Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2008

Η ιδεολογική πλευρά του προβλήματος της Κύπρου

Η ιδεολογική πλευρά του προβλήματος της Κύπρου, με βάση την πολιτική Χριστόφια και Αναστασιάδη
Ανάλυση ενός Τραντέλλενα
Αθήνα, 25.9.08

Τι θέλει άραγε ένας Ελλαδίτης να ανακατεύεται στα της Κύπρου;
Η απάντηση: Εκτός από τους Ελλαδίτες Ανανιστές, που βυσσοδομούν κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας, υπάρχουν και πατριώτες Ελλαδίτες ενάντια στους Ανανιστές, που βλέπουν ότι η «άλωση» του νησιού σημαίνει απώλεια του μισού Αιγαίου, της Δυτικής Θράκης και ολόκληρης της Ελλάδας. Βασικά καταστροφή για ολόκληρο τον ελληνισμό.
Μας αφορά συνεπώς όλους, Ανανιστές και μη Ανανιστές.
Ένα δεύτερο ερώτημα αφορά την φαινομενικά ακατανόητη στάση και πολιτική του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, παρ’ όλες τις οφθαλμοφανείς αρνητικές ενδείξεις, για να μην πούμε και αποδείξεις, να προσπαθεί να εξημερώσει το θηρίο που λέγεται «βαθύ κράτος της Τουρκίας», για να συναινέσει στη λύση του Κυπριακού.
Ένα τρίτο ερώτημα αφορά την αφύσικη σύμπραξη (παρά φύσιν) του θιασώτη της νεοφιλελεύθερης πολιτικής κ. Αναστασιάδη. που στηρίζει μετά πάθους τον «σύντροφο» Χριστόφια, παρ’ όλο που άβυσσος χωρίζει την ιδεολογία τους.
Ποιος μπορεί άραγε να λύσει αυτόν τον γρίφο;
Πραγματικά κανένας έως τώρα, απ’ ότι διαπιστώνω, δεν έχει δώσει ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα για τα κίνητρα και τα κριτήρια των ενεργειών των δύο ανδρών και όσων τους στηρίζουν.
Θα επιχειρήσω με ειλικρίνεια, αλλά και παρρησία μια πρώτη προσέγγιση. Μακάρι να κάνω λάθος. Αν όμως κρίνω από ορισμένους κύκλους της Ανανεωτικής Αριστεράς στην Ελλάδα, που τον στηρίζουν και διακηρύττουν την άποψη ότι τα «περί έθνους είναι ανοησίες» τότε πολύ φοβούμαι πως η ανάλυσή μου έχει κάποια δόση αλήθειας, αν δεν ανταποκρίνεται απόλυτα στην αλήθεια. Η ρεπουσική στροφή στην εκπαίδευση στην Κύπρο για να καλλιεργηθεί «κουλτούρα ειρηνικής συμβίωσης, αμοιβαίου σεβασμού και συνεργασίας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων» καθώς και η στήριξη από Έλληνες εκσυγχρονιστές του κ. Χριστόφια, με κάνει τουλάχιστον καχύποπτο.
Προκαταβολικά θέλω να τονίσω ότι τα πράγματα είναι τόσο απλά, ώστε να αναρωτιέται κανείς; Μα είναι δυνατόν!!!
Τα κίνητρα και του ενός και του άλλου ανδρός είναι ιδεολογικά και εξηγούμαι.
Η ιδεολογία, είναι αυτονόητο και δε χρήζει αποδείξεως καθορίζει την πολιτική.
Ο κ. Χριστόφιας, ως κομμουνιστής, ασπάζεται - απ’ ότι φαίνεται - την άποψη ότι τα περί έθνους, εθνικής ταυτότητας, εθνικής συνείδησης, πατριωτισμού κ.λπ είναι σε απλά ελληνικά: παρωχημένες ιδέες και αποτελούν φαντασιακή πρόσληψη. Εκείνο που πραγματικά υπάρχει και έχει ισχύ στην ιστορία είναι η ταξική πάλη. Αυτή η θέση αποτελεί, κατά την άποψή μου, τον γενικό θεωρητικό κανόνα, ο οποίος καθορίζει και τα κίνητρα της συγκεκριμένης πολιτικής του. Το έθνος - κράτος με τη θεωρία αυτή είναι μια τεχνητή κατασκευή και για να είμαι πιο ακριβής το έθνος, κατά την άποψή τους, είναι δημιούργημα του κράτους, που βασικά δεν έχει λόγο ύπαρξης και πρέπει να διαλυθεί, για να αφήσει έδαφος για την διεθνιστική αλληλεγγύη και τελικά την ταξική πάλη, όπως ισχυρίζονται οι αυτοαποκαλούμενοι μαρξιστές διαφόρων αποχρώσεων και ενδείξεων. Σημασία έχει μόνο η ταξική αλληλεγγύη, κατ’ άλλους ο διεθνισμός. Εξ ου και η αποστροφή του κ. Χριστόφια για «πατριωτικές κορώνες...» και «εθνικιστές» για όσους ασκούν κριτική στην πολιτική του. Η συλλογιστική αυτή οδηγεί κατά τη γνώμη μου στο συμπέρασμα ότι ο αγγλοαμερικάνικος ιμπεριαλισμός, που στόχο έχει είτε να δημιουργήσει έθνη - κράτη προτεκτοράτα (βλέπε Σκόπια, Κόσοβο, Γεωργία και γιατί όχι και Κύπρο), είτε να καταργήσει (να συντρίψει) τα έθνη - κράτη, που αντιστέκονται στα γεωστρατηγικά του σχέδια, αποτελεί προοδευτική δύναμη, γιατί διαλύοντας τα έθνη - κράτη, εδραιώνει την επικράτηση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, ως ανώτερης μορφής του καπιταλισμού, όπου εξαφανίζονται οι προκαπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, (μικροαστοί, αγρότες κ.λπ) και παραμένει η βασική αντίθεση κεφαλαίου και εργασίας. Μια τέτοια εξέλιξη θεωρείται από τους θιασώτες του «διεθνισμού» και της «ταξικής πάλης» προοδευτική εξέλιξη της κοινωνίας.
Κατά την άποψή μου, από την ιδεολογική αυτή θεώρηση της ιστορίας εκπορεύονται και όλες οι ενέργειες του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, παραγνωρίζοντας τις συγκεκριμένες σημερινές συνθήκες και προσαρμόζοντας την σημερινή πραγματικότητα σε σχήματα και πρότυπα του παρελθόντος. Παραγνωρίζεται επίσης το γεγονός ότι στην περίπτωση της Κύπρου και της Ελλάδας γενικότερα έχουμε να κάνουμε με λυσσαλέα επίθεση του ιμπεριαλισμού και του Νέο-Οθωμανισμού, ως περιφερειακής ιμπεριαλιστικής δύναμης, που παρεμβάλουν εμπόδια σε οποιαδήποτε διεθνιστική προσέγγιση. Αγνοείται επίσης το γεγονός ότι σε άλλες χώρες της Ευρώπης τα προβλήματα είναι οικονομικοκοινωνικά και όχι ζητήματα εθνικής επιβίωσης και ακεραιότητας.
Πως είναι δυνατό να πιστεύει ο κ. Χριστόφιας ότι με κατοχή από τουρκικά στρατεύματα θα υπάρξει λύση; Πως είναι δυνατό να πιστεύει ότι ο Ερντογάν και ο «φίλος και σύντροφος» Ταλάτ θα συγκατανεύσει σε μία βιώσιμη και λειτουργική λύση; Πως είναι δυνατό να πιστεύει ότι ο αγγλοαμερικάνικος ιμπεριαλισμός, που στηρίζει τις διαπραγματεύσεις τόσο ένθερμα, θέλει δίκαιη λύση, γιατί στηρίζει την διεθνιστική αλληλεγγύη; Πραγματικά είναι απορίας άξιον!
Αν δεν ισχύουν όλα τα ανωτέρω (που ισχύουν), τότε πραγματικά ομολογώ ότι αδυνατώ να κατανοήσω την πολιτική του και το νόημά της. Εκτός αν ανακρούσει πρύμναν και αποδεχτεί από τη σκληρή πραγματικότητα το αυτονόητο ότι πατριωτισμός και διεθνισμός βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση μεταξύ τους ή όπως πολύ σωστά τονίζει ο Βάσος Λυσσαρίδης ότι «πατριωτισμός και σοσιαλισμός είναι δίδυμες έννοιες».
Από την άλλη πρέπει να κατανοήσουμε και την στάση του κ. Αναστασιάδη, εκπρόσωπου της εκσυγχρονιστικής πολιτικής στην Κύπρο, κάτι ανάλογο με την εκσυγχρονιστική πολιτική του κ. Κώστα Σημίτη και Γιώργου Παπανδρέου στην Ελλάδα, με στήριξη του σχεδίου Ανάν και όλων των αγγλοαμερικανικών απαιτήσεων, για ένταξη στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και τη νέα τάξη. Όλοι αυτοί πιστεύουν ότι η Ελλάδα και η Κύπρος πρέπει να προσαρμοστεί και ακολουθήσει το άρμα της Δύσης, όπου χωρίς αντιστάσεις θα οφείλει να ενταχθεί η Ελλάδα και η Κύπρος συνακόλουθα. Ο εκσυγχρονισμός είναι κατά την άποψή τους ισοδύναμος με τον εξευρωπαϊσμό και συνεπώς με την πρόοδο.
Να τι έγραφε ο Ανδρέας Παπανδρέου σε μια ανάλυσή του φωτογραφίζοντας τον Κώστα Σημίτη και τους ομοίους του, χαρακτηρίζοντάς τους «προσεταιρισμένους»:
«Οι ‘προσεταιρισμένοι’ Έλληνες έχουν ‘πεισθεί’ ότι το εθνικό μας συμφέρον ταυτίζεται με την πολιτική του μητροπολιτικού κέντρου – δηλαδή των ΗΠΑ ή του υποκατάστατού τους, της Δυτ. Γερμανίας και γενικότερα της Δυτικής Ευρώπης. Οποιαδήποτε άλλη τοποθέτηση της Ελλάδας ή δεν είναι νοητή γι’ αυτούς σαν ρεαλιστική εναλλακτική λύση ή αποτελεί εθνικά ύποπτη τοποθέτηση. Η δημιουργία ενός τέτοιου κλίματος, μιας τέτοιας κυρίαρχης ιδεολογίας, είναι απαραίτητος όρος για τη διάβρωση τόσο των πολιτικών φορέων της περιθωριακής χώρας όσο και των κρατικών λειτουργών της».[1]
Συνεπώς από διαφορετικές αφετηρίες καταλήγουν και οι δύο, ο μεν Χριστόφιας, θέλω να πιστεύω, από πλάνη, ο δε Αναστασιάδης από πρόθεση, στον ίδιο παρονομαστή, στην ένταξη δηλ. της Κύπρου και της Ελλάδας στα γεωστρατηγικά σχέδια των Αγγλοαμερικάνων και των φίλων και συμμάχων τους, της Δύσης γενικότερα. Μέσα στα σχέδια αυτά εντάσσουν και τον δικό τους ρόλο.
Έτσι εξηγείται και η αμέριστη συμπαράστασή τους από τις δυνάμεις αυτές και από τα ελλαδικά κόμματα, που από αριστερά και δεξιά προσαρμόζονται στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο των Αγγλοαμερικάνων. Πως είναι δυνατό να πιστεύει αλήθεια ο κ. Χριστόφιας ότι οι απανταχού Ανανιστές, όλων των αποχρώσεων της ίριδος, θέλουν μια δίκαιη λύση του Κυπριακού και γι’ αυτό τον στηρίζουν μετά «μανίας»;



[1] Ανδρέας Παπανδρέου, «Η εθνική ανεξαρτησία, βασικός στόχος», Εφημερίδα “Εξόρμηση”, 18.3.1977.

Επεξηγηματικό κείμενο της θέσης του ΔΗΚΚΙ στο Μακεδονικό


Του Δαμιανού Βασιλειάδη
Πρόταση του ΔΗΚΚΙ στο θέμα που αφορά το Σκοπιανό στα δεκαπέντε σημεία του Αλαβάνου.

