λαού και της χώρας
2. Εθνικοποίηση στρατηγικών κλάδων της οικονομίας (ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, μεταφορές, χρηματοπιστωτικό σύστημα, φαρμακοβιομηχανία).
3. Διατήρηση των ακτών, δασών, ορεινών όγκων, υπεδάφους και οικοσυστημάτων ως δημόσιων αγαθών. Επαναδημοσιοποίηση όσων επιχειρήσεων, υπηρεσιών, λειτουργιών (ελεύθερων χώρων, ακίνητης περιουσίας κλπ.) έχουν ιδιωτικοποιηθεί. Αποκλειστικά δημόσια δωρεάν υγεία και παιδεία.
4. Κατοχύρωση εγγυημένων ικανοποιητικών τιμών των αγροτικών προϊόντων που να καλύπτουν το κόστος παραγωγής και το κόστος της ζωής. Παραγωγικός συνεταιρισμός των εργαζομένων αγροτών για την πολύπλευρη ανάπτυξη του αγροτικού τομέα, για την εξασφάλιση της διατροφικής επάρκειας και ασφάλειας της χώρας.
5. Γενναία, σε επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης αύξηση μισθών -ημερομισθίων, καθιέρωση αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής στην βάση εργατικού τιμαρίθμου. Κατάργηση όλων των μορφών ευέλικτης, προσωρινής και μερικής απασχόλησης στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα και τη μείωση των ωρών εργασίας.
6. Εξασφάλιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και κατάργηση όλων των διακρίσεων και των αντιδημοκρατικών - αντεργατικών νόμων
7. Προώθηση ενός κλιμακούμενου προγράμματος ουσιαστικής δημοκρατικής αποκέντρωσης
8. Δημοκρατική εξυγίανση των μέσων μαζικής ενημέρωσης
9. Δημοκρατική αναδιοργάνωση και επαναπροσδιορισμός του ρόλου των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας.
10. Λαϊκό δημοκρατικό Σύνταγμα – Συντακτική Συνέλευση- Συνταγματική κατοχύρωση του εργατικού και κοινωνικού ελέγχου.

ΚΡΙΣΗ του ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ή ΚΡΙΣΗ της ΕΡΓΑΣΙΑΣ;

του Δημήτρη Α. Κατσορίδα*
7/11/2008

Είναι, πλέον, γνωστό ότι ο βασικότερος λόγος της χρηματοπιστωτικής κρίσης είναι η ανεξέλεγκτη χορήγηση δανείων για αγορά κατοικιών και τοποθετήσεων υψηλού κινδύνου, από μέρους των τραπεζών, ώστε να δημιουργήσουν προϋποθέσεις υψηλής κερδοφορίας. Δηλαδή, το κεφάλαιο, προκειμένου να επεκτείνει τα κέρδη του, αύξησε την κατανάλωση, όχι όμως μέσω της αύξησης των μισθών, οι οποίοι βρίσκονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, αλλά με τη χορήγηση επισφαλών δανείων για αγορά κατοικίας σε ανθρώπους, οι οποίοι δεν είχαν κανένα οικονομικό πόρο για να την αγοράσουν. Έτσι, δημιουργήθηκε μια χρηματιστηριακή φούσκα, ένα «χρηματιστήριο κατοικίας» με τιμές που δεν είχαν σχέση με το κόστος. Και όπως γνωρίζουμε οι φούσκες είναι φτιαγμένες για να σκάνε. Την ίδια στιγμή, βέβαια, τα δάνεια χρησιμοποιήθηκαν από τους κρατούντες και ως μέσο για την υπονόμευση των κοινωνικών αγώνων και την περαιτέρω πειθάρχηση της εργατικής τάξης. Διότι, όταν το χρέος γίνεται ο βασικός τρόπος βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των πιο φτωχών κοινωνικών στρωμάτων, τότε οι χρεωμένοι μισθωτοί αναγκάζονται να εργάζονται περισσότερο, να είναι πιο παραγωγικοί και πιο πειθήνιοι, ώστε να μπορούν να αποπληρώνουν τις δόσεις των δανείων τους.

Όμως, αυτή η τακτική του συστήματος αποδείχτηκε και η αδυναμία του. Διότι, ο χρεωμένος μισθοσυντήρητος και ο επισφαλής εργαζόμενος δεν είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν τα δάνειά τους, όταν οι τράπεζες άρχισαν να αυξάνουν τα επιτόκια. Αυτό ήταν η απαρχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης.

Τελικά, ποιος είναι ο χαρακτήρας της τωρινής κρίσης;

Με βάση τα μαρξιστικά εργαλεία υπάρχουν διάφορες ερμηνείες της κρίσης, με πιο δημοφιλή αυτήν της κρίσης υπερσυσσώρευσης.

Κατά τη γνώμη μου, η παρούσα κρίση είναι στο πλαίσιο του οικονομικού κύκλου. Είναι κρίση ρύθμισης του χρηματιστικού κεφαλαίου, το οποίο είναι υπερβολικά ελεύθερο στον τρόπο που λειτουργεί, ενώ έχει πιο πολύ τα χαρακτηριστικά ενός σοβαρού ρήγματος στις διαδικασίες αναπαραγωγής και όχι τα τυπικά χαρακτηριστικά μιας κρίσης υπερσυσσώρευσης, όπως διατείνονται αρκετές αναλύσεις στον χώρο της Αριστεράς. Και λέμε ρήγμα στις διαδικασίες αναπαραγωγής, με την έννοια ότι εκδηλώθηκε με υπερπαραγωγή κυρίως στον τομέα της αγοράς των κατοικιών και συνακόλουθες χρεοκοπίες τραπεζών, η οποία όμως τείνει να μεταφερθεί στην πραγματική οικονομία, με κλείσιμο επιχειρήσεων ή μείωση της παραγωγής, αύξηση των απολύσεων και της ανεργίας, συρρίκνωση της ζήτησης και άρα οικονομική ύφεση. Όμως, η οικονομική κρίση λειτουργεί, ταυτόχρονα, εκκαθαριστικά για το καπιταλιστικό σύστημα και για τα συσσωρευμένα προβλήματά του, μέχρις ότου αποκατασταθεί εκ νέου η διαταραγμένη ισορροπία του οικονομικού κυκλώματος.

Τι είναι, όμως, η κρίση υπερσυσσώρευσης; Με πολύ απλά λόγια είναι η ύπαρξη υπερβολικά πολλών κεφαλαίων και άρα προϊόντων σε σύγκριση με τη δυνατότητα για ζήτηση, τα οποία δεν μπορούν να αξιοποιηθούν επαρκώς. Και δεν μπορεί το πλεονάζον κεφάλαιο να αξιοποιηθεί επαρκώς όταν γίνεται «… ανίκανο να εκμεταλλεύεται την εργασία στο βαθμό εκείνο της εκμετάλλευσης που απαιτεί η ΄΄υγιής’’, ΄΄ομαλή’’ ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού προτσές παραγωγής…» (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος τρίτος, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1978, σελ. 323).

Με βάση αυτή την προσέγγιση η χρηματοπιστωτική κρίση που διανύουμε δεν είναι μια κλασική κρίση υπερσυσσώρευσης. Και αυτό για τους εξής λόγους:

Πρώτον, το καπιταλιστικό σύστημα έχει προχωρήσει σε όλες τις αναγκαίες αντι-μεταρρυθμίσεις (ιδιωτικοποιήσεις, διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας, αποδυνάμωση των συνδικάτων, κλπ.) που εμπόδιζαν την εύρυθμη λειτουργία του, επαναπροσδίδοντας στην οικονομία το χαμένο δυναμισμό της. Η διαμόρφωση ενός φτηνού, ευέλικτου και δίχως συνδικαλιστική δύναμη εργατικού δυναμικού, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη μείωση του κόστους παραγωγής, την επανάκτηση του ποσοστού του κέρδους και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, ως αποτέλεσμα μιας ιστορικής ήττας της εργατικής τάξης, η οποία επέτρεψε μια δραματική αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων υπέρ του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, η φτώχεια και η ανισότητα, έχουν επιδεινώσει ακόμη περισσότερο την κατάσταση της εργατικής τάξης.

Δεύτερον, τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων έχουν και πάλι διευρυνθεί, ενώ, κατά πως φαίνεται, έχει αποκατασταθεί το ποσοστό κέρδους, το οποίο βρίσκεται περίπου στα ίδια επίπεδα με αυτό της δεκαετίας του 1960. Σύμφωνα με παλαιότερα στοιχεία του Μichel Ηusson (αναφέρεται στο Τ. Αναστασιάδης, «Το χρηματιστικό κεφάλαιο στο σύγχρονο καπιταλισμό», στη μπροσούρα: Χρηματιστικό κεφάλαιο και κερδοσκοπία, έκδοση του Μαρξιστικού Ομίλου Οικονομικών και Κοινωνικών Μελετών, Αθήνα 1999), πριν από το 1974 (περίοδος της αναπτυξιακής φάσης) το ποσοστό του κέρδους ήταν υψηλό (16%, περίπου, μέσος όρος, κατά τη δεκαετία του 1960). Κατόπιν παρουσίασε πτώση, αγγίζοντας το 12% και 10% κατά τα έτη 1974 και 1980 αντίστοιχα και μόνο μετά το 1983, δηλαδή με την εισαγωγή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, άρχισε να εμφανίζει, πάλι, σημάδια ανάκαμψης, ενώ αποκαθίσταται στα επίπεδα του 15%, κατά τη δεκαετία του 1990. Εδώ είναι αναγκαίο να επισημάνουμε ότι μια μικρή πτώση στο ποσοστό κέρδους που παρουσιάζεται τα τελευταία χρόνια είναι, μάλλον, στο πλαίσιο των διακυμάνσεών του. Και αυτό οφείλουμε να το επισημάνουμε και φυσικά να παρακολουθούμε τα στοιχεία, ώστε να δούμε αν ισχύει κάτι τέτοιο. Διότι, άλλο πράγμα είναι οι διακυμάνσεις στο ποσοστό κέρδους και άλλο η πτώση του ποσοστού κέρδους.

Τρίτον, έχει γίνει σε εκτεταμένη κλίμακα εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στην απασχόληση, καθώς επίσης έχουν επέλθει μεγάλες αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας στο εσωτερικό των επιχειρήσεων.

Τέταρτον, η διεθνοποίηση των οικονομιών σε συνδυασμό με την ευρωπαϊκή ενοποίηση, δημιούργησε νέες μεγάλες αγορές. Το άνοιγμα της τεράστιας αγοράς της Κίνας, της Ινδίας, της Ρωσίας, της Βραζιλίας και των χωρών του πρώην λεγόμενου υπαρκτού «σοσιαλισμού», έδωσε τη δυνατότητα να αγοραστούν ή να εγκατασταθούν επιχειρήσεις, στις οποίες εργάζονται εργάτες και εργάτριες με χαμηλό εργατικό κόστος. Ήταν, λοιπόν, λογικό ότι αυτή η τεράστια αγορά, η οποία περιλαμβάνει φθηνούς, πειθήνιους και μορφωμένους εργάτες, να προσελκύσει την προσοχή των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών.

Αν συντρέχουν όλα τα παραπάνω, τότε δεν έχουμε κρίση υπερσυσσώρευσης όπου το κεφάλαιο είναι «… ανίκανο να εκμεταλλεύεται την εργασία στο βαθμό εκείνο της εκμετάλλευσης που απαιτεί η ΄΄υγιής’’, ΄΄ομαλή’’ ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού προτσές παραγωγής…», όπως έλεγε ο Μαρξ, αλλά ακριβώς το αντίθετο: την ικανότητα του κεφαλαίου να εκμεταλλεύεται την εργασία χωρίς προσκόμματα.

Επιπροσθέτως, αν δεχθούμε τις μαρξιστικές ερμηνείες της καπιταλιστικής κρίσης, οι οποίες θεωρούν ότι το ποσοστό κέρδους είναι άμεσα συνδεδεμένο με την τεχνολογική πρόοδο και την συσσώρευση κεφαλαίου, τότε συμπεραίνουμε ότι η είσοδος των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή, η αύξηση της παραγωγικότητας και ιδιαίτερα η αποκατάσταση του ποσοστού κέρδους σε υψηλά επίπεδα είναι βασικοί όροι για να πούμε ότι η τωρινή κρίση δεν είναι κρίση υπερσυσσώρευσης.

Παρ’ όλ’ αυτά, μόνο ένα ενδεχόμενο υπάρχει για ξέσπασμα δομικής κρίσης: να μην μπορούν οι κυβερνήσεις να ελέγξουν τα προβλήματα στον χρηματοπιστωτικό τομέα, σε συνδυασμό με την άνοδο των τιμών των πρώτων υλών και με την άνοδο των κοινωνικών αγώνων. Ιδιαίτερα για το τελευταίο σημείο και λαμβάνοντας υπόψη τους υπάρχοντες συσχετισμούς δύναμης, κατά πως φαίνεται, το καπιταλιστικό σύστημα δεν διατρέχει, ακόμη, κίνδυνο. Αντιθέτως, αυτό το οποίο έχουμε, δεν είναι κρίση του συστήματος, εφόσον δεν συντρέχουν λόγοι απειλής του από την εργατική τάξη, αλλά κρίση της εργασίας, με την έννοια ότι υπάρχει ακόμη ανεργία, χαμηλοί μισθοί, φτώχεια, κλπ.

Επομένως, η αναγνώριση της υπάρχουσας κατάστασης της εργατικής τάξης είναι η αναγκαία αφετηρία για την αντιμετώπιση της πραγματικότητας και για τους όρους υπέρβασής της. Δηλαδή, να αναγνωρίσουμε ότι δεν έχει αλλάξει, ακόμη, η συγκυρία στην ταξική πάλη, πως δεν έχει διαμορφωθεί μια νέα εργασιακή ηθική και πως τα νέα στρώματα της εργατικής τάξης δεν έχουν αποκτήσει συνείδηση του ρόλου και του έργου τους.

Κατά συνέπεια, ως Αριστερά, έχουμε αρκετό δρόμο να διανύσουμε, ώστε να βρούμε τους τρόπους έκφρασης, οργάνωσης και εκπροσώπησης μιας νέας κοινωνικής συμμαχίας.

* Το εν λόγω κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η Εποχή, στο ένθετο «εντός εποχής», στις 7/12/2008.

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008

Revolt

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπολου

«Η πολιτεία αγανακτεί διότι υπάρχουν μερικά ζωντανά της κύτταρα που αντιδρούν άτεχνα, ανοργάνωτα, ίσως μ’ αφέλεια, σ’ όλην αυτή την οργανωμένη κρατική ασχήμια, αντί να βλογάμε τον Θεό που βρίσκονται ακόμα μερικοί που δεν συνήθισαν στην «παρουσία του τέρατος»...Κορίτσια κι αγόρια με γυαλιά, έτσι καθώς κοιτάτε με απορία κι αγανάκτηση για ότι συμβαίνει γύρω σας, είμαι μαζί σας. Και σας αγαπώ».

Λόγια του Χατζιδάκη, γραμμένα για τα παιδιά «των Εξαρχείων». Τα θυμηθήκαμε τις προάλλες, ακούγοντας τον αρχηγό του ελληνικού νεοφιλευθερισμού, πρώην Υπουργό της ΝΔ και βουλευτή του ΠΑΣΟΚ Στέφανο Μάνο να ζητάει χρήση στρατού για την επιβολή της τάξης. Θα την υποστηρίξουμε την πρόταση υπό έναν όρο μόνο, να μας πει ο κ. Μάνος πόσων φίλων του παιδιά έχουνε πάει στρατό και που ακριβώς υπηρέτησαν. Το γελοίο συναγωνίζεται επάξια το τραγικό σε μια Ελλάδα που θάβγαζε πολύ γέλιο, αν δεν ήταν για κλάματα. Μια Ελλάδα π.χ. που δεν τολμάει να εμφανίσει τις πανάκριβες φρεγάτες της στην Πάφο ή το Καστελλόριζο, τις στέλνει όμως στη ... Σομαλία να κυνηγήσουν πειρατές! Όπου οι «αρχιερείς» του «αντικρατισμού» δεν ζητάνε μόνο κρατική παρέμβαση στην οικονομία, αλλά και τον Στρατό στους δρόμους, ανταπαρατάσσοντας την υπευθυνότητα των οπαδών του Στάλιν στους «αριστεριστές» του ΣΥΡΙΖΑ! Πολύ προτού το Χάος εγκατασταθεί στους δρόμους των πόλεων μας, κατέκλυσε τα κεφάλια μας και ότι περιέχουν...

Αυτό που (θάπρεπε) να βλέπουμε μπροστά στα (ερμητικά κλειστά) μάτια μας, είναι αναμφισβήτητα μια από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις της ελληνικής νεολαίας μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι πιο εκτεταμένη και ενδεχομένως πιο «οργισμένη» από την, πολύ διαφορετική κατά τα άλλα, εξέγερση του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του 1973. Το μίσος, η οργή της νεολαίας κατά του κράτους, του «συστήματος», των κοινωνικών «ηγεσιών», χτύπησε «κρεσέντο», τροφοδοτημένη από πλήρη ηθική χρεωκοπία και «απονομιμοποίηση» όλων των «ελίτ», και παντελή απουσία «κανονικών», «ειρηνικών» τρόπων αποτελεσματικής διεκδίκησης. Η κατάσταση πλησίασε, την Κυριακή και τη Δευτέρα, κοντά στο σημείο «κενού εξουσίας». Η κοινωνία, ιδίως τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, πέραν Κολωνακίου και Εκάλης, την κατανοεί και την υποστηρίζει, παρά την εύλογη αποδοκιμασία των βίαιων μορφών που προσέλαβε.

Η εξέγερση είναι ένα ακόμα «σύμπτωμα» βαθιάς, πολύπλευρης, «καθεστωτικής» κρίσης που πλήττει τον ελληνικό χώρο (Ελλάδα-Κύπρο), της οποίας ζούμε μόνο την αρχή και δεν έχει ορατή διέξοδο, ούτε καν περίγραμμα ιδεών πιθανής διεξόδου. Την καλύτερη απόδειξη ότι βρισκόμαστε μπροστά σε τέτοια κρίση κι όχι συγκυριακό φαινόμενο, την προσφέρει ο τρόμος που κατέλαβε την ηγεσία του ΚΚΕ, αλάνθαστο πάντα «βαρόμετρο», όπως ξέρουμε από την Ιστορία, σε τέτοιες κρίσεις (‘Αρης 1943-45, «προβοκάτορες στο Πολυτεχνείο» 1973-74, κυβέρνηση με ΝΔ 1989).

Δεν θα φάμε τον χρόνο του αναγνώστη συζητώντας ανοησίες, όπως αν πρέπει να καταστρέφονται μαγαζιά. Η εξέγερση είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας μας, του κράτους μας, της ηγεσίας μας, ημών των ιδίων. Δεν υπάρχει πιο μεγάλη γελοιότητα από ένα κράτος που επιτρέπει σε αστυνομικούς να μετατρέπονται σε ατιμώρητους δολοφόνους πιτσιρικάδων και έχει εξουδετερώσει κάθε άλλο μηχανισμό απονομής έστω δικαιοσύνης ή αποτελεσματικής διεκδίκησης, αλλά θέλει μετά να τους «νουθετήσει», ότι δεν είναι σωστό να σπάμε βιτρίνες και να βάζουμε φωτιές. Καλώς είπε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ότι είναι βαρύ το πλήγμα στο κράτος δικαίου. Μόνο που δεν υπάρχει τέτοιο κράτος για να πληγεί. Πρόεδρο ίσως έχουμε, που είναι όμως η Δημοκρατία και η Δικαιοσύνη; Θα την ήξεραν, αν υπήρχε, οι συγγενείς των εργατών της Ρικομέξ και των ναυαγών του Σαμίνα.