Πρέπει να εθελοτυφλεί κανείς συνειδητά για να μη θέλει να καταλάβει ότι η ηγεσία της γείτονος χώρας στο σύνολο της διεκδικεί την ελληνική Μακεδονία, την Μακεδονία του Αιγαίου, όπως την αποκαλεί.
Η Ελλάδα, είτε αναγνωρίσει την ΠΓΔΜ ως Μακεδονία - και δεν παίζει κανένα ρόλο ο γεωγραφικός προσδιορισμός και η ονομασία για όλες τις χρήσεις - είτε αναγνωρίσει μακεδονικό έθνος και μακεδονική γλώσσα, που είναι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος έχει θεμελιώσει την αρχή του τέλους της ελληνικής Μακεδονίας και έχει βάλει τα θεμέλια για αποσταθεροποίηση της περιοχής και μόνιμης έντασης με απρόβλεπτες εξελίξεις για την ειρήνη και την ειρηνική συμβίωση των δύο λαών.
Η ανθελληνική τους προπαγάνδα από τους υπερεθνικιστικούς κύκλους των Σκοπίων δεν έχει όρια. Ιδού ορισμένα αποσπάσματα από προπαγανδιστικό υλικό που διοχετεύουν στους διεθνείς οργανισμούς και στη διεθνή κοινή γνώμη, για να καταλάβουμε που οδηγεί η ενδοτική και υποχωρητική στάση της Ελλάδας. Σταχειολογούμε ορισμένες θέσεις από το προκλητικό αυτό κείμενο: «Μακεδονία: Από που κι ως που ελληνική... Η Μακεδονία δεν υπήρξε ποτέ ελληνική...Το ρολόι της ιστορίας χτυπά αντίστροφα για τον διαμελισμό της Ελλάδας από τρία έθνη. Η Ελλάδα θα χάσει την Μακεδονία του Αιγαίου από τους Μακεδόνες, τη Θράκη, το Αιγαίο και την Κύπρο από την Τουρκία και την Ήπειρο από την Αλβανία. Τι θα απομείνει τελικά στους Γρεκούς; Ο μικρός τους βράχος που ονομάζεται Αθήνα, η οποία είναι 50% Αλβανική». Και συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο: «Το όνομά μας είναι ένα: Μακεδονία...Εθνοκάθαρση των Μακεδόνων από τους Γκρεκ.» Στην ίδια λογική εκτυλίσσεται μια δήθεν επιστημονική ιστορική ανάλυση, που αριθμεί 88 σελίδες και ούτε λίγο ούτε πολύ ισχυρίζεται ότι οι Μακεδόνες δεν ήταν Έλληνες, ότι ο Μέγας Αλέξανδρος δεν ήταν Έλληνας, ότι η Μακεδονία (μιλούν φυσικά για την ελληνική Μακεδονία) έχει κατακτηθεί από τους Έλληνες και πρέπει να την ελευθερώσουν, γιατί αυτοί είναι οι γνήσιοι Μακεδόνες, δηλαδή οι Σκοπιανοί.
Γι αυτό και οι αλυτρωτικές και επεκτατικές τους βλέψεις στην ελληνική Μακεδονία. Και είναι γεγονός ότι δεν θα πάψουν ποτέ να δημιουργούν προβλήματα και να δυναμιτίζουν την ειρήνη στην περιοχή, προσπαθώντας με κάθε μέσο και με τη στήριξη των ΗΠΑ και της Τουρκίας και όχι μόνο, να πετύχουν τον στόχο τους.
Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να κατοχυρώσουν το όνομα Μακεδονία ως κρατική οντότητα ή να αναγνωριστούν ως μακεδονικό έθνος, που αυτό με τη σειρά του σημαίνει αυτόματα ότι με βάση το διεθνές δίκαιο και τους διεθνείς κανόνες η περιοχή που λέγεται «Μακεδονία» αυτομάτως τους ανήκει, ανήκει δηλαδή στο κράτος που φέρει αυτό το όνομα. Δεν έχει απολύτως καμία σημασία και δεν υπάρχει καμιά νομιμότητα για την Ελλάδα, που να την κατοχυρώνει νομικά απέναντι στις διεκδικήσεις των Σκοπίων, αν υπάρχει σύνθετη ονομασία, όπως και να λέγεται αυτή (Άνω, Βόρεια, Νέα Μακεδονία και οποιαδήποτε άλλη σύνθετη ονομασία καθώς επίσης και για όλες τις χρήσεις), εφόσον το κράτος αυτό θα φέρει ως δεύτερο συνθετικό τον όρο «Μακεδονία». Ο κίνδυνος ακρωτηριασμού της Ελλάδας είναι προδιαγεγραμμένος, όταν συντρέξουν και οι συνθήκες. Κι ας μην νομίσει κανείς ότι η ΠΓΔΜ είναι τόσο αδύναμη, ώστε να είναι γελοίο και αποκύημα της φαντασίας το επιχείρημα, ότι μια αδύναμη χώρα σαν την ΠΓΔΜ δεν μπορεί να τα βάλει με μια ισχυρή, όπως η Ελλάδα. Στην περίπτωση αυτή ισχύει μια ρήση του Κλαούζεβιτς: «Τα μικρά κράτη έχουν τόση δύναμη, όση η ταύτισή τους με τα συμφέροντα των μεγάλων».
Προς επίρρωση των ανωτέρω αναφέρω απλώς ακόμη μία δήλωση από τη μεριά των Σκοπιανών υπευθύνων και συγκεκριμένα του κ. Τσερβενκόφσκι που μιλώντας στην Στρούμιτσα στις 28.10.08 ανέφερε ότι «λογικός συμβιβασμός αποτελεί μόνον λύση για το πρόβλημα της ονομασίας με την Ελλάδα, η οποία θα φέρει την σφραγίδα του ΟΗΕ και θα εγγυάται ότι ο λαός της ΠΓΔΜ θα είναι «μακεδονικός» και η γλώσσα» μακεδονική». Για τον ίδιο λόγο μιλούν και για «μακεδονική μειονότητα» και όχι για Σλαβόφωνους ή δίγλωσσους Έλληνες πολίτες. Από πότε υπάρχει μακεδονικό έθνος και μακεδονική γλώσσα, για να υπάρχει και μακεδονική μειονότητα;
Για τους λόγους αυτούς το ΔΗΚΚΙ προκειμένου να διαφυλάξει την εθνική ακεραιότητα της Ελλάδας από τις αλυτρωτικές και κατά συνέπεια επεκτατικές διεκδικήσεις των γειτόνων μας της ΠΓΔΜ και γιατί πιστεύει πως η παράδοση τους ονόματος «Μακεδονία» στους Σκοπιανούς εγκυμονεί μελλοντικούς κινδύνους για ακρωτηριασμό της Ελλάδας και κινδύνους για την ειρήνη στην περιοχή και μόνιμη αποσταθεροποίηση, την οποία θα εκμεταλλευτούν επιπλέον ιμπεριαλιστικές δυνάμεις εις βάρος της Ελλάδας,
δεν δέχεται κανέναν απολύτως συμβιβασμό στο όνομα και σε μακεδονική εθνότητα και γλώσσα. Οποιαδήποτε άλλη λύση δεν έχει καμία σχέση με διεθνιστική αλληλεγγύη, παρά μόνο με υπότελεια και ενδοτικότητα στις υπερεθνικιστικές βλέψεις των γειτόνων μας της ΠΓΔΜ και των ιμπεριαλιστικών εκείνων δυνάμεων που τους στηρίζουν. Θα αποτελούσε όχι μόνο ιστορικό λάθος, αλλά και προμήνυμα μιας ανείπωτης τραγωδίας μετά την Μικρασιατική καταστροφή. Εθνικιστές και υπερεθνικιστές είναι στην πράξη και όχι στην θεωρία εκείνοι που στην Ελλάδα τους στηρίζουν, είτε με το επιχείρημα του αυτοπροσδιορισμού είτε με το επιχείρημα της αυτοδιάθεσης, είτε με το επιχείρημα της διεθνιστικής αλληλεγγύης. Διεθνιστική αλληλεγγύη στους υπερεθνικιστές των Σκοπίων και τους ιμπεριαλιστές που τους χρησιμοποιούν ως μαριονέτες για τα ιμπεριαλιστικά τους σχέδια; Για την ελληνική Μακεδονία δεν ισχύει κανένα απ’ όλα αυτά τα επιχειρήματα και είναι απορίας άξιο πως αυτό το αυτονόητο δεν γίνεται κατανοητό από ορισμένους κύκλους που θέλουν να αυτοαποκαλούνται αριστεροί. Αυτή είναι η γυμνή και σκληρή αλήθεια.

Ανοιχτή επιστολή για τη Μακεδονία

Δαμιανός Βασιλειάδης, εκπαιδευτικός, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΔΗΚΚΙ

Ανοιχτή επιστολή
Προς
τον πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Κάρολο Παπούλια
τον πρωθυπουργό και αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας κ. Κώστα Καραμανλή
τους αρχηγούς των κομμάτων στη Βουλή:
του ΠΑΣΟΚ κ. Γιώργο Παπανδρέου
του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αλέκο Αλαβάνο
του ΚΚΕ κ. Αλέκα Παπαρήγα
του ΛΑΟΣ κ. Γιώργο Καρατζαφέρη
Αξιότιμε κ. Πρόεδρε της Ελληνικής Δημοκρατίας
Αξιότιμοι αρχηγοί των κομμάτων στην ελληνική βουλή