Αγανάκτηση στα κανάλια. Σαράντα μετανάστες κάνανε πλιάτσικο στον Κωτσόβολο. Αυτοί τουλάχιστο έχουνε ανάγκη. Οι Υπουργοί, δημοσιογράφοι, δικηγόροι-φίρμες του υποκόσμου, προστάτες νυχτερινών κέντρων-θαμώνες «τηλεπαράθυρων», οι Πρυτάνεις-κλέφτες, οι δεσποτάδες-απατεώνες, οι ιδιοκτήτες των θηριωδών τζιπ που «αγκομαχάνε» στα κολωνακιώτικα «σοκάκια», αυτοί που παρελαύνουν χρόνια στις τηλεοράσεις μας, πρωταγωνιστώντας σε μια κοινωνία απόλυτης σήψης και παρακμής, τι ανάγκη έχουνε, γιατί κλέβουν; Το κράτος και οι «ταγοί» της κοινωνίας κατέρρευσαν ηθικά πολύ προτού γίνουν οι «κουκουλοφόροι» είδωλο μιας όλο και διευρυνόμενης μερίδας της νεολαίας.

Μα είναι, λέει, το κίνημα μηδενιστικό, βίαιο, αδιέξοδο, τυφλή βία. Αλήθεια όλα αυτά. Το κίνημα είναι προϊόν της ίδιας κοινωνίας που έβγαλε τον Βουλγαράκη και τον Εφραίμ, τα λαμόγια της Σοφοκλέους και τους προστάτες των Ζωνιανών. Θα είμαστε δηλαδή περισσότερο ικανοποιημένοι, αν οι πιτσιρικάδες, αντί να καίνε τράπεζες, ακολουθούσαν το κυρίαρχο κοινωνικό πρότυπο του λαμόγιου ή της πουτάνας που εμπέμπει η τηλεόραση και η ιθύνουσα τάξη μας; ‘Η περιμέναμε να βγουν στους δρόμους έτοιμοι, όπως η Αθηνά από το κεφάλι του Δία, με πλήρες πολιτικο-ιδεολογικό πρόγραμμα και ενσυνείδητη πειθαρχία, σε μια κοινωνία της οποίας τόσοι πανεπιστημιακοί ασχολούνται «να τα πιάνουν», αντί νάναι πνευματική ηγεσια της κοινωνίας; Είδατε καμμιά σοβαρή συζήτηση για οποιοδήποτε πρόβλημα της χώρας; Ακούσατε καμμιά ιδέα, πρόταση, συζήτηση βρε αδερφέ, για φοροδιαφυγή, παραοικονομία, διαφθορά ενός απέραντου «λαμογιστάν-εργολαβιστάν-ρουσφετιστάν», που διαιωνίζει την κυριαρχία του πίσω από διάφορους ιδεολογικούς μανδύες; Συζήτησε κανείς σοβαρά για εξωτερική πολιτική, μετανάστευση, απονομή δικαιοσύνης ή την εγκληματικά ιδιοτελή άσκηση ιατρικής; Διακρίνατε τίποτα στην ακατάσχετη λογοδιάρροια κουφών πολιτικών; Στον κόσμο τους, μοιάζουν να παλεύουν πάνω στην κρούστα μιας παγωμένης λίμνης που ετοιμάζεται να τους καταπιεί, κι εμάς μαζί τους.

Βρίσκω μάλλον διασκεδαστικό το μίσος κατά του Αλαβάνου. ‘Εχω χρόνια να ακούσω τόσο οργισμένους πολιτικούς εναντίον συναδέλφου τους. Τι δηλώσεις νομιμοφροσύνης του ζητάνε, τι μαθήματα αριστερωσύνης είναι πρόθυμοι να του δώσουν. Συντηρητικότατοι κατά τα άλλα άνθρωποι τον καλούν να παραδειγματισθεί από τη στάση του ΚΚΕ, κόμματος που δηλώνει οπαδός του «μαρξισμού-λενινισμού» και της «δικτατορίας του προλεταριάτου»! Θα σταματήσουν άραγε οι ταραχές, αν προστεθεί κι ο Αλαβάνος στον χορό των «αγανακτισμένων»; ‘Η μήπως θα επιταχύνει απλώς κι αυτός, έστω λίγο, τον ορατό πλέον κίνδυνο να ανοίξουν οι ασκοί του Αιόλου, να σπρώξει κι αυτός ένα κομμάτι της νεολαίας σε πολύ επκίνδυνες γα την ίδια και για τη χώρα ατραπούς, μια βέβαιη μεσοπρόθεσμη προοπτική, αν παγιωθεί το απόλυτο χάσμα «επίσημης κοινωνίας» και μερίδας της νεολαίας. Για να σταματήσει η «επέλαση» των «κουκουλοφόρων» και των «μη ιδεών» τους, θάπρεπε νάχει άλλους «ήρωες» η νεολαία και θάπρεπε να υπάρχουν ιδέες για την ριζική αναμόρφωση αυτής εδώ της κοινωνίας. ‘Οχι μόνο δεν υπάρχουν, ούτε τη κουβέντα δεν θέλουμε να ανοίξουμε.

Σοβαρότατους κινδύνους για την Κύπρο και την Ελλάδα εγκυμονεί η εξελισσόμενη διαπραγμάτευση για το κυπριακό, σε συνδυασμό με την πολιτική συγκυρία στη


Του Δημήτρη Κωνσταντακόποιυλου


Ο κ. Ερντογάν έχει καταφέρει, στην πραγματικότητα δηλαδή η δική μας πολιτική έχει καταφέρει, να φέρει την ‘Αγκυρα σε μια κατάσταση win-win, όπου δηλαδή ότι και να κάνει θα κερδίσει:

- είτε να συνεχίσει τη σκληρή στάση, κρατώντας μια λύση του κυπριακού όμηρο της ευρωπαϊκής προοπτικής της και αφήνοντας τον χρόνο να δουλεύει υπέρ της παγίωσης των τετελεσμένων, καταγράφοντας τις άνευ ανταλλάγματος υποχωρήσεις Χριστόφια και μην καταβάλλοντας διεθνές ποιλιτικό και διπλωματικό κόστος για τη στάση της
- είτε να αποδεχθεί μια παραλλαγμένη μορφή του σχεδίου Ανάν, ουσιαστικής διάλυσης δηλαδή του κυπριακού κράτους, που θα εμφανίσει μάλιστα διεθνώς ως δική της παραχώρηση. Με μια τέτοια ρύθμιση όχι μόνο θα ανοίξει πανηγυρικά τον δρόμο για πλήρη ένταξή της στην ΕΕ, αλλά και θα αποκτήσει, ήδη από τώρα, πολλά δικαιώματα επιρροής εντός της ‘Ενωσης δια της «τεθλασμένης» (της θεσμοποιημένης επιρροής της δηλαδή στην ψήφο της νέας Κύπρου μέσα στην ΕΕ, αλλά και της ανάγκης Αθήνας και Βρυξελλών να παρακαλάνε συνέχεια την ‘Αγκυρα να είναι «καλή», μην τους προκύψει ξαφνικά καμμιά Βοσνία εντός ΕΕ)

Αν η ‘Αγκυρα αποφασίσει το πρώτο σενάριο τότε θα συνεχίσει τη σκληρή στάση, πόσο μάλλον που η στάση του Δημήτρη Χριστόφια, να κάνει μείζονες παραχωρήσεις χωρίς ανταλλάγματα (π.χ. εκ περιτροπής προεδρία, διατήρηση βρετανικών βάσεων, παραμονή 50.000 εποίκων και Κύριος Οίδε τι άλλο στην τράπεζα διαπραγματεύσεων που γίνονται εν αγνοία του κυπριακού πληθυσμού, των πολιτών δηλαδή ποιυ θα ζήσουν στο μελλοντικό κράτος!) στην πραγματικότητα δημιουργεί κίνητρο σε Τουρκοκύπριους και Τουρκία να σκληραίνουν τη στάση τους, όπως ήδη έπραξαν μετά την εκλογή του Κυπρίου Προέδρου! Αυτό θα έκανε άλλωστε και κάθε κράτος που σέβεται τον εαυτό του. Αν τελικά ο Ερντογάν αποφασίσει το δεύτερο, όπως είναι αρκετά πιθανό, τότε θα κάνει μια-δύο χειρονομίες συμβολικού κυρίως χαρακτήρα, αποσύροντας π.χ. πέντε χιλιάδες στρατιώτες ή επιστρέφοντας τη μισή Αμμόχωστο, και θα πάρει ότι άλλο θέλει από τους Ελληνοκυπρίους.

Πόσο μάλλον που, η συντριπτική πλειοψηφία του ελλαδικού και κυπριακού πολιτικού, εκδοτικού και οικονομικού κατεστημένου επιθυμεί διακαώς μια λύση τύπου Ανάν, όπως το απέδειξε πέραν αμφιβολίας της το 2004. Εξάλλου, το σχέδιο Ανάν δεν είναι προιϊόν του ΟΗΕ, προϊόν διαπαραγμάτευσης Παπανδρέου-Τζεμ, υπό την επίβλεψη Σημίτη και Κληρίδη-Ντενκτάς υπήρξε! Μια ενδεχόμενη κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα θα απομακρύνει από την εξουσία τον σημερινό Πρωθυπουργό, έναν πολιτικό που ήταν ο πιο επιφυλακτικός για το σχέδιο Ανάν το 2004, οδηγώντας πιθανώς σε πρωταγωνιστικούς ρόλους τον Γιώργο Παπανδρέου και την Ντόρα Μπακογιάννη, αρχιτέκτονα και φανατική θιασώτη αντίστοιχα του περιβόιητου σχεδίου. Οι οποίοι ουδέποτε απεκήρυξαν, ειρήσθω, τις ιδέες που είχαν τότε. Δεν σημαίνει ότι το παρελθόν είναι αναγκαστικός οδηγός για το μέλλον και ίσως οι δύο αυτοί πολιτικοί έχουν βγάλει κάποιο συμπέρασμα από το δημοψήφισμα του 2004. Ελπίζουμε ότι είναι έτσι, αλλά αν έχουν βγάλει κάποιο συμπέρασμα δεν το είπαν σε κανέναν.

Αν αυτές είναι οι πολιτικές συνθήκες στην «κορυφή», αντίστοιχες είναι και στη «βάση». Κύπριοι και Ελλαδίτες ‘Ελληνες δεν καταλαβαίνουν καν τι συζητιέται, σε κατάσταση πλήρους σύγχυσης ευρισκόμενοι με τις διάφορες γελοίες αγγλικές εφευρέσεις-παγίδες τύπου «πολιτικής ισότητας», «διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας», «αποστρατιωτικοποιημένης Κύπρου» και δεν συμμαζεύεται. Η συζήτηση για το κυπριακό έχει εμπλακεί σε έναν απέραντο βυζαντινισμό και νομικισμό χωρίς περιεχόμενο, που έχει κάνει τους φυσιολογικούς ανθρώπους να τη σιχαθούν. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 80% των Ελληνοκυπρίων δηλώνει στις δημοσκοπήσεις ότι δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει ο όρος «διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα», δεν καταλαβαίνει δηλαδή τι σημαίνει η επίσημη, εθνική επιδίωξη τριών δεκαετιών Κύπρου και Ελλάδας. Στις συνθήκες που δημιουργήθηκαν οι μισοί Κύπριοι δεν δίνουν σημασία στις διαπραγματεύσεις γιατί δεν πιστεύουν ότι θα λυθεί το κυπριακό και οι υπόλοιποι γιατί δεν καταλαβαίνουν το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης, κατάσταση που επίσης ενισχύει την τάση επαναφοράς του σχεδίου Ανάν.

Το ΑΚΕΛ είχε εξαγγείλλει καμπάνια για να εξηγήσει στον πληθυσμό τι είναι αυτή η ομοσπονδία, την οποία ποτέ δεν πραγματοποίησε, προφανώς γιατί θα κινδύνευαν να τους πάρουν με τις πέτρες και τα ίδια τα μέλη του αν όντως τους εξηγούσαν τι εννοούν. Το βασικό, πρωταρχικό ερώτημα κάθε κράτους και κάθε συντάγματος είναι ποιός ασκεί νόμιμη εξουσία, ποιός κάνει κουμάντο. Σε αυτό προσπαθούν να αποφύγουν, όπως ο διάβολος το λιβάνι, την απάντηση Κύπριοι και Ελλαδίτες πολιτικοί, γιατί γνωρίζουν ότι δεν θα είναι η πλειοψηφία του πληθυσμού (φυσικά οι μειονότητες έχουν δικαιώματα, αλλά δεν είναι δυνατό το δικαίωμα της μειονότητας να καταργεί το δικαίωμα της πλειονότητας, όπως συνέβαινε στο σχέδιο Ανάν, που εξίσωνε το 20% με το 80% του πληθυσμού και εν συνεχεία ανέθετε σε ξένους αξιωματούχους τη διοίκηση του νησιού!). Η άποψη επίσης ότι η Κύπρος πρέπει να είναι το μόνο κράτος στον κόσμο χωρίς στρατό, χωρίς δικαίωμα αυτοάμυνας και χωρίς όπλα, που είναι επίσης η επίσημη θέση όλης σχεδόν της κυπριακής και ελλαδικής πολιτικής εξουσίας είναι ομοίως αστεία, προερχόμενη μάλιστα από ένα κράτος που βρίσκεται στην Αν.Μεσόγειο, έχει υποστεί εισβολή και τελεί υπό μερική στρατιωτική κατοχή. Πολύ περισσότερο προερχόμενη από ένα κόμμα που ισχυρίζεται ότι έφτασε η ώρα της συμφιλίωσης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Αν θέλουν όντως αυτές οι δύο κοινότητες να ζήσουν μαζί, να συναποτελέσουν ένα κράτος, γιατί δεν θέλουν και κοινό στρατό, που είναι και ένα μεγάλο «σχολείο» συμβίωσης? Τι σημαίνει η «μία κυριαρχία», διαπραγματευτικό λάβαρο του κ. Χριστόφια, όταν θα απαγορευθεί η ύπαρξη του κύριου μέσου αυτής της κυριαρχίας, του στρατού?

Οι Αγγλοαμερικανοί έχουν αναγορεύσει, για διάφορους λόγους, την τουρκική ένταξη στην ΕΕ κεντρική τους επιδίωξη. Πρέπει να βγάλουν το κυπριακό από τη «μέση». Θα επιχειρήσουν να στριμώξουν τον Δημήτρη Χριστόφια, κάνοντάς του και μερικές παραχωρήσεις για το θεαθήναι ώστε να υπογράψει ένα σχέδιο παραπλήσιο του Ανάν. Οι Ελληνοκύπριοι θα βρεθούν μετά στο τραγικό δίλημμα να αποδεχθούν μια λύση που δεν θέλουν ή να τα ξαναβάλουν με τα δύο μεγαλύτερα κόμματά τους, την Ελλάδα, την Ευρώπη και την Αμερική. Λονδίνο, Ουάσιγκτον και οι φίλοι τους στην Αθήνα και τη Λευκωσία υπολογίζουν ότι δεν θα έχουν τα κότσια να το κάνουν.

Ο γράφων δεν είναι αντίθετος με τιθς υποχωρήσεις και τους συμβιβασμούς. Πιστεύει όμως ακράδαντα ότι αν, στο τέλος της διαπραγμάτευσης, δεν μείνει κράτος στους ‘Ελληνες της Κύπρου, όπως παρολίγον να συμβεί το 2004 με το σχέδιο Ανάν, το νησί θα μπει αναπόφευκτα στον δρόμο της «Ιμβροποίησης» και «Τενεδοποίησης». Αλλά η Κύπρος είναι πολύ μεγάλη για να γίνει στην πραγματικότητα ‘Ιμβρος ή Τένεδος. ‘Ενα τέτοιο «κλείσιμο» του κυπριακού, μπορεί να αποδειχθεί χειρότερο από το «κλείσιμο» του 1960, παρασύροντας την Ελλάδα και την Τουρκία σε πολύ επικίνδυνες περιπέτειες. (Ειρήσθω εν παρόδω, θα είναι και η τελική καταστροφή της κυπριακής και ελλαδικής αριστεράς, αν συγκατατεθεί σε μια τέτοια λύση. Αν δηλαδή ο Δημήτρης Χριστόφιας αναδειχθεί σε Κύπριο Γκοιρμπατσώφ, που νομίζει ότι μπαίνει στην ιστορία λύνοντας το κυπριακό και διαλύοντας στην πραγματικότητα το κράτος του, στα πλαίσια ενός ανιστόρητου συμβιβασμού με την Αυτοκρατορία, ανάλογου εκείνου που έκαναν οι σύντροφοι και καθοδηγητές του του ΚΚΣΕ).

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΛΛΗΝΟΡΩΣΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΠΡΙΟΣΕΓΓΙΣΗ

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου (*)


Κυρίες και Κύριοι, αγαπητοί φίλοι,

Ευχαριστώ πολύ τους οργανωτές για την πρόσκλησή τους να μιλήσω σε αυτό το Φόρουμ και τους συγχαίρω για την πρωτοβουλία τους, μια πρωτοβουλία που, τολμώ να πω, μάλλον άργησε πολύ στην πραγματικότητα. Το δυναμικό των ελληνορωσικών σχέσεων είναι τεράστιο, δυστυχώς όμως, σπάνια στην ιστορία μας, υλοποιήθηκε. Κάλλιο αργά βέβαια παρά ποτέ, λέει ο λαός μας.

Ο τέως Υπουργός Εξωτερικών, ο Πέτρος Μολυβιάτης μου διηγήθηκε μια μέρα τη συζήτηση που είχε με τον πρώην σοβιετικό Πρόεδρο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, καθώς τον συνόδευε στο αεροδρόμιο, μετά από μια επίσκεψή του στην Αθήνα. Ο Γκορμπατσώφ εξέφρασε την ικανοποίησή του για τη συνομιλία με τον Καραμανλή και την προθυμία του να κάνει κάτι για την Ελλάδα. Αυτό που μπορείτε να κάνετε για την Ελλάδα, αλλά και για τον κόσμο όλο, του απάντησε ο Μολυβιάτης, είναι να ξαναγίνετε μεγάλη δύναμη. Ακούγοντας τον ο Μιχαήλ Σεργκέγιεβιτς, συγκινημένος, έσκυψε και τον φίλησε.