Η τελική πρόταση του κατ’ ευφημισμό διαμεσολαβητή των Ηνωμένων Εθνών και κατ’ ουσία πράκτορα των ιμπεριαλιστικών σχεδίων των ΗΠΑ εναντίον της Ελλάδας δεν άργησε να έρθει.
Η πρόταση «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» καθιερώνει σταδιακά την επικράτηση του ονόματος «Δημοκρατία της Μακεδονίας» που αποτελεί διεθνώς την νομιμοποίηση της διεκδίκησης ολόκληρης της γεωγραφικής περιοχής με το όνομα «Μακεδονία» από τα Σκόπια, γιατί ο όρος «Δημοκρατία» δεν είναι προσδιοριστικός της εθνότητας και της γλώσσας, όπως ο όρος «Μακεδονία». Δεν έχει καμία απολύτως σημασία αν λέγεται Βόρεια ή Άνω ή Νέα, σημασία έχει ότι λέγεται «Μακεδονία. Κι αν λεγόταν π.χ. «Δικτατορία της Βόρειας Μακεδονίας» τι θα άλλαζε στο θέμα της εθνότητας και της γλώσσας, στο θέμα δηλαδή της ταυτότητας αυτού του κράτους; Απολύτως τίποτε. Φαίνεται ότι ο made in USA διαμεσολαβής Νίμιτς μας περνάει εκτός από εθελόδουλους και υποτακτικούς των ΗΠΑ και ηλίθιους.
Η πρόταση αυτή στην ουσία υπονομεύει την εθνοπολιτιστική διάσταση και ιστορική συνέχεια της Μακεδονίας και νομιμοποιεί με τον τρόπο αυτό την ύπαρξη ξεχωριστής από την Ελλάδα εθνοτικής και γλωσσικής οντότητας. Αυτός ήταν ο στόχος της όλης διαπραγματευτικής διελκυστίνδας, τον οποίο προσπάθησαν να επιβάλουν με αφόρητες πιέσεις από τα παρασκήνια οι ΗΠΑ.
Θα πρέπει συνεπώς να συνειδητοποιήσουμε ότι το όνομα είναι το όχημα του αλυτρωτισμού και του επεκτατισμού. Συνεπώς ούτε η σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό για όλες τις χρήσεις μας κατοχυρώνει. Οποιαδήποτε ονομασία φέρει το όνομα «Μακεδονία» αποτελεί αρχή του τέλους για την ελληνική Μακεδονία.
Κανονικά το γειτονικό κράτος πρέπει να αποκαλείται «Vardaska». Όμως αφού μιλούμε για συμβιβασμούς, τότε η τελευταία γραμμή υποχώρησης μπορεί (και όχι πρέπει) να είναι: «Slavomakedonski», για να ξεχωρίζει η σλαβική -έστω- από την ελληνική Μακεδονία.
Ο Γκρούεφσκι σ’ ένα ξέσπασμα και σ’ ένα κλίμα επικίνδυνης υπερεθνιστικής υστερίας κλιμακώνει τις αλυτρωτικές του διεκδικήσεις για την ελληνική Μακεδονία, προβάλλοντας νέες απαιτήσεις για την αναγνώριση μακεδονικής εθνότητας και γλώσσας, που αποτελούν την άλλη όψη της διεκδίκησης του ονόματος «Μακεδονία». Γιατί είτε αναγνωρίσουμε τους γείτονές μας με απλή ή σύνθετη ονομασία, που να περιέχει τον όρο Μακεδονία, είτε αναγνωρίσουμε μακεδονική εθνότητα και γλώσσα είναι ένα και το αυτό πράγμα.
Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για την μονοπώληση της μακεδονικής ταυτότητας
Οι Σκοπιανοί δε θα πάψουν ποτέ να ισχυρίζονται ότι υπάρχει η λυτρωμένη Άνω ή Βόρεια Μακεδονία ή η Νέα Μακεδονία και η αλύτρωτη, που σημαίνει ότι πρέπει να απελευθερωθεί η Νότια ή η Κάτω ή η Παλιά Μακεδονία, που είναι υπό κατοχή
Κι ας μην ισχυριστεί κανείς ότι είναι πολύ αδύναμοι και μικροί για να μας κάνουν κακό. Ασφαλώς μόνοι τους δεν μπορούν να κάνουν τίποτε χωρίς την στήριξη των πατρώνων τους Αγγλοαμερικάνων. Γνωστή είναι η ρήση του Κλαούζεβιτς: «Τα μικρά κράτη έχουν τόση δύναμη, όση η ταύτισή τους με τα συμφέροντα των μεγάλων». Συνεπώς δεν είναι οι Σκοπιανοί που μας απειλούν, αλλά οι Αγγλοαμερικάνοι και οι Τούρκοι που τους στηρίζουν. Βέβαια όχι οι λαοί τους.
Δεν θα πάψουν ποτέ να διεκδικούν την ελληνική Μακεδονία, την Μακεδονία του Αιγαίου, όπως την αποκαλούν. Μόνιμος στόχος τους είναι και παραμένει το λιμάνι της Θεσσαλονίκης και η έξοδός τους στο Αιγαίο, εφόσον καταφέρουν, με δική μας ευθύνη, (ο δούρειος ίππος είναι πάντοτε εντός των τειχών) να φέρουν το τίτλο «Μακεδονία», ως κρατική τους οντότητα.
Επειδή ακόμη οι Έλληνες ψευτο- εκσυγχρονιστές και οι ψευτο -διεθνιστές έχουν την άποψη ότι το κράτος έχει δημιουργήσει το έθνος, τότε αυτομάτως δημιουργούν και αποκτούν μακεδονικό έθνος και μακεδονική γλώσσα, γιατί ένα κράτος που φέρει το όνομα «Μακεδονία» - και δεν μιλάμε για επαρχία «Μακεδονία», αλλά για κράτος,, δημιουργεί σύμφωνα με τη δική τους θεωρία, αλλά και αντικειμενικά, σύμφωνα με διεθνώς καθιερωμένα και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο μακεδονικό έθνος και μακεδονική γλώσσα. Οπότε κοντά στην από Ανατολάς απειλή, θα έχουμε και την μόνιμη πια απειλή και από Βορά. Δηλαδή μόνοι μας θα βγάλουμε τα μάτια μας.
Οποιαδήποτε συνεπώς ονομασία που να περιέχει τον όρο «Μακεδονία», υποθηκεύει το μέλλον της ελληνικής Μακεδονίας και δημιουργεί συνθήκες αποσταθεροποίησης και κίνδυνο για μελλοντική πυροδότηση απρόβλεπτων εξελίξεων στην περιοχή μας, γεγονός που για οποιονδήποτε άνθρωπο, που είναι υπέρ της ειρηνικής συμβίωσης των Λαών στην περιοχή, αποτελεί πρόκληση.
Ο Γκρούεφσκι, δεν υπάρχει αμφιβολία, είναι ο Σαακασβίλι των Βαλκανίων. Γιατί πίσω από την αμερικανοσπουδαγμένη ηγεσία των Σκοπίων, όπως ακριβώς και στην Τυφλίδα, βρίσκεται ο αγγλοαμερικάνικος ιμπεριαλισμός, που χρησιμοποιεί τους εμφυτευμένους αυτούς «δημοκρατικούς» δικτατορίσκους ως μαριονέτες για την επίτευξη των γεωστρατηγικών τους συμφερόντων. Δεν υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στους λαούς της Ελλάδας και των Σκοπίων, αλλά εναντίωση στα ιμπεριαλιστικά σχέδια των ΗΠΑ, που δημιουργούν τα προβλήματα.
Η τελική πρόταση του κατ’ ευφημισμό διαμεσολαβητή των Ηνωμένων Εθνών και κατ’ ουσία πράκτορα των ιμπεριαλιστικών σχεδίων των ΗΠΑ εναντίον της Ελλάδας Μάθιου Νίμιτς δεν θα αργήσει να έρθει και θα είναι σαφώς υπέρ των Σκοπίων. Όλες ανεξαιρέτως οι προτάσεις που θα έχουν ως δεύτερο συνθετικό τον όρο «Μακεδονία» αποτελούν στην πράξη και διεθνώς την νομιμοποίηση της διεκδίκησης ολόκληρης της γεωγραφικής περιοχής με το όνομα «Μακεδονία» από τα Σκόπια. Η απόφαση αυτή υπονομεύει την εθνοπολιτιστική διάσταση και ιστορική συνέχεια της Μακεδονίας και νομιμοποιεί με τον τρόπο αυτό την ύπαρξη ξεχωριστής από την Ελλάδα εθνοτικής και γλωσσικής οντότητας. Αυτός ήταν ο στόχος της όλης διαπραγματευτικής διελκυστίνδας, τον οποίο προσπάθησαν να επιβάλουν με αφόρητες πιέσεις από τα παρασκήνια οι ΗΠΑ.
Απέναντι σ’ αυτήν την πραγματικότητα και στον κίνδυνο να ακρωτηριαστεί η Ελλάδα στα βόρεια σύνορά της, υποθηκεύοντας το μέλλον της Ελληνικής Μακεδονίας στις αλυτρωτικές και συνεπώς επεκτατικές ορέξεις των γειτόνων μας, θα πρέπει η Ελληνική κυβέρνηση και τα κόμματα της ελληνικής βουλής, να βροντοφωνάξουν ένα ηχηρό «ΌΧΙ», διακηρύσσοντας προς όλες τις κατευθύνσεις, προς «άσπονδους φίλους και συμμάχους» και εκφρασμένους εχθρούς της πατρίδας μας, ότι δεν διαπραγματεύομαστε το όνομα Μακεδονία.
Η κυβέρνηση έχει ιστορικό χρέος να προβεί σε δημοψήφισμα για να αποφασίσει ο κυρίαρχος Λαός στο ερώτημα που να διασυνδέει την ένταξη του γειτονικού κράτους στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ με συγκεκριμένους όρους για την ονομασία, που να κατοχυρώνουν διεθνώς και στο διηνεκές την ιστορική αλήθεια και εδαφική ακεραιότητα της ελληνικής Μακεδονίας.

Οι «διεθνιστές» του υπερεθνικισμού με παράδειγμα το Σκοπιανό

του Δαμιανού Βασιλειάδη, εκπαιδευτικού, μέλους της Κεντρικής Επιτροπής του ΔΗΚΚΙ
Αθήνα, 8.4.2008

Ήδη ο πρωθυπουργός της χώρας Κωνσταντίνος Καραμανλής με την απειλή βέτο στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι απέτρεψε τα χειρότερα, που πολλοί περίμεναν και ορισμένοι δυστυχώς εύχονταν. Όμως το θέμα δεν έκλεισε.
Εκείνο που ενδιαφέρει στην προκείμενη περίπτωση είναι να αναλύσουμε πιο διεξοδικά τι σημαίνει στην πραγματικότητα η αποδοχή του ονόματος «Μακεδονία» σε σύνθετη ονομασία, ως οριστικός τίτλος των Σκοπίων και να ερευνήσουμε εν συντομία, γιατί τα Σκόπια με τόσο πάθος και τόσες παράλογες απαιτήσεις παλεύουν να διατηρήσουν με κάθε θυσία αυτό το όνομα. Έτσι πρέπει να θέσουμε το ερώτημα:
Μα έχει άραγε τόση σημασία το όνομα;
Πολλοί αφελείς και ανιστόρητοι στην Ελλάδα, και αφορά και πρόσωπα και πολιτικούς φορείς, ιδίως στον χώρο της «Αριστεράς», πιστεύουν για διάφορους λόγους, ιδεολογικούς, πολιτικούς (ταξικούς), ότι το όνομα δεν παίζει κανένα ρόλο. Σημασία έχει μόνο η ειρηνική συμβίωση των δύο λαών, με την καταπολέμηση των εθνικιστικών και σοβινιστικών επιδιώξεων εκατέρωθεν και την θεμελίωση της πολιτικής σταθερότητας στην τόσο έκρυθμη και εκρηκτική αυτή περιοχή. Σημασία έχει να υπάρχουν σχέσεις καλής γειτονίας, ως συμβολή και στη γενικότερη σταθερότητα και ειρήνη στην πολύπαθη περιοχή των Βαλκανίων. Γιατί επιμένει ο Γκρούεφσκι και οι συν αυτώ για το όνομα με τόσο πάθος και τόση αδιαλλαξία;
Όμως τίθεται στην περίπτωση αυτή το ερώτημα: Ποιος είναι αδιάλλακτος και ποιος προκαλεί! Και πώς θεμελιώνονται σχέσεις ειρήνης, αλληλεγγύης και καλής γειτονίας, που πρέπει να αποτελεί την πολιτική της Αριστεράς;
Η Ελλάδα, ως πολιτεία στο σύνολό της, πέρα από μεμονωμένες ακραίες και εθνικιστικές κορώνες, περιθωριακών και αμελητέων κατά βάσει περιπτώσεων και εκμετάλλευσης του προβλήματος για ψηφοθηρικές σκοπιμότητες ή άλλες προθέσεις έχει κάνει, λόγω τεράστιων λανθασμένων πολιτικών χειρισμών και αδράνειας, αλλά και λόγω του ενδοτισμού και της υποτέλειας στα κελεύσματα των «άσπονδων φίλων και συμμάχων μας» την έσχατη υποχώρηση στο όνομα της ονομασίας, αποδεχόμενη την σύνθετη ονομασία. Έχει κάνει λοιπόν τον επώδυνο συμβιβασμό, για τον οποίο ομιλούν και προπαγανδίζουν ορισμένοι πολιτικοί κύκλοι.
Όμως η εθνική αυτή ταπεινωτική υποχώρηση θα δημιουργήσει προβλήματα στο μέλλον, γιατί ακριβώς περιέχει, ως δεύτερο συνθετικό, το όνομα Μακεδονία. Τα Σκόπια προπαγανδίζοντας τη Μακεδονία του Αιγαίου παραμένουν προκλητικά και αδιάλλακτα, διεκδικώντας όλο το γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας. Και αυτές οι προκλήσεις είναι μόνο η αρχή, Ήδη βλέπουμε αυτές οι προκλήσεις να κλιμακώνονται μέσα στα πλαίσια ενός καλά οργανωμένου σχεδίου, που τους συμβουλεύουν οι προστάτες τους Αμερικανοί και Τούρκοι.
Επανέρχομαι λοιπόν πάλι στο ερώτημα για όσους μιλούν για συμβιβασμό:
Γιατί οι Σκοπιανοί επιμένουν με τόσο ανυποχώρητο πείσμα στο όνομα «Μακεδονία», αν το όνομα δεν παίζει κανένα ρόλο; Μπορούν να μας δώσουν εξήγηση όλοι εκείνοι από την παραδοσιακή και ανανεωτική Αριστερά, αλλά και από τους εκσυγχρονιστικούς κύκλους του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, γιατί δεν παραιτείται το κρατίδιο αυτό από το όνομα;
Η απάντηση η δική μου:
1. Γιατί το όνομα είναι το όχημα του αλυτρωτισμού και συνεπώς του δυνητικού επεκτατισμού. Χωρίς το όνομα ο αλυτρωτισμός δεν έχει μέλλον. Αν δεν κατέβουν στη Θεσσαλονίκη δεν πρόκειται ποτέ να ησυχάσουν. Γι αυτό προβάλλουν στους χάρτες τους την «Μακεδονία του Αιγαίου» και αποκαλούν τους εαυτούς τους «Μακεδόνες Αιγαιάτες».
2. Το όνομα «Μακεδονία», ακόμη και σε σύνθετη ονομασία, (τους Σκοπιανούς τους ενδιαφέρει στην ουσία να υπάρχει το όνομα Μακεδονία είτε σκέτο είτε σύνθετο) είναι και θα παραμείνει διαχρονική αιτία μόνιμης ανωμαλίας και διατάραξης της ειρήνης από μέρους των Σκοπιανών στα Βαλκάνια και εστία αποσταθεροποίησης. Και ας μη μας παραξενεύει το γεγονός ότι εγείρουν σήμερα μειονοτικά ζητήματα , απαίτηση για «ανεξάρτητη μακεδονική ορθόδοξη εκκλησία», για την αλλαγή της ονομασίας του αεροδρομίου «Μακεδονία» της Θεσσαλονίκης και ένας «θεός» ξέρει, τι άλλο φαινομενικά παράλογο θα ζητήσουν σήμερα και στο μέλλον, τα οποία θα στηρίξουν, εκτός από τους «άσπονδους φίλους μας» Αμερικανούς και άλλους «συμμάχους» ελληνικοί κύκλοι από το εκσυγχρονιστικό και ανανεωτικό στρατόπεδο της «Αριστεράς. Συνήθως ο δούρειος ίππος είναι εντός των τειχών. Από κει και πέρα έχουμε την γελοία απάντηση σε όλες αυτές τις προκλήσεις του Υπουργείου Εξωτερικών που μιλά για «γελοιότητες» των γειτόνων μας. Έτσι δυστυχώς θεωρούσαμε το πρόβλημα και παλιά, αλλά τελικά όλοι αυτοί οι δορυφόροι των Αμερικανών στα Βαλκάνια, όπως και στον Καύκασο μπορούν να δυναμιτίσουν την παγκόσμια ειρήνη, πέρα από τα Βαλκάνια και τον Καύκασο.
3. Γιατί γίνεται πλύση εγκεφάλου ότι το όνομα δεν παίζει κανένα ρόλο, αν κατοχυρωθούν με σύνθετη ονομασία και με γεωγραφικό προσδιορισμό οι ελληνοσκοπιανές διαφορές. Όμως δεν είναι έτσι. Υπάρχει στους κύκλους των ψευτο- εκσυγχρονιστών και στους κύκλους των ψευτο-διεθνιστών και για να ακριβολογώ στον σκληρό πυρήνα τους η άποψη, ότι το έθνος είναι κατασκεύασμα του κράτους, ότι πριν από το κράτος δεν υπήρχε έθνος κ.λπ. Και αυτή η άποψη προβάλλεται και από ιμπεριαλιστικούς κύκλους. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη και σε σχέση με τα Σκόπια, αν αναγνωριστούν ως κράτος με το όνομα «Μακεδονία;» Απλούστατα, εφόσον το κράτος δημιουργεί το έθνος, τότε το κράτος που λέγεται «Μακεδονία» έχει δικαίωμα να κατασκευάσει (διεκδικήσει) και «μακεδονική εθνότητα και κατά συνέπεια «μακεδονική γλώσσα». Γιατί είναι αδιανόητο μία «μακεδονική εθνότητα» να μην έχει και την αντίστοιχη γλώσσα, που δεν μπορεί να είναι άλλη από την «μακεδονική». Και όλα αυτά θα είναι κατοχυρωμένα με βάση τις διεθνείς συνθήκες και το διεθνές δίκαιο.
4. Μετά βέβαια ακολουθεί το γελοίο και υποκριτικό επιχείρημα: Μα τι πρόβλημα μπορεί να δημιουργήσει ένα τόσο δα μικρό κρατίδιο στην Ελλάδα; Γνωρίζουμε όμως ότι δεν είναι τα Σκόπια τα ίδια που μπορούν να δημιουργήσουν πρόβλημα, αλλά οι δυνάμεις που τα χρησιμοποιούν ή θα τα χρησιμοποιήσουν ως προτεκτοράτο για τα γεωστρατηγικά τους σχέδια στο εγγύς ή απώτερο μέλλον, με ανάλογο όφελος φυσικά και για τη δική τους αμερικανόφερτη, υπερεθνικιστική αστική τάξη. Για όλους αυτούς που προβάλουν αυτό το γελοίο επιχείρημα ισχύει η φράση του Κλαούζεβιτς: «Τα μικρά κράτη έχουν τόση δύναμη, όση η ταύτισή τους με τα συμφέροντα των μεγάλων». Ας μην ξεχνάμε τις ιταμές δηλώσεις του αμερικανού υφ. ΕΠΕΞ Μτάνιελ Φριντ περί «μακεδονικής εθνότητας και γλώσσας»

Όσοι στηρίζουν έμμεσα ή άμεσα τα Σκόπια στην υπερεθνικιστική τους αλυτρωτική και επεκτατική πολιτική, που θα ακολουθήσει και επίσημα πια μετά την ονομασία, να είναι βέβαιοι ότι έχουν συμβάλλει εκών άκων στην αποσταθεροποίηση της περιοχής και έρχονται στην πράξη σε κατάφορη αντίθεση με αυτά που επαγγέλλονται στη θεωρία.
5. Όπως σ’ όλους είναι γνωστό η Μακεδονία είναι γεωγραφική περιοχή. Ένα 10 έως 15% ανήκει στην γεωγραφική περιοχή των Σκοπίων. Συνεπώς εκείνο που θα ήταν σωστό στην περίπτωση των Σκοπίων και θα ήταν λογικό και δίκαιο είναι να φέρουν οποιοδήποτε όνομα που να μην περιέχει τον όρο Μακεδονία ή παράγωγό του, ως κρατική οντότητα, ας πούμε «Δημοκρατία των Σκοπίων» ή «Βαρντάρσκα» και να χαρακτηρίζουν αυτό το μέρος της Μακεδονίας που τους ανήκει, ως επαρχία τους με το όνομα Μακεδονία της Δημοκρατίας των Σκοπίων ή της Βαρντάρσκα. Τότε πραγματικά θα ήταν σωστό και δίκαιο. Ενώ διεκδικώντας κράτος με το όνομα Μακεδονία (σύνθετο ή μη δεν παίζει κανένα ρόλο) και μάλιστα ως ξεχωριστή εθνότητα και γλώσσα εγείρουν αυτομάτως αλυτρωτικές και κατά τα συνέπεια επεκτατικές διεκδικήσεις στον ελληνικό τομέα της Μακεδονίας. Άλλο είναι να μιλάς για επαρχία ενός κράτους κι’ άλλο να διεκδικείς ως κράτος «Μακεδονία» τις επαρχίες που φέρουν αυτό το όνομα και θεωρείς ότι έχουν κατακτηθεί και πρέπει κάποτε να απελεθερωθούν.
Εκείνο λοιπόν που ενδιαφέρει τους Σκοπιανούς είναι να διεκδικήσουν την διοικητική περιοχή, που λέγεται Μακεδονία και ανήκει στην Ελλάδα, να ενταχθεί στο κράτος που θα φέρει το όνομα «Μακεδονία». Τι το πιο φυσιολογικό, αλήθεια! Θα κινήσουν προς τούτο γη και ουρανό για να αποδείξουν στους διεθνείς οργανισμούς και τη διεθνή κοινή γνώμη ότι η Ελλάδα σφετερίζεται μια ολόκληρη περιοχή που δικαιωματικά και «βάσει του διεθνούς δικαίου» τους ανήκει, γιατί εκεί ζουν τα αδέλφια τους.
6. Οι Σκοπιανοί προπαγανδίζουν για το λόγο αυτό, ότι αυτοί είναι οι Μακεδόνες, που βέβαια δεν έχουν καμία σχέση με τους Έλληνες, γιατί κατά την δική τους πάλι προπαγάνδα οι Μακεδόνες (όπως ο Φίλιππος ο Β΄ και ο Μέγας Αλέξανδρος) δεν ήταν Έλληνες. Αυτό λοιπόν που προσπαθούν είναι ο αυτοπροσδιορισμός δια του ετεροπροσδιορισμού (δηλαδή του σφετερισμού του ονόματος και της ιστορίας και μέσω αυτών της ύπαρξης τους, ως ξεχωριστή εθνοτική και γλωσσική οντότητα. Ένας τέτοιος ισχυρισμός αποτελεί μια σκέτη απάτη.
Υποτίθεται λοιπόν ότι οι « αυτοπροσδιοριζόμενοι Αριστεροί», ενώ θεωρητικά είναι και κόπτονται υπέρ της ειρήνης, της σταθερότητας, της μη αλλαγής συνόρων στα Βαλκάνια, των σχέσεων καλής γειτονίας, της αλληλεγγύης, του αλληλοσεβασμού, κ.λπ., παραβλέπουν το γεγονός ότι τα Σκόπια μέσω του ετεροπροσδιορισμού θα αποτελέσουν εστία αποσταθεροποίησης στα Βαλκάνια, ( γιατί κανείς δεν θα τολμήσει να παραδώσει τη διοικητική περιοχή Μακεδονία στη «Μακεδονία» των Σκοπίων). Όλοι αυτοί είναι ειλικρινά υπέρ της αλλαγής συνόρων στα Βαλκάνια και υπέρ της αποσταθεροποίησης; Αν ναι, τότε αυτή η θέση, όχι μόνο δεν είναι προοδευτική, αλλά σφόδρα αντιδραστική, γιατί εξυπηρετεί τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα της Νέας Τάξης και της παγκοσμιοποίησης και έρχεται σε κατάφορη αντίθεση με το διεθνιστικό καθήκον.
7. Ωστόσο υπάρχει και ένα άλλο επιχείρημα της «Αριστεράς» που αναγνωρίζει στους Σκοπιανούς το συνταγματικό τους όνομα ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Είναι η περίφημη αρχή της αυτοδιάθεσης. Πολύ σωστά. Η αυτοδιάθεση, την οποία υποστήριζε ο Λένιν, έχει να κάνει με την εθνική ανεξαρτησία. Όμως κανένας από την πλευρά της Ελλάδας δεν τους απειλεί. αντιθέτως όλοι οι Έλληνες και τα πολιτικά κόμματα, θέλουν να υπάρχει το κράτος αυτό στα σύνορά μας. Εκείνοι που απειλούν και εκβιάζουν είναι μόνο οι Σκοπιανοί. Επίσης πρέπει να διευκρινίσει κανείς, αν είναι υπέρ της αλλαγής συνόρων. Αυτοδιάθεση ωστόσο δεν σημαίνει να διεκδικείς ολόκληρη την γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας για τον εαυτό σου! Τότε τι θα πρέπει να πράξουν οι Μακεδόνες της Ελλάδας; Να εφαρμόσουν την αρχή της αυτοδιάθεσης στην ελληνική Μακεδονία ή να παραδώσουν την ελληνική Μακεδονία στους βόρειους γείτονές μας; Δεν είναι γελοία όλα αυτά; Και υπάρχουν αλήθεια αυτοπροσδιοριζόμενοι Αριστεροί που δεν τους ενδιαφέρει ειλικρινά πως θα ονομαστεί το γειτονικό κράτος, γιατί δήθεν εκτός από την ταξική πάλη, δεν έχει τίποτε άλλο σημασία; Δηλαδή μόνο οι γείτονές μας έχουν ευαισθησία. Οι Έλληνες δεν δικαιούνται;
8. Αναγνωρίζουν πως οι Έλληνες είναι εθνικιστές, ενώ οι Σκοπιανοί όχι.
Πρακτικά υποστηρίζουν τους υπερεθνικιστές των Σκοπίων ενάντια στην Ελλάδα.
Και το ερώτημα είναι. Γιατί οι Έλληνες είναι εθνικιστές, μη αναγνωρίζοντας το κράτος των Σκοπίων με το όνομα Μακεδονία; Διεκδικούν οι Έλληνες τίποτε από το κράτος αυτό; Απλώς διακηρύττουν ότι η επαρχία της Ελλάδας που λέγεται Μακεδονία είναι ελληνική. Τίποτε παραπάνω. Δεν θέλουν η ελληνική Μακεδονία να υπαχθεί στα Σκόπια ή να γίνει «Μακεδονία του Αιγαίου». Θέλουν ειρήνη με το κράτος αυτό. Είναι τόσο εθνικιστική αυτή η στάση;
Αντιθέτως, όπως επανειλημμένα διακηρύξαμε, διακυβεύουν οι Σκοπιανοί την ειρήνη και την σταθερότητα στην περιοχή, προβάλλοντας διεκδικήσεις μέσω του ονόματος που δυναμιτίζουν κάθε προσπάθεια συνεννόησης και ειρηνικής διευθέτησης του προβλήματος.
Είναι πραγματικά απορίας άξιο, γιατί συγκεκριμένοι κύκλοι της Αριστεράς, για τους οποίους ο Στάθης στην Ελευθεροτυπία (27.5.2008) αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «Στην καλύτερη περίπτωση έχει φυράνει το μυαλό τους από τα πολλά κλισέ» και συνεχίζει το σχόλιό του: «Οι άνθρωποι αυτοί κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν δύο πράγματα: α) Ότι ο ελληνικός εθνικισμός δεν επηρεάζει την εξωτερική πολιτική της χώρας μας και πάντως δεν κυβερνάει. Αντιθέτως στο ζήτημα αυτό υπάρχει εθνική συναίνεση όλων των κομμάτων ακριβώς πλην των εθνικιστών του ΛΑΟΣ. β) Α contrario, στη FYROM κυβερνούν οι εθνικιστές και ο εθνικισμός τους πυροδοτείται από μια πολεμοκάπηλη και ιμπεριαλιστική πολιτική των ΗΠΑ άκρως επικίνδυνη για όλους στην περιοχή (ακόμη και για την Τουρκία)». Οι άνθρωποι αυτοί για τους οποίους μιλάει ο Στάθης, φαίνεται πως πρέπει να μισούν την Ελλάδα, τον ελληνικό λαό και ό,τι ελληνικό! Αλλιώς δεν εξηγείται λογικά η συμπεριφορά τους. Συντάσσονται με τους υπερεθνικιστές των Σκοπίων, για να ακρωτηριάσουν την Ελλάδα, να παραδώσουν την Μακεδονία στους Σκοπιανούς; Στην ουσία αυτοί είναι οι καθαρόαιμοι εθνικιστές, γιατί στηρίζουν τους υπερεθνικιστές των Σκοπίων.
Γι’ αυτό και τους ταιριάζει ο τίτλος: Οι «διεθνιστές» του υπερεθνικισμού.
Η Ελλάδα, μετά τις συνεχείς και ανιστόρητες προκλήσεις από μέρους της αμερικανόδουλης ηγεσίας των Σκοπίων, πρέπει να αναδείξει επιτέλους μια επιθετική πολιτική, η οποία να αντιστρέψει όλες τις μέχρι τώρα αρνητικές συνέπειες από την ενδοτική και δουλοπρεπή πολιτική της. Θα πρέπει να πείσει τις κυβερνήσεις που αναγνώρισαν τα Σκόπια με το συνταγματικό τους όνομα, ότι έκαναν λάθος και ότι πρέπει να αναπροσαρμόσουν την πολιτική τους υπέρ της Ελλάδας που σταθερά είναι υπέρ της ειρηνικής λύσης του προβλήματος.
Το παιχνίδι ποτέ δεν είναι χαμένο. Αν ήταν έτσι, τότε η Ελλάδα δεν θα υπήρχε ήδη από τους περσικούς πολέμους.
Αλίμονο, αν κάποτε αναγκαστούμε να «συνωστιζόμαστε στην παραλία της Θεσσαλονίκης, όπως «συνοστιζόμασταν» στην παραλία της Σμύρνης!