Γιατί ένας συντηρητικός ‘Ελληνας διπλωμάτης και πολιτικός να επιθυμεί τόσο πολύ μια ισχυρή Ρωσία; Γιατί ένας Μακάριος, που ξεκίνησε με πολύ φιλοαμερικανικές και συντηρητικές ιδέες την πολιτική του διαδρομή, στέλνει το 1964 τον Βάσσο Λυσσαρίδη να συναντήσει στο Σότσι τον Νικήτα Χρουστσώφ, για να ζητήσει τη συνδρομή των Σοβιετικών προς την απειλούμενη Κύπρο; Κι όταν ο Βάσσος Λυσσαρίδης ρώτησε τον Χρουστσώφ, αν θα βοηθήσει την Κυπριακή Δημοκρατία απέναντι στις ήδη εκδηλούμενες απειλές της Τουρκίας, ο Γενικός Γραμματέας τούδειξε τις εληές που τρώγανε και τούπε «είναι από τη χώρα σου». Κυπριακές είναι; ρώτησε ο Λυσσαρίδης. ‘Οχι ελληνικές, του απάντησε ο σοβιετικός ηγέτης, προτού του πει ότι η χώρα του δεν θα επιτρέψει στην Τουρκία να υλοποιήσει τις απειλές της. Το αποτέλεσμα της συνομιλίας ήταν η σοβιετική προειδοποίηση προς την Ουάσιγκτον και η επιστολή Τζόνσον στον Ινονού που ακολούθησε αποτρέποντας, τότε, την τουρκική επέμβαση.

Η στάση του Μολυβιάτη ή του Μακάριου δεν είναι μια παράξενη εξαίρεση. Ακόμα και στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου, τη στιγμή που δύο πάνοπλοι συνασπισμοί απειλούσαν να αφανίσουν ο ένας τον άλλο και η Ευρώπη είχε χωριστεί από μια αδυσώπητη σύγκρουση ιδεών και αξιών, που όμοιά της ίσως δεν γνώρισε ποτέ μετά τους θρησκευτικούς πολέμους, και πάλι ο ελληνικός και ο ρωσικός χώρος έμοιαζαν να θέλουν να συντηρήσουν αυτή την ιδιαίτερη δική τους σχέση, να την προστατεύσουν όσο γινόταν από τις τιτανομαχίες στις οποίες είχαν εμπλακεί, σε ένα μακρότερο θάλεγα επίπεδο ιστορικού χρόνου. Αν για τους ‘Ελληνες αριστερούς, ήταν φυσική η συμπάθεια προς τη σοβιετική Ρωσία, δεν είναι όμως καταρχήν τόσο εύκολα κατανοητή η ίδια συμπάθεια, προερχόμενη από την σφόδρα αντικομμουνιστική και έντονα φιλοαμερικανική συντηρητική παράταξη της χώρας.

Τι είναι άραγε αυτό που συνδέει τους ‘Ελληνες με τους Ρώσους τόσο μοναδικά ιδιαίτερο, ακόμα κι όταν το κοινωνικό καθεστώς και η διεθνής ένταξη των δύο χωρών βρέθηκαν στους αντίποδες; Γιατί η πολιτική φιλίας με τη Ρωσία είναι, διαχρονικά και ανεξάρτητα συχνά παρατάξεων, τόσο δημοφιλής στον ελληνικό λαό, συχνά και στην ηγεσία του; Στο κάτω κάτω, δεν λείπουν και οι διαφορές ανάμεσα στις δύο χώρες. Οι ‘Ελληνες διακρινόμαστε για τον έξαλλο και αυτοκαταστροφικό, έστω κι αν καμμιά φορά μπορεί να γίνει και τόσο γοητευτικός, ατομικισμό μας. Οι Ρώσοι είναι ο πιο συλλογικός λαός της Ευρώπης, έστω κι αν η συλλογικότητα αυτή πήρε ενίοτε πολύ δεσποτικές μορφές και έγινε βραχνάς στην εξέλιξη της ίδιας της Ρωσίας και όλης της Ευρώπης. Και οι ‘Ελληνες και οι Ρώσοι είναι λαοί πολύ δύσκολοι να κυβερνηθούν, η σχέση του ‘Ελληνα όμως και η σχέση του Ρώσου με την εξουσία είναι πολύ διαφορετικές.

Αλλά τι εξηγεί άραγε και τον τρόμο, την απέχθεια, που τόσο φανερά προκαλεί οποιαδήποτε ελληνορωσική προσέγγιση, τόσο φυσιολογική μεταξύ δύο ομοδόξων και ιστορικά συνδεόμενων εθνών, στις δύο Αυτοκρατορίες που διαφέντεψαν τον κόσμο μας τους τελευταίους αιώνες, την αγγλική και την αμερικάνικη; Ποιόν κίνδυνο για την δική τους εξουσία τους μοιάζουν να αναγνωρίζουν διαχρονικά σε οποιαδήποτε στενότερη σχέση Ελλάδας και Ρωσίας; Μια ανεξάρτητη Ελλάδα είναι παραλογισμός. Η Ελλάδα μπορεί να είναι είτε αγγλική, είτε ρωσική κι αφού δεν πρέπει να είναι ρωσική θα είναι οπωσδήποτε αγγλική υποστηρίζει στα μέσα του 19ου αιώνα ο Sir Edmund Layons, Βρετανός Πρέσβης στην Αθήνα. Ενάμισυ αιώνα αργότερα, ο θεωρητικός της σύγκρουσης των πολιτισμών Σάμιουελ Χάντιγκτον κατηγοριοποιεί, από κοινού και με ελάχιστα συγκαλυμμένη εχθρική διάθεση, στον «ορθόδοξο κόσμο» Ελλάδα και Ρωσία και ο Μάθιου Μπράιζα από το Στέιτ Ντηπάρτμεντ, μας εξηγεί γιατί δεν πρέπει να θέλουμε και να χρειαζόμαστε ελληνορωσικούς αγωγούς αερίου και πετρελαίου.

Μερικοί θα αποδώσουν τον βαθύ, επίμονο ελληνορωσικό «έρωτα» στο διάβα των αιώνων, στον ρόλο της θρησκείας. Είναι σωστό, αλλά μόνο εν μέρει. Και πάντως σήμερα, κατά τη δικιά μου τουλάχιστον άποψη, ξέρω ότι αρκετοί μπορεί να διαφωνήσετε, η θρησκεία δεν παίζει στην πραγματικότητα καθοριστικό ρόλο, ούτε στην ρωσική μετασοβιετική κοινωνία, ούτε στην Ελλάδα. Οπωσδήποτε δεν παίζει τον ρόλο που παίζει αίφνης ο καθολικισμός σε χώρες όπως η Πολωνία, η Ισπανία, η Ιρλανδία, για να μη μιλήσουμε για το Ισλάμ. Ακόμα κι όταν σημειώνεται μια ενδυνάμωση του ρόλου της, αυτή η ενδυνάμωση έχει μάλλον να κάνει με τον ρόλο της ως πολιτικού δόγματος, «μεταβατικής» πολιτικο-ιδεολογικής άμυνας απέναντι στην «παγκοσμιοποίηση», σε ένα διεθνές περιβάλλον ήττας του «σοσιαλισμού» και αποδοκιμασίας του «εθνικισμού», παρά με μια πραγματική εμβάθυνση του θρησκευτικού συναισθήματος ή του ρόλου του στην κοινωνική οργάνωση.

Δεν θέλω με αυτά να υποτιμήσω τον ρόλο της κοινής θρησκευτικής πίστης στην εμφάνιση της ελληνορωσικής φιλίας και στη μεγάλη σημασία που και σήμερα μπορεί να έχει ως παράγων προσέγγισης των δύο εθνών. Αν όμως είναι ένα από τα αίτια της προσέγγισης, στην πραγματικότητα, η κοινή θρησκευτική επιλογή είναι ομοίως και αντανάκλαση μιας βαθύτερης κοινότητας, παρά τις πολλές εξωτερικές διαφορές, βιωμάτων και εμπειρών που αποκόμισαν ‘Ελληνες και Ρώσοι στην ιστορική τους πορεία και του τρόπου που συνακόλουθα αντιμετωπίζουν τον κόσμο. Μια θρησκευτική επιλογή δεν είναι μόνο μια επιλογή ηθική, φιλοσοφική ή μεταφυσική. Και πάντως, για τους ηγεμόνες του Κιέβου ήταν ασφαλώς επιλογή πολιτικού, τουλάχιστο όσο και θρησκευτικού δόγματος. Ιστορικά άλλωστε, μια επιλογή θρησκευτικού δόγματος συχνά στην ιστορία ανταποκρίθηκε και εξέφρασε έναν ορισμένο τύπο κοινωνικής εξέλιξης και γεωπολιτικής θέσης.

‘Ελληνες και Ρώσοι μπήκαμε με καθυστέρηση στη νεώτερη εποχή. Αμφότεροι αντιμετωπίσαμε φοβερές απειλές από την Ανατολή, απειλές που συχνά εμπόδισαν και «παραμόρφωσαν» την κοινωνική και πολιτική μας εξέλιξη. Ακόμα και σήμερα διακρίνει κανείς στους δύο λαούς και τα δύο κράτη τα κατάλοιπα μακραίωνων περιόδων δουλείας που χρειάστηκε να υποστουν ‘Ελληνες και Ρώσοι, όπως διακρίνει κανείς επίσης, σε προνομιακές ιστορικές στιγμές, μια μεγάλη φιλοδοξία και μια πίστη στον ειδικό μας ρόλο. Πίστη που στηρίζει και τροφοδοτεί, όταν τουλάχιστο ξέρουμε να την κρατάμε σε κάποιο εύλογο μέτρο, εκτός από την ανάμνηση του κατ’ εμέ, αν μου επιτρέπετε αυτή την καυχησιά, λαμπρότερου πολιτισμού της ανθρώπινης ιστορίας, του πολιτισμού των Ιώνων, του Περικλή και του Πρωταγόρα, επίσης στηρίζει και τροφοδοτεί η διεκδίκηση της κληρονομιάς μιας μεγάλης Αυτοκρατορίας, που διαφέντεψε επί μία χιλιετία αυτά εδώ τα μέρη. Το Βυζάντιο, ακόμα κι όταν αποδοκιμάστηκε ή χρειάστηκε να κρυφτεί κάτω από τη λάμψη νέων δογμάτων, ερώτων ή παθών, εξακολουθεί και σήμερα να επηρεάζει σημαντικά το υπόβαθρο της κουλτούρας μας και τη μήτρα πολλών από τις συμπεριφορές μας. ‘Οταν πήγα ανταποκριτής στη Μόσχα, θυμάμαι πόση δυσκολία είχα στην αρχή να ερμηνεύσω τα τεκταινόμενα στο Πολιτικό Γραφείο, επί τη βάσει των γνώσεών μου για το κομμουνιστικό κίνημα. Ευτυχώς, αξιόλογοι Ρώσοι φίλοι που κατάλαβαν τη δυσκολία μου, με έστειλαν σύντομα να διαβάσω βυζαντινή ιστορία.

‘Οσο φοβερές κι αν ήταν όμως για τα έθνη μας οι απειλές από την Ανατολή, πολύ πιο περίπλοκες ήταν οι προκλήσεις που έθεσε στις κοινωνίες μας η Δύση, μια Δύση που ήταν μεγάλος δάσκαλος και ακόμα πιο επίφοβος εχθρός, όπως σημειώνει στην εισαγωγή της μνημειώδους Ιστορίας του της Ρωσικής Επανάστασης ο Λέων Τρότσκι. Μήπως δεν ήταν οι δυτικοί Σταυροφόροι που λεηλάτησαν την Κωνσταντινούπολη, πεντακόσια χρόνια ήδη πριν από την απόιβαση του Κολόμβου στην αμερικάνικη ήπειρο; Δύο φορές τους τελευταίους δύο αιώνες οι στρατιές του Ναπολέοντα και του Χίτλερ παρολίγον να γονατίσουν τη Ρωσία, ενώ ακόμα πιο επίφοβη κι από τις στρατιές αυτές απεδείχθη στις μέρες μας η δύναμη των εμπορευμάτων, των ιδεών και του παραδείγματος του δυτικού, ιδίως αμερικάνικου καπιταλισμού. Κρινόμενη με όλους τους αντικειμενικούς δείκτες, οικονομικούς, κοινωνικούς, δημογραφικούς, διεθνούς βάρους, η κρίση των χωρών της πρώην Σοβετικής ‘Ενωσης ξεπέρασε σε βάθος και σφοδρότητα οτιδήποτε γνωρίσαμε στις αναπτυγμένες χώρες από την αρχή της βιομηχανικής εποχής. Η Ρωσία ξεπερνάει τώρα την κρίση της και η μακρά της «ασθένεια», αν μου επιτρέπετε τον όρο, της επιτρέπει ίσως να βρει τώρα μεγαλύτερο δυναμισμό και ζωντάνια από αυτή που διέθετε στην ύστερη σοβιετική περίοδο. Ελπίζω η τόσο απαραίτητη ανάκαμψη του ρωσικού κράτους που ήδη διαπιστώνουμε να επεκταθεί και σε μια κοινωνία που τόσα υπέφερε και τόσο ματαιώθηκε στις διαδοχικές προσδοκίες της, γιατί μνακροχρόνια, αν κάτι απέδειξε η κατάρρευση του «κομμουνισμού», είναι ότι δεν μπορεί τελικά να υπάρξει ισχυρό κράτος σε μια αδύναμη κοινωνία. Ελπίζω επίσης ότι η νέα Ρωσία, που τώρα ανατέλλει, θα νοιώθει την ανάγκη νάναι πιο σοφή, πιο διαλεκτική, λιγότερο ακραία απότι στο παρελθόν, εφευρίσκοντας μια καλύτερη ισορροπία ανάμεσα στο «εγώ» και στο «εμείς», κι από αυτή που διέκρινε ιστορικά τους δεσποτισμούς της κι από αυτή που χαρακτήρισε την απόλυτη παρακμή των φιλοκαπιταλιστών «Νεορώσων», τα είκοσι τελευταία χρόνια.

Οι μακραίωνες δουλείες που υποφέραμε έκανε πιο άγριες τις εξεγέρσεις μας και η ανάγκη να ανταποκριθούμε στις δυτικές προκλήσεις μας υποχρέωσε σε μεγάλες επαναστάσεις. Δεν είχαμε την ευκαιρία του Μέσου Βασιλείου, να μείνουμε χιλιάδες χρόνια απερίσπαστοι υφαίνοντας την τέχνη του κυβερνάν, ούτε την τύχη των ιταλικών πόλεων που, συγκεντρώνοντας αυτή την πρωτοφανή πυκνότητα πνευματικής δύναμης σε συνθήκες ελευθερίας, δημιούργησαν το θαύμα της Αναγέννησης, γέννησαν τον Μακιαβέλλι κι έβαλαν τις βάσεις της νεώτερης εποχής. Η ακρότητα και η εσωτερική διάσπαση αναγκαστικά μας χαρακτήρισαν, καθιστώντας τόσο συχνά αναγκαία την προσφυγή στον αυταρχισμό, τελικό διαιτητή αντιθέσεων και επιρροών που εξέφραζαν μεν τις διαφορετικές μας ανάγκες, αλλά που δεν μπορούσαμε να συνθέσουμε.

Δεν θέλω να συζητήσω τώρα τον ρόλο της Ρωσικής Επανάστασης, που είμαι βέβαιος ότι θα απασχολεί έτσι κι αλλοιώς για αιώνες την ανθρωπότητα. Προσωπικά γέλασα πολύ διαπιστώνοντας τις προάλλες τη λύσσα και την απελπισία με την οποία οι Τάιμς, ενός Λονδίνου που μπορεί να έχασε την Αυτοκρατορία του, όχι όμως και τα χούγια της, σχολίαζαν μια απόφαση ρωσικού δικαστηρίου που χαρακτήριζε πολιτική πράξη την εκτέλεση του Τσάρου. Η αποτίμησή της Επανάστασης δεν είναι θέμα που κρίθηκε, ούτε απαντήθηκαν τα ζητήματα που η ίδια έθεσε. Από μια άποψη η Επανάσταση απομόνωσε τη Ρωσία, από μια άλλη όμως την έβαλε στο κέντρο της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ιστορίας. Το πιο φιλόδοξο κοινωνικό πείραμα της Ιστορίας απέτυχε, τουλάχιστο συγκρινόμενο με τη μεζούρα που το ίδιο έβαλε στον εαυτό του, αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο περίπλοκα τα κριτήρια της Ιστορίας. Εγώ δεν συμφωνώ με τον μηδενισμό αρκετών σπουδαίων επιτευγμάτων της σοβιετικής περιόδου, παρά το τελικό αδιέξοδο του καθεστώτος αυτού και θεωρώ πολύ μικρές τις δικές μου δυνάμεις για να αποπειραθώ με την ευκολία της άγνοιας και της βλακείας, τις τόσο εύκολες γενικεύσεις που διακρίνουν την εποχή μας, εποχή δικτατορίας όλο και πιο εφήμερων τηλεοπτικών εντυπώσεων.

‘Οσο για μας τους ‘Ελληνες, πραγματοποιήσαμε τους τελευταίους δύο αιώνες τρεις μεγάλες, διεθνούς ακτινοβολίας επαναστάσεις, έστω κι αν δεν θέλουμε πολύ να τις διεκδικήσουμε. Αναφέρομαι στην επανάσταση του 1821, αστραπή στη νύχτα της ευρωπαίκής Ιεράς Συμμαχίας και δεύτερη μεγάλη ευρωπαϊκή επανάσταση μετά τη γαλλική, στην ελληνική εθνική αντίσταση κατά του Χίτλερ, κατά την ταπεινή μου γνώμη τη σημαντικότερη, συγκριτικά με το μέγεθος της χώρας μας στην Ευρώπη, και την επανάσταση της ΕΟΚΑ κατά των ‘Αγγλων το 1955-59, πρωτοπορία του παγκόσμιου αντιαποικιακού αγώνα. Οι επαναστάσεις όμως αυτές δεν μπόρεσαν να ολοκληρωθούν κι έτσι, το σχέδιο του νεώτερου ελληνικού κράτους παρέμεινε αρκετά υποθηκευμένο.

Προσπάθησα με όσα είπα να δείξω τη συγγένεια, παρά τις μεγάλες φαινομενικές διαφορές, των ιστορικών διαδρομών και της γεωπολιτικής θέσης της Ρωσίας και της Ελλάδας, αυτό που ονομάζω κοινό «γεωπολιτικό βίωμα», αν μου επιτρέπετε αυτό τον όρο, ένα «βίωμα» που ενισχύεται και ενισχύει την κοινή θρησκευτική πίστη και διατηρεί ζωντανή την αγάπη των Ελλήνων προς τους Ρώσους. Πως όμως αυτές οι τάσεις αυτές εκδηλώνονται στη σημερινή γεωπολιτική πραγματικότητα?