Διεθνής κατάσταση και Ελλάδα

του Δαμιανού Βασιλειάδη, εκπαιδευτικού, μέλους της Κεντρικής Επιτροπής του ΔΗΚΚΙ
Αθήνα, 25.8.08
1. Η παγκόσμια οικονομία

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ενέργεια αποτελεί την κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας οικονομίας και ότι το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο στο κοντινό και το απώτερο μέλλον συνιστούν τις βασικές ενεργειακές πηγές. Ασφαλώς και οι άλλες μορφές ενέργειας, όπως η ατομική και υδροηλεκτρική καθώς και οι ανανεώσιμες παίζουν σημαντικό ρόλο, όμως τον κυρίαρχο και καθοριστικό έχουν οι πρώτες.
Συνεπώς ο έλεγχος τόσο των ενεργειακών πηγών, πετρελαίου και φυσικού αερίου, όσο και ο ασφαλής έλεγχος της διακίνησής τους από τους παραγωγούς στους καταναλωτές μέσω των αγωγών για την απρόσκοπτη ροή του έχει καθοριστική γεωστρατηγική σημασία.
Όποιος κατέχει ή ελέγχει τα αποθέματα και την διακίνηση του μαύρου και κίτρινου χρυσού καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και την παγκόσμια αγορά.
Οι ενδοϊμπεριαλιστικές διενέξεις και οι πόλεμοι για την εξασφάλιση των χερσαίων και θαλασσίων οδών ή ο άμεσος ή έμμεσος έλεγχος του πετρελαϊκού πλούτου αποτελεί το προσδιοριστικό παράγοντα για τη στρατηγική των μεγάλων δυνάμεων σε παγκόσμια κλίμακα και καθορίζει σ’ ένα μικρό ή μεγάλο βαθμό και την τύχη των μικρών κρατών που εμπλέκονται λόγω στρατηγικής θέσης στο παιχνίδι των ζωνών επιρροής.
Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και των καθεστώτων του Ανατολικού Μπλόκ οδήγησε σε πρώτη φάση στην επικράτηση των ΗΠΑ ως την πρώτη πλανητική υπερδύναμη. Η ξαφνική πλεονεκτική της θέση την οδήγησε στην αλαζονική στάση να διεξαγάγει πολέμους σε πολλά μέτωπα για να αποκλείσει εγκαίρως άλλες δυνάμεις από τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών και κατοχυρώσει τα γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα για μελλοντικές εξελίξεις της.
Έτσι εξηγείται η εισβολή στο Ιράκ, η διάλυση και ο βομβαρδισμός της Γιουγκοσλαβίας, ο πόλεμος στο Αφγανιστάν, η προσπάθεια επέκτασης του ΝΑΤΟ, ως του στρατιωτικού βραχίονα της ιμπεριαλιστικής αυτής πολιτικής, στις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες, που διατηρούν άσβεστο το μίσος τους απέναντι στους Ρώσους, για την καταπίεση και εκμετάλλευση των χωρών τους κατά την σταλινική περίοδο και όχι μόνο, η πρόσδεση των λεγόμενων Νέων Χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο άρμα της Αμερικής και η δημιουργία μιας σειράς χωρών προτεκτοράτων για την εξυπηρέτηση αυτής της στρατηγικής.

2. Ο πολυπολικός κόσμος

Η άφρον αυτή προσπάθεια επέκτασης ανά την υφήλιο της αμερικανικής αυτοκρατορίας την οδήγησε αναγκαστικά στα όρια της. Η οικονομία της δεν είναι σε θέση να αντέξει το βάρος στρατιωτικών επεμβάσεων σε πολλά μέτωπα ανά τον κόσμο, που τελικά αποδεικνύεται ότι δεν μπορεί να ελέγξει αποτελεσματικά. Η αποτυχία της τόσο στο Ιράκ, όσο και στο Αφγανιστάν, που εξελίσσεται σε νέο Βιετνάμ, καθώς και πρόσφατα στη Γεωργία είναι σημάδια που δείχνουν ότι τα όρια της αντοχής της αρχίζουν αισθητώς να εξασθενούν.
Στο μεταξύ σήμερα με την επανάκαμψη της Ρωσίας ως βασικού ενεργειακού και στρατηγικού παράγοντα στην παγκόσμια σκηνή, καθώς και την ανάδειξη της Κίνας ως ζωτικού και επικίνδυνου οικονομικού αντιπάλου, χωρίς να παραβλέπουμε και την μελλοντική είσοδο στο παγκόσμιο οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό πεδίο της Ινδίας δημιουργείται ένας πολυπολικός κόσμος με διαφορετικά και αντικρουόμενα μεταξύ τους συμφέροντα. Μιλάμε επιπλέον για πυρηνικές δυνάμεις, που η προσπάθεια ελέγχου τους δημιουργεί κίνδυνο για παγκόσμια ανάφλεξη και καταστροφή. Το γεγονός αυτό επέτεινε τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και την προσπάθεια κατάκτησης γεωστρατηγικών πλεονεκτημάτων της κάθε πλευράς και για το λόγο αυτό οδήγησε σε περιφερειακές συγκρούσεις στα Βαλκάνια, στη Μέση και Άπω Ανατολή και πρόσφατα στην περιοχή του Καυκάσου. Ιδιαίτερα σφοδρή είναι η σύγκρουση ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία, όπου η πρώτη με στρατηγικές ψυχρού πολέμου, προσπαθεί να δαιμονοποιήσει την δεύτερη στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δημιουργήσει εχθρικά αντανακλαστικά κυρίως στις λεγόμενες Νέες Χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ήταν κάτω από τον ρωσικό ζυγό. Ο προσεταιρισμός των κρατών που συνορεύουν με τη Ρωσία, όπως η Ουκρανία και η Γεωργία και η τυχόν ένταξή τους στο ΝΑΤΟ καθώς και η πρόθυμη εγκατάσταση από μέρους της Πολωνίας και Τσεχίας πυραυλικών συστημάτων που στρέφονται ευθέως εναντίον της Ρωσίας, δημιουργεί επικίνδυνη ένταση στην περιοχή όχι μόνο του Καυκάσου, αλλά και στην Ευρώπη ολόκληρη.
Η στρατηγική των ΗΠΑ αποβλέπει στον αποκλεισμό της Ρωσίας στο να αποτελέσει ενεργειακό εταίρο της Ευρώπης, φοβούμενη την σταδιακή εξάρτησή της από την πρώτη. Επενδύει λοιπόν όλα τα διπλωματικά, οικονομικά, στρατιωτικά και ψυχολογικά μέσα που διαθέτει για να εξασφαλίσει την αποδέσμευση της Ευρώπης από την πετρελαϊκή εξάρτησή της από τη Ρωσία.

3. Η Ευρωπαϊκή Ένωση

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με την επέκτασή της από τα 15 μέλη -κράτη σε 27 με την εισδοχή σ’ αυτήν των πρώην κρατών του Σοβιετικού Μπλοκ και χωρίς να έχει επιτύχει την εμβάθυνσή της προηγουμένως και την πολιτική της συγκρότηση, άγεται και φέρεται από τις ΗΠΑ. Ήδη δημιουργούνται στους κόλπους της δύο αντίρροπες δυνάμεις με διαφορετικά συμφέροντα, που αποτελούν εκρηκτικό μείγμα για την ενότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από τη μία η πιστή φίλη της Αμερικής στην Ευρώπη Αγγλία και οι εξαρτημένες από τις ΗΠΑ λεγόμενες Νέες Χώρες και από την άλλη ο γαλλογερμανικός κυρίως άξονας με τις υπόλοιπες, που προσπαθούν να αποφύγουν τον εναγκαλισμό τους από τις ΗΠΑ και την απόλυτη ενεργειακή τους εξάρτηση απ’ αυτήν, διατηρώντας διαύλους επικοινωνίας με τη Ρωσία και εξασφαλίζοντας την ενεργειακή τους επάρκεια και από τις προμήθειες σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο και από τη Ρωσία.
Βασικά οι ΗΠΑ θέλουν την Ευρωπαϊκή Ένωση όμηρο των δικών τους συμφερόντων και με κάθε μέσο προσπαθούν να διαβάλουν και ενεργοποιήσουν τα ψυχροπολεμικά αντανακλαστικά των ευρωπαϊκών χωρών απέναντι στην Ρωσία. Η τυχόν εισδοχή της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση που επιδιώκει με κάθε μέσο η Αμερική, θα αποτελέσει το θανάσιμο πλήγμα στην Ενότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως ανεξάρτητου οργανισμού, που θα μπορούσε να παίξει κάποιον πολιτικό ρόλο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Οι ΗΠΑ θέλουν την Ευρώπη ως ενδοχώρα των δικών τους αγορών (ως ζώνη ελεύθερων ανταλλαγών) και όχι ως ανεξάρτητη και αυθύπαρκτη οντότητα. Αυτό είναι δεδομένο. Ως πολιορκητικοί κριοί χρησιμοποιούνται η Αγγλία και οι Νέες Χώρες. Με την τυχόν μελλοντική είσοδο της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαλύεται πια η Ένωση εις τα εξ ων συνετέθη και μπαίνει πάνω της οριστικά η ταφόπλακα.
Αυτήν την εξέλιξη αρχίζει να αντιλαμβάνεται ο γαλλογερμανικός άξονας και προβάλει τις αντιστάσεις του. Αυτό φάνηκε και στην Σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, όπου η αντίσταση στην πολιτική της Αμερικής στην περιοχή εκφράστηκε έκδηλα, κυρίως στην αντίθεσή τους στην εισδοχή της Ουκρανίας και Γεωργίας στο ΝΑΤΟ που θα δημιουργούσε ψυχροπολεμικό κλίμα με τη Ρωσία, το οποίο τελικά θα απέβαινε σε βάρος της Ευρώπης, αποκόπτοντας της από την τροφοδοσία της με ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο.

3. Η περιοχή του Καυκάσου και της Μέσης και Άπω Ανατολής

Η εισβολή των στρατευμάτων της Γεωργίας με εντολή του Σαακασβίλι, ενός παρανοϊκού «δημοκρατικού» δικτατορίσκου, μαριονέτα στα χέρια των Αμερικανών εντολέων του στη Νότια Οσετία με τα χιλιάδες θύματα και τις αμέτρητες καταστροφές, δείχνει ανάγλυφα τον κυνισμό και αμοραλισμό των ΗΠΑ, που είναι έτοιμες να αιματοκυλήσουν την ανθρωπότητα, προκειμένου να επιτύχουν τα γεωστρατηγικά τους σχέδια. Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις και έχει αναπτυχθεί μια ολόκληρη φιλολογία για τη σκοπιμότητα ή τις σκοπιμότητες αυτής της εγκληματικής κατά τα άλλα ενέργειας του Σαακασβίλι.
Τι εξυπηρετούσε άραγε αυτή η ενέργεια: Να δοκιμάσει, όπως λένε μερικοί αναλυτές τα αντανακλαστικά της Ρωσίας: Να την προκαλέσει για την επέμβαση, με τον αιματηρό αυτό τρόπο και μετά να την κατηγορήσει στη διεθνή κοινή γνώμη και κυρίως την αμερικανική και ευρωπαϊκή με την ελεγχόμενη πληροφόρηση, πόσο επικίνδυνη είναι οποιαδήποτε προσέγγιση με την ρωσική Αρκούδα, η οποία κατά την προπαγανδιστική τους άποψη αποτελεί απειλή για τη Δυτική Ευρώπη; Μήπως είχε τη σκοπιμότητα να προκαλέσει επέμβαση των Αμερικανών και Ευρωπαίων και την ένταξή της στο ΝΑΤΟ, για να προστατευθούν αποτελεσματικά οι αγωγοί πετρελαίου, προς όφελος της Δύσης; Μήπως - και αυτό επίσης δεν αποκλείεται - για να χρησιμοποιηθεί από τους συντηρητικούς κύκλους των ΗΠΑ, τα λεγόμενα γεράκια, εναντίον του Ομπάμα, που κρατάει μια πιο ήπια στάση στο θέμα του Καυκάσου και αποκτήσει πόντους ο ΜακΚέην, όπως και πραγματικά έγινε με την άνοδο κατά πέντε μονάδες πάνω από τον αντίπαλό του στις δημοσκοπήσεις.
Είναι αλήθεια ότι πολλές μπορεί να είναι οι αιτίες και οι αφορμές. Ένα είναι σίγουρο: Θέλουν να απομονώσουν ενεργειακά τη Ρωσία, για να είναι οι μοναδικοί και αποκλειστικοί προμηθευτές της Δύσης του πετρελαίου και φυσικού αερίου της Κασπίας θάλασσας και της Υπερκαυκασίας. Έτσι εξασφαλίζεται και ο στρατηγικός τους έλεγχος πάνω στην Ευρώπη και ο αποκλεισμός της Ρωσίας από κάθε δυνατότητα προσέγγισης με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πάντως οι Αμερικανοί άνοιξαν τον ασκό του Αιόλου.
Το θέμα του Ιράν έχει μια επιπλέον διάσταση. Πέρα από το γεγονός ότι το Ιράν αποτελεί μια ισχυρή περιφερειακή χώρα που βασίζεται τόσο στο πετρέλαιο όσο και στη στρατιωτική ισχύ, θέλει επιπλέον να μπει στη χωρία των πυρηνικών χωρών με πυρηνικά όπλα, που θα αποτελέσουν θανάσιμο κίνδυνο για την πιστή σύμμαχο της Αμερικής το Ισραήλ, καθώς και τις φίλες αραβικές χώρες που διαθέτουν πετρέλαιο.
Το Ισραήλ με κανένα τρόπο δεν θα παραμείνει αδρανές, αν διαπιστώσει ότι κινδυνεύει η ύπαρξη του στην περιοχή από μια πυρηνική απειλή που θα προέρχεται από το Ιράν. Αν είχε τη δυνατότητα θα βομβάρδιζε ήδη τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν, αλλά μετρώντας τις συνέπειες δεν το αποτολμά (ακόμη). Το Ιράν επιπλέον παρεμβάλλεται ανάμεσα στο Πακιστάν και Αφγανιστάν και τις φίλες προς την Αμερική χώρες, Τουρκία και Ισραήλ και δημιουργεί ανάσχεση στα σχέδια των ΗΠΑ να δημιουργήσουν στο υπογάστριο της Ρωσίας και της Κίνας βάσεις ανατροπής οποιουδήποτε κινδύνου από τις τρεις αυτές χώρες. Αυτό το σχέδιο των Αμερικανών είναι εκ των προτέρων καταδικασμένο σε αποτυχία, γιατί οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους ποτέ δεν είναι σε θέση να ελέγξουν το Αφγανιστάν και να επέμβουν στο Ιράν, αν δεν τους συμπαρασταθούν οι Ρώσοι και απ’ ότι φαίνεται δεν μπορούν να κάνουν τίποτε και χωρίς την τυχόν βοήθεια τους. Επιπλέον οι Ρώσοι είναι σε οποιαδήποτε στιγμή σε θέση να ανακόψουν τον ανεφοδιασμό των δυτικών δυνάμεων από τις φίλες προς την Ρωσία χώρες της Κεντρικής Ασίας.
Οι ΗΠΑ σε μια ψυχροπολεμική αντιπαράθεση με την Ρωσία σε ευρεία κλίμακα και σε όλα τα μέτωπα είναι εκείνη με τις μεγαλύτερες απώλειες, για να μην πούμε αποκλειστικές. Η διεθνής κατάσταση έχει αλλάξει ριζικά. Δεν είναι πλέον οι ΗΠΑ που ορίζουν το παιχνίδι στη διεθνή σκακιέρα, αλλά κυρίως οι Ρώσοι. Πρώτον γιατί είναι ανεξάρτητοι ενεργειακά που παίζει καθοριστικό ρόλο στις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιπαραθέσεις και γιατί επιπλέον υπερασπίζονται μια περιοχή που είναι δίπλα τους και έχουν άμεσο συμφέρον και δυνατότητα να την προασπίσουν αποτελεσματικά.

4. Η περιοχή των Βαλκανίων

Δύο χώρες υπάρχουν στα Βαλκάνια, φίλα διακείμενες προς την Ρωσία. Η μία είναι η πρώην Γιουγκοσλαβία και νυν Σερβία και η Ελλάδα. Η καθεμιά με διαφορετικά χαρακτηριστικά στα πλαίσια των διεθνών συσχετισμών και δυνατοτήτων.
Σε μια εισήγησή μου στην Ελληνοκουρδική Ένωση Φιλίας, της οποίας υπήρξα πρόεδρος περίπου δύο δεκαετίες, είχα γράψει δύο μήνες πριν τους βομβαρδισμούς της Σερβίας, ότι η οι Αμερικανοί μετά τον πόλεμο του Κόλπου θα επέμβουν για να συντρίψουν τη Σερβία. Ο λόγος που διατύπωσα τότε αυτές τις σκέψεις οφείλεται στο γεγονός, ότι αφού οι ΗΠΑ εισέβαλαν και κατέλαβαν το Ιράκ, ο επόμενος στόχος ήταν τα Βαλκάνια και μάλιστα οι χώρες που είχαν φιλικές σχέσεις με τη Ρωσία.
Ήμουν και είμαι ακόμη πεπεισμένος ότι οι ΗΠΑ θα έκαναν το ίδιο με την Ελλάδα, αν τους το επέτρεπε η διεθνής συγκυρία. Επειδή όμως η Ελλάδα είναι στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι εύκολη και αποδοτική μια τέτοια ενέργεια, τουλάχιστον στην παρούσα φάση. Χρησιμοποιούν όμως άλλες μεθόδους και τρόπους, για να ελέγξουν την Ελλάδα, για τα οποία θα αναφερθώ πιο κάτω. Αλλιώς θα το έπρατταν, όπως το έπραξαν σε πολλές άλλες περιπτώσεις, χωρίς να λογαριάζουν τις ανθρώπινες απώλειες και τις καταστροφές σε άψυχο υλικό. Η εφτάχρονη δικτατορία αποτελεί ένα μικρό παράδειγμα. Προκειμένου να ικανοποιήσουν τα ιμπεριαλιστικά τους σχέδια για την εξυπηρέτηση του κεφαλαίου, δηλαδή των οικονομικών τους συμφερόντων, δεν διστάζουν να αιματοκυλήσουν τον κόσμο.
Αυτή είναι η δική τους «ηθική» και η δική τους έννοια της «δημοκρατίας» και των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», που για την δήθεν υπεράσπισή τους είναι σε θέση να καταστρέψουν την υφήλιο. Τρομοκρατούν την ανθρωπότητα για να τη «σώσουν» από τους τρομοκράτες.
Σκοπός των ΗΠΑ και των συμμάχων τους ήταν η καταστροφή οποιασδήποτε δύναμης στα Βαλκάνια θα έμπαινε εμπόδιο στα σχέδιά τους να μεταβάλουν τα Βαλκάνια σε χώρες προτεκτοράτα, βάσεις στρατιωτικές και κατασκοπευτικές, ενάντια στην αυξανόμενη δύναμη της Ρωσίας. ώστε να δημιουργηθεί ένας στρατιωτικός μηχανισμός ελέγχου και απομόνωσής της από τυχόν φίλους και συμμάχους και ελαχιστοποιήσουν έως και εξαφανίσουν κάθε επιρροή της. Η ενίσχυση των πρώην τρομοκρατών του UCK και μετέπειτα αναβαθμισμένων σε απελευθερωτικές δυνάμεις στο Κόσοβο και η προσπάθειά τους να μεταστρέψουν την παραδοσιακή φιλία των Σέρβων προς τους Ρώσους σε εχθρότητα με δέλεαρ την εισδοχή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι ένα καλομελετημένο και καλοστημένο σχέδιο της Δύσης για συμβιβασμό και προσαρμογή στα προστάγματα και προτάγματα των Αμερικανών και των συμμάχων τους στο ΝΑΤΟ.
Απομένει στην περιοχή των Βαλκανίων η Ελλάδα.

5. Η Ελλάδα και η σχέση της με τους «άσπονδους φίλους της στη Δύση» και τους «εχθρούς της στην Ανατολή».