Ο κόσμος μας «ιδρύθηκε» το 1989, με την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου και, αργότερα, της Σοβιετικής ‘Ενωσης. Δεν ήταν αποτέλεσμα μιας δράσης για την αναμόρφωσή του, μιας δράσης που είχε ως αρχικό της κίνητρο να κάνει τον ‘Ανθρωπο υποκείμενο της ιστορίας του, όπως ο κόσμος που προέκυψε από το 1789 και το 1917, ή ο κόσμος της «φαντασίας στην εξουσία», της γενικευμένης αυτοδιαχείρισης, που ονειρεύτηκαν οι εργάτες και φοιτητές του Παρισιού στα 1968, αλλά μάλλον το αποτέλεσμα της κατάρρευσης διαδοχικών σχεδίων ριζικής αναμόρφωσης. Οικονομικά, ο κόσμος μας συγκροτήθηκε με τον φιλελευθερισμό, τις ιδέες του Χάγιεκ και του Φρήντμαν, την πολιτική του Ρήγκαν και της Θάτσερ, την κυριαρχία δηλαδή της αγοράς επί των κοινωνιών και των κρατών, των Αγγλοαμερικανών και Ισραηλινών επί των υπολοίπων. Πολιτικά, ο Φουκουγιάμα, ο Χάντιγκτον, ο Μπρεζίνσκι διαφέρουν κατά τη διάγνωση, όχι όμως κατά την επιδίωξη, που δεν είναι άλλη από έναν νέο αμερικανικό αιώνα – ορισμένοι τον ονομάζουν αμερικανοεβραϊκό. ‘Ηδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι εκθέσεις Τζερεμάια και Βούλφοβιτς για την αναθεώρηση της αμερικανικής στρατηγικής, αναφέρουν ως πρώτο στόχο πολιτικής την αποτροπή ανάδειξης αντίπαλου δέους στην αμερικανική μονοκρατορία. Πρέπει να αποτραπεί επίσης η συμμαχία δύο ή περισσοτέρων από τους υποδεέστερους πόλους του διεθνούς συστήματος, γι’ αυτό και προκάλεσαν τόση αναστάτωση και τόση εχθρότητα στην Ουάσιγκτον, με τα ανοίγματά τους στον Πούτιν, Σιράκ, Σρέντερ, Παπαδόπουλος, Καραμανλής. Το 2001, σε μια συνέντευξη που είχα την ευκαιρία να πάρω από τον πρώην Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του πατρός Μπους, ο Μπρεντ Σκώουκροφτ προσδιόρισε ως εξής το δέον για την αμερικανική πολιτική απέναντι στην Κίνα: «Πρέπει να έχουμε καλύτερες σχέσεις με τη Μόσχα και το Πεκίνο από όσες αυτοί μπορούν να έχουν μεταξύ τους». Διαβάζοντας κανείς την έκθεση CleanBrake που παρήγγειλε το 1996 ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου στους Αμερικανούς νεοσυντηρητικούτς αντιλαμβάνεται με ενάργεια πως οι σημερινοί πόλεμοι στη Μέση Ανατολή δεν σχεδιάστηκαν μόνο για την κατάκτηση και των πετρελαίων της, αλλά ως το προνομιακό εργαλείο εμπέδωσης μιας παγκόσμιας κυριαρχίας, ως ύψιστη αυτοκρατορική άσκηση, σε έναν χώρο που κρίθηκε προνομιακός γι’ αυτό. Αυτό είναι το σχέδιο της Αυτοκρατορίας, όπως οι ίδιοι οι Αμερικανοί θεωρητικοί το ονομάζουν, ήδη από το 2003. Πρόκειται για την Αυτοκρατορία της παγκοσμιοποίησης, μια αυτοκρατορία που δεν μπορεί παρά να εξελιχθεί σε ολοκληρωτική, από την ίδια την έκταση και τη φύση της φιλοδοξίας της.

Αυτό το σχέδιο παρήγαγε τις πολιτικές διεύρυνσης του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης, αυτό το σχέδιο οδήγησε στον ματωβαμμένο κατακερματισμό των Βαλκανίων, στην προσπάθεια να στραφούν οι περιφερειακές πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες εναντίον της Ρωσίας. Η Νέα Ευρώπη του Ντόναλντ Ράμσφλεντ επιχειρείται να ενωθεί με τις δυτικές σοβιετικές δημοκρατίες, σε μια ζώνη ημιπροτεκτοράτων, απόλυτης αμερικανικής επιρροής, που θα παρεμβληθεί μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας αποτρέποντας για πάντα την αναβίωση του πνεύματος του Ραππάλο, του άλλου διαχρονικού «εφιάλτη» Οιυάσιγκτον και Λονδίνου. Τα Βαλκάνια κατατεμαχίζονται σε μια ζώνη μη βιώσιμων δουκάτων – προτεκτοράτων, συχνά στα χέρια μαφιών που συνδέονται με ξένες δυνάμεις. Στον νότο, με άξονα τον αγωγό Μπακού – Τσεϊχάν επιχειρείται η οικοδόμηση ενός βέλους επιρροής που ξεκινά από τα Βαλκάνια, προχωρά στη Μαύρη Θάλασσα, τον Καύκασο, την Κασπία για να φτάσει στο κινεζικό Σινγιάνγκ, παρεμβαλλόμενο ανάμεσα στη Ρωσία και τον ισλαμικό κόσμο. Για τον Μπρεζίνσκι, το Ουζμπεκιστάν μοιάζει το ίδιο ζωτικό με την Οκλαχόμα για την Αμερική. Η Αμερική επιχειρεί να στριμώξει τη Ρωσία σε μια βόρεια ζώνη της Ευρασίας, απομονωμένη και δύσκολα υπερασπίσιμη στρατιωτικά, την απειλεί, και μαζί όλους μας, με την αναθεώρηση της δομής ελέγχου των εξοπλισμών που μας κληροδότησε ακόμα κι αυτός ο τρομερός κατά τα άλλα ψυχρός πόλεμος, θεμέλιο της οποίας υπήρξε η συνθήκη ΑΒΜ.

Αυτή η πολιτική όμως έρχεται αναπόφευκτα σε σύγκρουση και με ζωτικά ελληνικά συμφέροντα. Η Ελλάδα είναι από τα παλαιότερα μέλη της Ατλαντικής Συμμαχίας, το μόνο όμως που αντιμετωπίζει πρόβλημα ασφάλειας μάλλον από ένα άλλο μέλος της Συμμαχίας, παρά από τους αντιπάλους της Συμμαχίας. Η ανάδυση της Τουρκίας ως κύριου μεταφορέα ενέργειας από την Ασία στην Ευρώπη δεν είναι προς ώφελός μας. Η δημιουργία μιας ζώνης δουκάτων-προτεκτοράτων στα κατεστραμμένα Βαλκάνια επίσης δεν είναι, γιατί μια τέτοια ζώνη αμερικανοτουρκικής κυριαρχίας από την Αδριατική μέχρι την Κύπρο και το Κουρδιστάν, αναπόφευκτα θα επιδιώξει να αφομοιώσει την Ελλάδα, καταστρέφοντας όποιο υπόλειμμα ανεξαρτησίας, και μαζί κοινωνικών κατακτήσεων και δημοκρατίας, της απομένει. Το αμερικανικό σχεδόν μονοπώλιο στους ελληνικούς εξοπλισμούς καθιστά πολύ δύσκολη, αν όχι αδύνατη την ελληνική άμυνα.

Σε αυτό το στρατηγικό πλαίσιο πρέπει να καταλάβουμε την ελληνορωσική συνεργασία. Ο αγωγός Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη μειώνει την εξάρτηση των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου από τον τουρκικό έλεγχο των Στενών. Ο αγωγός Σάουθ Στρημ απεξαρτά εν μέρει την παροχή ρωσικού αερίου στην Ευρώπη από τα καπρίτσια του Κιέβου και της ‘Αγκυρας και εμπεδώνει τη διμερή σχέση μας. Η ελληνορωσική στρατιωτική συνεργασία είναι επίσης στρατηγικής σημασίας για τις δύο χώρες. Η διπλωματική και πολιτική μας συνεργασία είναι κρίσιμης σημασίας, με δεδομένη τη συμμετοχή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, ως γέφυρα κατανόησης σε ταραγμένους καιρούς στην Ευρώπη.

Οι πολιτικές αυτές δεν στρέφονται εναντίον των ΗΠΑ, είναι κατ’ ουσίαν αμυντικές πολιτικές, που προστατεύουν τον ενεργειακό εφοδιασμό της Ευρώπης και τη δυνατότητά μας να συνεχίζουμε την ιστορική μας πορεία, όσο είναι αυτό δυνατόν, ως κάπως ανεξάρτητοι και κυρίαρχοι λαοί. Θα ήταν ίσως και προς το συμφέρον τους, αν οι Βορειοαμερικανοί φίλοι μας καταλάβαιναν τα κίνητρα και τη σημασία αυτής της πολιτικής. ‘Αλλωστε, η παγκόσμια οικονομική κρίση και οι καταστροφές στη Μέση Ανατολή θάπρεπε να γίνουν μαθήματα για όσους τις προκάλεσαν. Οι αναπτυγμένες χώρες, αυτές που κυριάρχησαν στον κόσμο τα τελευταία πεντακόσια χρόνια, πρώτα απ’ όλα οι Ηνωμένες Πολιτείες και τα ευρωπαϊκά κράτη, θα έπρεπε να συνειδητοποιήσουν ότι αντικειμενικά δεν μπορούμε πια να συνεχίσουμε πολύ με τα ένστικτα και την κουλτούρα του Νεάντερταλ, να διαπραγματευθούν τη διάλυση της δικής τους παγκόσμιας κυριαρχίας, προς ώφελος μιας πολύ διαφορετικά οργανωμένης ανθρωπότητας. Ξέρω πόσο ακραία ουτοπικό, απραγματοποίητο μοιάζει ένα τέτοιο σχέδιο, ξέρω όμως επίσης ότι το ανθρώπινο γένος θα δυσκολευτεί πολύ να «βγάλει» ακόμα και τούτο τον αιώνα, με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει. Δυστυχώς δεν ξέρουμε αν θα συμβεί αυτό. Οι αυτοκρατορίες δύσκολα αυτοπεριορίζονται και συχνά αναζητούν σε νέους τυχοδιωκτισμούς τη λύση των προβλημάτων τους. Ελπίζω να μην γίνει αυτό, αλλά επειδή δεν ξέρουμε τι θα γίνει και επειδή το διεθνές περιβάλλον είναι τόσο επικίνδυνο, γι’ αυτό και η σημασία της ελληνορωσικής στρατηγικής συνεργασίας ξεπερνάει κατά πολύ τα στενά, ειδικά συμφέροντα των δύο χωρών.