Στην ανάλυση του θέματος αυτού θα πρέπει να ξεκινήσουμε:
1. Από τη βασική αρχή στις διακρατικές σχέσεις που λέει ότι δεν υπάρχουν φίλοι και εχθροί, αλλά μόνο συμφέροντα.
2. Από τη θεμελιώδη αρχή ότι οι Αγγλοαμερικάνοι είναι οι μεγαλύτεροι εχθροί των Ελλήνων. Αυτή η αρχή εκφράζεται από τον αρχιτέκτονα της Νέας Τάξης και της ανθελληνικής πολιτικής στα νεώτερα χρόνια Κίσιγκερ, ο οποίος κατά την βράβευσή του από Αμερικανούς μεγαλοεπιχειρηματίες στην Ουάσιγκτον (Σεπτέμβρης 1994) δήλωσε τα ακόλουθα:
«Ο ελληνικός λαός είναι δυσκολοκυβέρνητος και γι’ αυτό πρέπει να τον πλήξουμε βαθιά στις πολιτισμικές του ρίζες. Τότε ίσως συνετισθεί. Εννοώ δηλαδή να πλήξουμε τη γλώσσα, τη θρησκεία, τα πνευματικά και ιστορικά του αποθέματα, ώστε να εξουδετερώσουμε κάθε δυνατότητα του να αναπτυχθεί, να διακριθεί, να επικρατήσει, για να μη μας παρενοχλεί στα Βαλκάνια, στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Μέση Ανατολή, σε όλη αυτή τη νευραλγική περιοχή, μεγάλης στρατηγικής σημασίας για μας, για την πολιτική των ΗΠΑ».
Και αν ακόμη υποθέσουμε ότι τα ανωτέρω δεν είναι δηλώσεις του Κίσινγερ και ότι ποτέ δεν ειπώθηκαν, όμως στην πράξη επαληθεύεται καθημερινά η κυνική τους αλήθεια.
Οι Άγγλοι είναι υπεύθυνοι για τον εμφύλιο, που υπήρξε η μεγαλύτερη καταστροφή της Ελλάδας μετά την Μικρασιατική καταστροφή στον 20 αιώνα. Οι Αγγλοαμερικάνοι είναι υπεύθυνοι για την 7χρονη δικτατορία στην Ελλάδα και την καταστροφή της Κύπρου. Οι ίδιοι είναι οι αρχιτέκτονες της όλης επιθετικής πολιτικής της Τουρκίας εναντίον μας, τόσο στην Κύπρο, όσο και στο Αιγαίο, όσο και στην Θράκη, όσο και στην στήριξη της αλυτρωτικής πολιτικής της ΠΓΔΜ και της επιθετικής πολιτικής των Αλβανών για την Τσαμουριά. Δεν είναι αυτοί που θέλουν να μοιράσουν το μισό Αιγαίο και τη Δυτική Θράκη στους Τούρκους, την Ελληνική Μακεδονία στους Σκοπιανούς και την Ήπειρο στους Αλβανούς; Ή μήπως όλα αυτά είναι αποκυήματα φαντασίας. Δεν ήταν πρόσφατα, δηλαδή στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που ο Χίτλερ είχε κομματιάσει την Ελλάδα και την παραχωρούσε στους Συμμάχους του; Την Μακεδονία και την Δυτική Θράκη στους Βούλγαρους, την Θεσσαλία στους Ιταλούς κ.λπ; Και υπάρχουν δυστυχώς και μερικοί της Αριστεράς (ελάχιστοι ευτυχώς) που παραχωρούν την ελληνική Μακεδονία στους Σκοπιανούς, μη γνωρίζοντας οι ανιστόρητοι ότι, όταν οι Σκοπιανοί μιλούν για Μακεδονία, εννοούν κυρίως την ελληνική Μακεδονία, αυτήν που αποκαλούν οι ίδιοι Μακεδονία του Αιγαίου;
Δεν υπάρχει κανένα θέμα εξωτερικής πολιτικής στο οποίο να μη μας αντιμάχονται οι Αγγλοαμερικάνοι, υποστηρίζοντας τους γείτονές μας. Μπορεί ο ίδιος ο Μπους να μην γνωρίζει που βρίσκεται η Ελλάδα και η Μακεδονία, όμως εκείνοι που τον καθοδηγούν, γνωρίζουν πολύ καλά. Τώρα ήρθε και η σειρά της συμφωνίας από την ελληνική βουλή για τους αγωγούς με τη Ρωσία που θέλουν και πιέζουν να την ακυρώσουμε, για να είμαστε τα τέλεια υποτακτικά τους. Πολύ φοβούνται την μήνη των Αγγλοαμερικάνων, αν δεν συμμορφωθούμε με «τας άνωθεν εντολάς». Τι άλλο κακό μπορούν άραγε να μας κάνουν; Τι χειρότερο μπορεί να συμβεί απ’ αυτά που υφιστάμεθα τώρα από τους ίδιους; Απολύτως τίποτε, αν σηκώσουμε το ανάστημά μας και τους πούμε ένα βροντερό «όχι». Τότε μόνο θα σταματήσουν. Τότε μόνο θα αλλάξουν στάση. Τότε και οι Έλληνες της Αμερικής μπορούν να πουν στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ: Αν θέλετε τους Έλληνες φίλους, αλλάξτε πολιτική απέναντί τους.
3. Θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι δυστυχώς ο μεγαλύτερος εχθρός των Ελλήνων είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Γιατί Έλληνες είναι και εκείνοι που συντάχθηκαν με τους εχθρούς μας. Έλληνας ήταν ο δικτάτορας Παπαδόπουλος και Ιωαννίδης, Έλληνας ήταν και ο εφιάλτης και τόσοι άλλοι εφιάλτες που εξέθρεψε στους κόρφους της η Ελλάδα. Έλληνες είναι εκείνοι που συνετέλεσαν στις μεγαλύτερες καταστροφές της Ελλάδας από την αρχαιότητα έως σήμερα. Έλληνες ήταν υπεύθυνοι για τη Μικρασιατική καταστροφή, Έλληνες για τον εμφύλιο, Έλληνες για τη Χούντα, Έλληνες για την καταστροφή της Κύπρου.
Εμείς είμαστε υπαίτιοι για όλα αυτά και για όλα τα κακά της μοίρας μας. Γιατί οι άλλοι, οι ξένοι κάνουν απλώς τη δουλειά τους .
Εμείς τι κάνουμε! Εδώ είναι το πρόβλημα. Μας αποχαυνώνει ο καταναλωτικός ευδαιμονισμός, η μοιρολατρία και η ηττοπάθεια. Και σ’ αυτό το πρόβλημα υπάρχουν φυσικά απαντήσεις.
Όμως ας δούμε πρώτα πιο είναι το πρόβλημα:
Εμείς υποχωρούμε συνεχώς στις αξιώσεις των Τούρκων στην Κύπρο, χωρίς να υπάρχει καμία απολύτως υποχώρηση, ούτε σαν ένδειξη απλής καλής θέλησης από μέρους τους. Ούτε μία εδώ και 34 χρόνια, δηλαδή μετά την εισβολή και κατοχή της Κύπρου. Το συνειδητοποιήσαμε αυτό; Εμείς ξεχνούμε ότι το πρόβλημα της Κύπρου είναι πάνω και πρώτα απ’ όλα πρόβλημα εισβολής και κατοχής;
Εμείς δίνουμε λαβές στην επιθετική πολιτική των Τούρκων στο Αιγαίο, αναγνωρίζοντας στο Ελσίνκι συνοριακές διαφορές με την Τουρκία στο Αιγαίο και αναγνωρίζοντας ζωτικά συμφέροντά τους στη Μαδρίτη. Εμείς υποχωρούμε συνεχώς στις συνεχείς παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου, δίνοντας την αίσθηση ότι οι Τούρκοι μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν.
Εμείς αφήνουμε την τουρκική προπαγάνδα να αλωνίζει στην Θράκη, να καταργούμε τη συνθήκη της Λωζάνης από μόνοι μας, αναγνωρίζοντας αντί για μουσουλμανική τουρκική μειονότητα. Με τον τρόπο αυτό να τους δίνουμε και από πάνω συγχωροχάρτι για την εξόντωση του ελληνικού πληθυσμού στην Κωνσταντινούπολη και την Ίμβρο και την Τένεδο. Εμείς τους δίνουμε το δικαίωμα να οργιάζουν σε ανθελληνική προπαγάνδα στην ίδια μας την επικράτεια. Οι Τούρκοι όποτε τους συμφέρει επικαλούνται τις διεθνείς συνθήκες. Ας θυμηθούμε την επιχειρηματολογία της τουρκικής κυβέρνησης για τη διέλευση του αμερικανικού πολεμικού πλοίου από τα Δαρδανέλια. Επικαλέσθηκε τη συνθήκη του Μοντρέ για να απαγορεύσει τον διάπλου. Εμείς αντιθέτως καταργούμε τις διεθνείς συνθήκες, ως άλλοι ραγιάδες απέναντι στον Νέο - Οθωμανισμό.
Υποχωρούμε ακόμη απέναντι στις απαιτήσεις του κάθε Γκρούεφσκι, κάνοντάς τον αξιόπιστο συνομιλητή στις υπερεθνικιστικές του υστερίες και χαρακτηρίζοντάς τις συνεχείς προκλήσεις του ως «γελοιότητες». Στο μεταξύ εκείνοι προωθούν τα σχέδιά τους, ακολουθώντας το σοφό: «Ένα ψέμα την ημέρα, την αλήθεια κάνει πέρα». Γι’ αυτό και η στάση του πρακτορίσκου Νίμιτς και του Γραμματέα του ΟΗΕ που μιλούν και για άλλα προβλήματα που θα συζητηθούν αργότερα.
Ποιος όμως βρίσκεται πίσω από την εχθρική πολιτική όλων αυτών των «άσπονδων» γειτόνων μας; Η απάντηση είναι μία: Οι Αγγλοαμερικάνοι. Αυτοί είναι που τους στηρίζουν, που τους ενισχύουν εναντίον μας και κοντά σ’ αυτούς φυσικά και οι σύμμαχοί τους Τούρκοι, με τον Νεο- Οθωμανισμό τους. Πρωταρχικά όμως είναι οι Αγγλοαμερικάνοι και να μην το ξεχνάμε.
Και ο λόγος είναι απλός: Οι Αγγλοαμερικάνοι θα ήθελαν να μας συντρίψουν, όπως έκαναν με του Σέρβους. Αφού όμως δεν τους παίρνει κάτω από τις σημερινές συνθήκες να βάλουν μπρος τα αεροπλάνα και τα τανκς τους να μας βομβαρδίσουν, χρησιμοποιούν τους συμμάχους τους Τούρκους, ως περιφερειακή ιμπεριαλιστική δύναμη, και τα προτεκτοράτα τους στο Βορρά, ΠΓΔΜ και Αλβανία, για να μας συνετίσουν και μας κάνουν κυριολεκτικά το βίο αβίωτο. Γιατί συνεχώς θα ζούμε κάτω από την απειλή τους και με συνεχή ανασφάλεια. Κι ας μην ισχυριστεί κανείς ότι είναι πολύ αδύναμοι και μικροί για να μας κάνουν κακό. Ασφαλώς μόνοι τους δεν μπορούν να κάνουν τίποτε χωρίς την στήριξη των πατρώνων τους Αγγλοαμερικάνων. Γνωστή είναι η ρήση του Κλαούζεβιτς: «Τα μικρά κράτη έχουν τόση δύναμη, όση η ταύτισή τους με τα συμφέροντα των μεγάλων». Συνεπώς δεν είναι οι Σκοπιανοί και οι Αλβανοί που μας απειλούν, αλλά οι Αγγλοαμερικάνοι και οι Τούρκοι που τους στηρίζουν. Βέβαια όχι οι λαοί τους.
Η στάση τους φυσικά είναι δικαιολογημένη. Στη ΠΓΔΜ δημιουργείται σύμφωνα με πληροφορίες του γερμανικού περιοδικού «Der Spiegel» μια τεράστια πρεσβεία με μεγάλη διπλωματική αποστολή, όπου θα στεγαστούν το τοπικό κέντρο της CIA και το λογιστικό κέντρο για τη μεγαλύτερη στρατιωτική βάση στον κόσμο, που χτίζεται στα σύνορα Κοσόβου -Σκοπίων, καθώς και για τις στρατιωτικές και κατασκοπευτικές βάσεις στη Βουλγαρία και Ρουμανία.
Η στήριξη και βοήθεια που προσφέρουν οι «άσπονδοι φίλοι μας» Αγγλοαμερικάνοι στους γείτονες μας από Ανανατολάς και Βορράν εξυπηρετεί και έναν άλλο στόχο. Να πιέσει την Ελλάδα, να μην κάνει ανοίγματα προς τη Ρωσία, γιατί οι περιοχές που θα περάσει το πετρέλαιο και φυσικό αέριο δεν είναι ασφαλείς και δεν είναι ασφαλείς, γιατί τις διεκδικούν οι Τούρκοι (Δυτική Θράκη), οι Σκοπιανοί (Μακεδονία του Αιγαίου) και οι Αλβανοί (Ήπειρος - Τσαμουριά).
Δυστυχώς η Ελλάδα δεν έχει κατανοήσει ότι διαθέτει και αυτή μια σημαντική γεωστρατηγική θέση. Το ομολογεί εξάλλου και ο ίδιος ο Κισιγκερ. Μόνο η ελληνική πολιτεία δεν το βλέπει. Πρώτ’ απ’ όλα από το έδαφός της, την Βόρεια Ελλάδα θα περάσουν δύο σημαντικοί αγωγοί πετρελαίου και φυσικού αερίου, απαραίτητοι για την προμήθεια της Δύσης με ενέργεια. Δεύτερο η Ελλάδα βρίσκεται στις θαλάσσιες οδούς μαζί με την Κυπριακή Δημοκρατία που μπορεί να ελέγξει τη ροή του μαύρου χρυσού, αν ακολουθήσει μια εθνική στρατηγική και όχι υποτελή στους Αγγλοαμερικάνους. Όλα σχεδόν τα πετρέλαια αναγκαστικά περνούν από το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Εμείς οι ίδιοι βλακωδώς υποτιμούμε τη στρατηγική σημασία της χώρας μας.
Μπορεί όλα αυτά να φαίνονται αποκυήματα επιστημονικής φαντασίας, όμως στα διεστραμένα μυαλά του οικονομικοστρατιωτικού κατεστημένου της Αγγλίας και της Αμερικής αποτελούν ρεαλιστικούς σχεδιασμούς, προκειμένου να υπηρετήσουν τα οικονομικά τους συμφέροντα. Τι τους ενδιαφέρει κι αν αιματοκυλισθεί ο κόσμος; Τι άλλες αποδείξεις θέλουμε;
Φυσικά δεν περιμένουμε αντιδράσεις από το αμερικανόδουλο Υπουργείο Εξωτερικών, που καλώς ονομάστηκε από μερικούς επιτυχώς «Υπουργείο Εξωφρενικών». Ούτε δυστυχώς από την υποτελή στάση των ελληνικών κυβερνήσεων. Όμως ο ελληνικός λαός δεν υποτάσσεται και ίσως αυτό το γεγονός δημιούργησε τις προϋποθέσεις να προχωρήσει ο Καραμανλής στις συμφωνίες με τη Ρωσία, δημιουργώντας αντιπερισπασμό στις ΗΠΑ. Ας ελπίσουμε ότι η ελληνική κυβέρνηση θα αντέξει στις πιέσεις.
Αν έχουμε σήμερα κάποιους δυνητικούς φίλους, για τους δικούς τους λόγους και για τα δικά τους συμφέροντα αυτοί δεν βρίσκονται στην Δύση, κι ας «ανοίκομεν» εις τον ΝΑΤΟ και εις την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά στην Ανατολή, δηλαδή στη Ρωσία. Τα συμφέροντα της Ρωσίας ταυτίζονται σήμερα με τα δικά μας και τα δικά μας με της Ρωσίας, κάτω όμως από ορισμένες προϋποθέσεις που πρέπει να εκπληρωθούν από μέρους της. Σήμερα η μόνη χώρα που τρέφει φιλικά αισθήματα απέναντι στους Ρώσους στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη γενικότερα είναι μόνο η Ελλάδα. Αυτό το ανάδελφο κράτος. Κι αυτός είναι ένας λόγος που μας εχθρεύονται οι Αγγλοαμερικάνοι. Και πρέπει να το τονίζουμε με κάθε ευκαιρία, έως να αλλάξουν στάση απέναντί μας, αν αλλάξουν ποτέ. Είναι εχθροί μας και όχι φίλοι μας και ας είμαστε σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ, που πρέπει σαν ιμπεριαλιστικός στρατιωτικός βραχίονας της Δύσης να διαλυθεί, μετά την κατάλυση του συμφώνου της Βαρσοβίας.
Γι’ αυτό πρέπει όλες οι πατριωτικές δυνάμεις να αποδυθούν σε εκθέσεις και διαβήματα προς τη Ρωσία να αλλάξει τη στάση της απέναντι στην Ελλάδα και να αναθεωρήσει τη θέση της για το Σκοπιανό, ονομάζοντας τη χώρα αυτή με το όνομα που χρησιμοποιείται στους διεθνείς οργανισμούς και προ πάντων στο Συμβούλιο Ασφαλείας και τον ΟΗΕ. Αυτό θα αποτελούσε για τους Έλληνες μια φιλική χειρονομία, η οποία θα άλλαζε άρδην όλα τα έως τώρα δεδομένα και θα ωφελούσε πρώτα απ’ όλα την ίδια τη Ρωσία. Γιατί ο Γκρούεφσκι είναι ο Σαακασβίλι των Βαλκανίων. Μια μαριονέτα των Αμερικανών, ικανή να πράξει και στα Βαλκάνια κάτι ανάλογο που έπραξε ο παρανοϊκός Σαακασβίλι στη Νότια Οσετία. Επιπλέον θα αποκτούσε η Ρωσία έναν σταθερό φίλο, τον ελληνικό λαό και αυτό μπορεί να επηρέαζε και τη στάση των ελληνικών κυβερνήσεων, που κατά κάποιο τρόπο δεν θα μπορούσαν τόσο εύκολα να έρθουν σε άμεση ρήξη με το κοινό αίσθημα. Θα έδινε ακόμη αφορμή και αιτία να ζητήσει η ελληνική κυβέρνηση να αλλάξουν και οι άλλες «φίλιες» κυβερνήσεις τη στάση τους και να προσαρμοστούν και ευθυγραμμιστούν με αυτό το όνομα που χρησιμοποιείται στους διεθνείς οργανισμούς, ώσπου να βρεθεί κοινά αποδεκτή λύση. Αυτό μπορεί να το απαιτήσει, τουλάχιστον από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γιατί πότε και κάτω από ποιες προϋποθέσεις θα δείξουν την αλληλεγγύη τους προς την Ελλάδα, αν όχι με το Σκοπιανό και το Κυπριακό;
Έως ότου να βρεθεί αμοιβαία αποδεκτή λύση να φέρει η γείτονα χώρα το όνομα ΠΓΔΜ.Αλλά πως είναι δυνατό να αλλάξουν στάση οι υποτιθέμενοι φίλοι και σύμμαχοί μας όταν η Ελληνική Κυβέρνηση δεν απαιτεί από τις «φίλιες και σύμμαχες» χώρες τουλάχιστον να αναθεωρήσουν τη στάση τους στο Σκοπιανό και να συμμορφωθούν με τις αποφάσεις τον ΗΕ, όπου το γειτονικό κράτος φέρει το όνομα FYROM και όχι Μακεδονία; Πως είναι δυνατό ο Καραμανλής να μη ζητά από τα «αδελφά συντηρητικά κόμματα» της Ευρώπης να αλλάξουν στάση και να δείξουν την αλληλεγγύη τους προς την Ελλάδα, καθώς και ο πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς Γιώργος Παπανδρέου να μη θέλει, για να μην δυσαρεστήσει προφανώς τον Μπους και την Κοντολίζα Ράις, να μη θέσει το θέμα στους ομοϊδεάτες του για το ίδιο ζήτημα. Πως να μας υπολογίζουν για σοβαρούς και όχι γελοίους, δουλοφρενείς και δουλοπρεπείς, όταν δεν αποτολμάμε να διεκδικήσουμε αυτά που ανταποκρίνονται στις διεθνείς συνθήκες και τους διεθνείς κανόνες και εκφάζουνε τη διεθνή έννομη τάξη;
Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ να μη απαιτεί από την ελληνική κυβέρνηση να διεκδικήσει το δίκαιο και από τα αδελφά κόμματα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς το ίδιο;
Πως να μας υπολογίζουν, όταν εμείς οι ίδιοι καταπατούμε αυτές τις διεθνείς συνθήκες, στην προκείμενη περίπτωση τις αποφάσεις των ΗΕ, για την ονομασία της γειτονικής χώρας με το όνομα που είναι αναγνωρισμένο στον ΟΗΕ;
Και ας μην μου πει κάποιος ότι όλα αυτά δεν είναι ρεαλιστικά και δεν μπορούν να επιτευχθούν. Θα του απαντούσα με την φράση του Μπεν Γκουριόν, όταν του έθεταν τέτοια προβλήματα: «Δε μπορεί κανείς να είναι ρεαλιστής, αν δεν πιστεύει σε θαύματα».