Δεν θέλω να κάνω κατάχρηση του χρόνου που οι οργανωτές έθεσαν στη διάθεσή μου, γι’ αυτό και δεν θα αναφερθώ, όπως αρχικά σχεδίαζα, στα εμπόδια που συχνά ματαίωσαν την τόσο επιθυμητή προσέγγιση Ελλάδας και Ρωσίας. Αν μου επιτρέπετε θα κάνω μόνο δύο παρατηρήσεις για το θέμα αυτό. Γενικά μιλώντας, οι σχέσεις αυτές έπεσαν, σε τελική ανάλυση, θύματα δύο κύκλων παγκόσμιας ηγεμονίας, ενός βρετανικού και ενός αμερικανικού. Η σημερινή κρίση της αμερικανικής ηγεμονίας, ενδεχομένως προσφέρει δυνατότητες που δεν ήταν τόσο εύκολες στο παρελθόν. Εντούτοις, δεν υπήρξε κάποιος αυτοματισμός, κάτι αναπόφευκτο στον τρόπο που δεν καταφέραμε, παρά την αμοιβαία αγάπη μας, να συνεννοηθούμε στο παρελθόν. Ούτε οι σχέσεις μας διακρίθηκαν μόνο από περιόδους ευτυχίας, είχαν και τις σκοτεινές πτυχές τους, η μελέτη των οποίων είναι χρήσιμη για να ξέρουμε από που να προφυλαχτούμε και να προστατεύσουμε τις σχέσεις μας στο μέλλον. Γιατί στο παρελθόν, συχνά οι ηγεσίες και στη Μόσχα και στην Αθήνα υποτίμησαν τις σχέσεις και τις υπέταξαν σε συγκυριακούς παράγοντες.

Είναι μεν γεγονός ότι πολύ χάρηκαν στο Λονδίνο με τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, είναι όμως εξίσου γεγονός ότι βρέθηκε ελληνικό χέρι να οργανώσει, δια της δολοφονίας αυτής, την υποταγή μας στην Αγγλία. ‘Εναν αιώνα αργότερα, τι γύρευε ο Ελευθέριος Βενιζέλος όταν έστελνε τους ‘Ελληνες φαντάρους να πολεμήσουν τους Μπολσεβίκους στην Ουκρανία; Ακόμα κι αυτός, δεν μπορούσε, παρά την τόσο πολιτική ιδιοφυία του, να δει μια Ελλάδα πραγματικά ανεξάρτητη. Τη διαχρονική τάση των Ελλήνων πολιτικών να ενεργούν σε όρους εξάρτησης από την α ή β δύναμη, μια τάση που ενεθάρρυνε και το μικρό μέγεθος της χώρας μας, πληρώθηκε συχνά ακριβά, και στη Μικρά Ασία και στην Κύπρο. Δυστυχώς, ούτε ο Βενιζέλος είχε εμπεδώσει την ιδέα του Ρήγα για την ανάγκη της στήριξης στις δικές μας δυνάμεις.

Η ιδέα αυτή όμως δεν γεννήθηκε μόνο για «θεωρητικούς» λόγους «αρχής» στο κεφάλι του Ρήγα. Είναι η συμπύκνωση, το συμπέρασμα από την τραγωδία των Ορλωφικών και του Λάμπρου Κατσώνη, από τις τότε ανεκπλήρωτες προσδοκίες ενός από Μηχανής Θεού, που πήραν τη μορφή του «Ξανθού Γένους». Αν το διαχρονικό λάθος της ελληνικής ιθύνουσας τάξης είναι η αγγλοπληξία και αμερικανοπληξία της, ήταν μείζων σφάλμα των Ελλήνων επαναστατών, και τότε, και στον 20ό αιώνα, να βασίζουν τόσο πολλές προσδοκίες στο τι θα έκανε η Μόσχα κι όχι στο τι οι ίδιοι μπορούσαν να κάνουν. Αλλά και η Μόσχα από την πλευρά της υπέκυψε τότε στον κυνισμό και την αλαζονεία της Μεγάλης Δύναμης, που κυττάει περιφρονητικά τα μικρά έθνη, ως απλά «πιόνια» σε ένα παιχνίδι διεθνών ανταγωνισμών, ανίκανη να αντιληφθεί εν προκειμένω τη μεγάλη αξία της ιδεολογίας ως οργανωτή πολύ βαθύτερων ιστορικών αναγκών. Ούτε και ο Στάλιν κέρδισε τίποτα, συμφωνώντας με τον Τσώρτσιλ, τον Οκτώβρη του 1944, την υπαγωγή του ελληνικού λαού, που τόσο μάτωσε εναντίον του Χίτλερ, στην αγγλική σφαίρα επιρροής, μια συμφωνία που οδήγησε στον εμφύλιο πόλεμο και την καταστροφή της Ελλάδας. Εκτός αν θεωρηθεί κέρδος για την αυτοκρατορία του μια Πολωνία, που την πήρε με το ζόρι, ελπίζοντας ότι θα γίνει το ανάχωμα σε μια επόμενη επίθεση, κι έγινε τελικά το εφαλτήριό της! Σήμερα, κάτω από την ηγεσία του Πούτιν, η Ρωσία θεραπεύτηκε από τις προ είκοσι ετών αυταπάτες της, ότι θα έρθει δηλαδή αυτόματα ο πολιτισμός να αντικαταστήσει την ισχύ στις διεθνείς σχέσεις, αυταπάτες που πλήρωσε πανάκριβα. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν έχασε τον Ψυχρό Πόλεμο, ακριβώς γιατί υποτίμησε βαθιά την ισχύ των ιδεών και αισθημάτων των ανθρώπων.

Τις δυσάρεστες αυτές ιστορικές πραγματικότητες δεν τις θυμίζω εδώ για να υποτιμήσω την αξία της ελληνορωσικής σχέσης, αλλά, αντίθετα, για να υποδείξω παράγοντες που μπορεί να την απειλήσουν, επανεμφανιζόμενοι τυχόν με νέες μορφές. ‘Αλλωστε, οι «σκοτεινές» πλευρές των σχέσεών μας δεν αναιρούν καθόλου την τεράστια αξία της ρωσικής συμβολής στην προετοιμασία της Ελληνικής Επανάστασης ή τους κοινούς δεσμούς που υφάναμε στην περίοδο του μεγάλου αντιφασιστικού αγώνα, ή την αξία της συμπαράστασης της Ρωσίας στο κυπριακό, της σημαντικότερης που είχαμε διεθνώς. Ούτε ήταν και για τη Ρωσία ασήμαντη η θέση που συχνά υιοθέτησε, σε μείζονα διεθνή θέματα, η μικρή Ελλάδα και η μικρή Κύπρος. Αν θυμίζω και μερικές δυσάρεστες ιστορικές πραγματικότητες, το κάνω κυρίως γιατί η ελληνορωσική σχέση παραμένει πολύ εύθραυστη, έχει ισχυρούς εχθρούς, χρειάζεται να την προστατεύσουμε. Ο πειρασμός για τη Μόσχα είναι να υποκύψει στην αλαζονία της οικονομικής σήμερα ισχύος της μεγάλης δύναμης, όπως κάποτε υπέκυψε στην αλαζονία της πολιτικής ή στρατιωτικής της ισχύος, να υποτιμήσει, για διάφορους πρόσκαιρους, συγκυριακούς λόγους, το ιστορικό βάθος της ελληνορωσικής σχέσης. Δεν είναι όμως το μέγεθος που κάνει μια δύναμη Μεγάλη, αλλά η ικανότητά της να χρησιμοποιεί την όποια ισχύ της. Από την άλλη μεριά έχουμε ένα ελληνικό κράτος σε πανθομολογούμενη κρίση, χωρίς στρατηγική και χωρίς μηχανισμούς ανάπτυξης σχέσεων μη εξάρτησης. ‘Εχουμε επίσης έναν πολιτικό κόσμο που συχνά στην ιστορία μας προτίμησε να οργανωθεί πίσω από ξένες δυνάμεις, αντί να προβάλλει το έθνος μας στη διεθνή αρένα. Πρέπει όλα τα ελληνικά κόμματα να συνειδητοποιήσουν την αξία και να προστατεύσουν την ελληνορωσική σχέση και τις σημαντικότατες, αλλά όχι οριστικές προόδους που έκανε τα τελευταία χρόνια, ιδίως στον ενεργειακό και τον αμυντικό τομέα, αναπτύσσοντάς τες επίσης και στον τομέα των ελάχιστα αξιοποιημένων, αλλά με τόσο μεγάλο δυναμικό, ελληνορωσικών πολιτιστικών σχέσεων. Κυρίως όμως είναι ο ισορροπημένος χαρακτήρας της σχέσης, ο ουσιαστικός αμοιβαίος σεβασμός, η βαθιά κατανόηση της ιστορικής σημασίας και του βάθους αυτής της σχέσης, που θα την προιστατεύσουν από κινδύνους και κακοτυχίες.

Κλείνοντας, θέλω και πάλι να ευχαριστήσω τους οργανωτές αυτής της σπουδαίας εκδήλωσης, αλλά και να χρησιμοποιήσω αυτή την ευκαιρία για να εκφράσω την ειλικρινή και μεγάλη εκτίμησή μου στην ενέργεια και το πνεύμα πρωτοβουλίας του Αλεξάντρ Βντόβιν, που τόσο συνέβαλε, από τη θέση του Πρέσβη της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην Ελλάδα στην πρόσφατη και θεαματική ανάπτυξη των ελληνορωσικών σχέσεων. ‘Ηταν μεγάλη τύχη για τις δύο χώρες η παρουσία και η δουλειά του εδώ. Σας ευχαριστώ πολύ.


(*) Ο Δημήτρης Κωντσαντακόπουλος είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Διετέλεσε ειδικός συνεργάτης στο Γραφείο του Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου και Διευθυντής του Γραφείου του ΑΠΕ στη Μόσχα. Το κείμενο αυτό είναι η εισήγησή του στο Ελληνορωσικό Φόρουμ που οργανώθηκε στις 8-9.10.2008 στην Αθήνα, με ορισμένες μικρές προσθήκες και τροποποιήσεις.