Γκρούεφσκι, ο Σαακασβίλι των Βαλκανίων

του Δαμιανού Βασιλειάδη, εκπαιδευτικού, μέλους της Κεντρικής Επιτροπής του ΔΗΚΚΙ
Αθήνα, 14.8.08
Οι επιστήμονες λένε ότι είναι «παρανοοϊκός», ο απλώς λαός λέει: «δεν είναι στα καλά του». Πρόκειται για ανθρώπους, όπως ο Σαακασβίλι και ο Γκρούεφσκι, που τη συμπεριφορά τους δεν μπορείς με κανένα τρόπο να την εξηγήσεις πολιτικά ή μόνον πολιτικά, αλλά κυρίως και κατά προτίμηση ψυχολογικά.
Την ψυχολογία δεν την είχε σε εκτίμηση η μαρξιστική θεωρία, γιατί θεωρούσε ότι τα πάντα καθόριζαν κυριολεκτικά οι οικονομικοί όροι. Τον τελευταίο αιώνα ανακαλύφθηκε και ο ρόλος της ψυχολογίας και των κλάδων της (ψυχανάλυση, ψυχοπαθολογία κ.λπ) στην ερμηνεία ιστορικών γεγονότων.
Ποια είναι άραγε τα στοιχεία που συνθέτουν την ψυχοσύνθεση και χαρακτηριοδομή του Σαακασβίλι, αν μελετήσουμε τα εξωτερικά φαινόμενα και τους δώσουμε έναν εσώτερο, ψυχοαναλυτικό χαρακτήρα;
Στην τηλεόραση εμφανίστηκε ως ένας θεατρίνος παρανοϊκός, που δεν διστάζει να θυσιάσει χιλιάδες ανθρώπινες ζωές, προκειμένου να ικανοποιήσει τις άμετρες φιλοδοξίες του για εξουσία και δόξα.
Αν πρόσεχε κανείς το βλέμμα του και τις κινήσεις του, τους θεατρινισμούς του, θα μπορούσε να τον παρομοιάσει ως ένα μικρό Χίτλερ και Μουσολίνι , που προσπαθεί με ύπουλα «αφελή» και «αθώο» τρόπο να φανατίσει τα πλήθη, ότι έχει δίκιο.
Τέτοιοι τύποι είναι αδίστακτοι και είναι σε θέση να αιματοκυλήσουν την ανθρωπότητα για να ικανοποιήσουν τα ποταπά τους προσωπικά κίνητρά, εξυπηρετώντας παράλληλα ως μαριονέτες τους γεωπολιτικούς στόχους των πατρώνων τους.
Μια τέτοια «προσωπικότητα» είναι τόσο ο Σαακασβίλι, όσο και ο Γκρούεφσκι. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τέτοιους ανθρώπινους τύπους επέλεξαν τα επιστημονικά επιτελεία της Αμερικής για να τους σπουδάσουν και τους εγκαταστήσουν (εμφυτεύσουν κυριολεκτικά) στις δορυφορικές χώρες τους. Ήξεραν τα αρμόδια επιστημονικά ινστιτούτα, που ασχολούνται με την επιλογή παρανοϊκών δικτατορίσκων, ότι είναι κατάλληλοι γι’ αυτό το ρόλο. Έχουν δηλαδή τα κατάλληλα ψυχολογικά και πνευματικά εφόδια για να παίξουν το ρόλο που τους έχει ανατεθεί και που ανταποκρίνεται στην ψυχοσύνθεσή τους. Τους προδίδει το απλανές βλέμμα τους και ο αλαζονικός χαρακτήρας τους. Ίσως είναι εξωτερίκευση μιας εσωτερικής ανώμαλης κατάστασης, που εκδηλώνεται μ’ αυτό τον τρόπο.
Οι συνεχείς και παράλογες προκλήσεις του Γκρούεφσκι, που με την κοινή ανθρώπινη λογική δεν μπορούν να εξηγηθούν, όπως η τελευταία του απαίτηση να αφαιρεθεί το όνομα «Μακεδονία» από το αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης, δεν είναι «γελοιότητες», όπως αμήχανα και βλακωδώς, τις χαρακτήρισε το Υπουργείο Εξωτερικών. Αυτές οι προκλήσεις και θα κλιμακωθούν και θα οδηγήσουν, εφόσον συνεχιστούν, (και θα συνεχιστούν) σε αποσταθεροποίηση της περιοχής των Βαλκανίων με ανάλογες προκλήσεις στα Βαλκάνια, όπως αναλογικά έχει κάνει και ο Σαακασβίλι.
Οι τύποι είναι απρόβλεπτοι, μεγαλομανείς με τάση αυτοκαταστροφής και γι’ αυτό επικίνδυνοι.
Πρόκειται για άκρως ανησυχητικά φαινόμενα που μπορούν να οδηγήσουν και σε αιματοκύλισμα την περιοχή. Ποιος μας εγγυάται ότι αύριο μεθαύριο δεν θα προκαλέσει ο Γκρούεφσκι αιματηρά επεισόδια στην Ελληνική Μακεδονία για να οργανώσει την ανθελληνική του προπαγάνδα, μιας και η σημερινή του τακτική δεν αποδίδει;
Ποιος μας εγγυάται ότι δεν θα πράξει κάτι ανάλογο με τον Σαακασβίλι, που θυσίασε εν γνώσει του χιλιάδες αθώους πολίτες όχι μόνο της Νότιας Οσετίας, αλλά και της ίδιας του της χώρας, προκειμένου να πετύχει τους άνομους στόχους του; Πρόκειται πράγματι για αδίστακτους παρανοϊκούς τύπους, που δεν τους σταματάει καμία λογική. Δεν μπορείς να συμπεριφερθείς απέναντι σε έναν ανισόρροπο και ψυχολογικά απρόβλεπτο τύπο με λογικές συμπεριφορές και με συμπεριφορές του τύπου: «γελοιότητες», για να ερμηνεύσεις και αντιμετωπίσεις τέτοια και παρόμοια φαινόμενα. Πρέπει τα μηνύματα αυτά να τα πάρει πολύ σοβαρά η ελληνική κυβέρνηση και να μην αντιμετωπίζει τα προβλήματα της εξωτερικής μας πολιτικής με «γελοίο», πραγματικά τρόπο. Την ίδια συμπεριφορά έδειχνε η ελληνική πολιτεία καθ’ όλη τη διάρκεια της προπαγάνδας του Τίτο και κατόπιν των Σκοπιανών.
Με τον τρόπο αυτόν ενθαρρύνεις τους επίδοξους παρανοϊκούς σε ενέργειες, οι οποίες μπορούν να δυναμιτίσουν την ειρήνη στην περιοχή και να αποδειχτούν στην πράξη καταστροφικές.
Αν υποθέσουμε ότι οι προσπάθειες των Αμερικανών είναι να αποκλείσουν τους Ρώσους από τις διόδους διέλευσης του πετρελαίου και φυσικού αερίου, γιατί να μην θέλουν να αχρηστεύσουν τη συμφωνία Ελλάδας - Ρωσίας ανακόπτοντας στη Βόρειο Ελλάδα και συνεπώς στη Μακεδονία τους αγωγούς. Αρκεί να ενισχύσουν τους Σκοπιανούς στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν τη Μακεδονία του Αιγαίου, τους Τούρκους για ανεξάρτητη Θράκη και του Αλβανούς για την Τσαμουριά. Ούτως ή άλλως, μετά τη Σερβία είναι η Ελλάδα στο στόχαστρο των Αμερικανών και των συμμάχων τους άγγλων και Τούρκων και των άλλων «άσπονδων φίλων μας» και δεν πρόκειται ποτέ να συγχωρήσουν τον Καραμανλή και γενικότερα τους Έλληνες, γι’ αυτή τη συγκεκριμένη προσέγγιση Ελλάδας -Ρωσίας. Οι Αμερικανοί θέλουν - είναι πια κοινό μυστικό - να αποκλείσουν την «εξάρτηση της Δύσης» από τη Ρωσία και να την αντικαταστήσουν με τον δικό τους απόλυτο έλεγχο. Στόχος τους είναι να δαιμονοποιήσουν και στη συνέχεια απομονώσουν τη Ρωσία. Το παράδειγμα της Πολωνίας για την εγκατάσταση αντιπυραυλικής ασπίδας είναι χαρακτηριστικό. Θέλουν να ελέγχουν τόσο τις πηγές όσο και τη δίοδο των πετρελαίων και του φυσικού αερίου.
Στο πρόσωπο του Μπους βρικολάκιασε ο Χίτλερ. Θα πουν μερικοί ότι αυτά είναι αποκυήματα επιστημονικής φαντασίας. Τα γεγονότα όμως στον Καύκασο δυστυχώς αποδεικνύουν ότι τέτοια σενάρια είναι πέρα από αληθινά. Προκειμένου να πετύχουν τους γεωστρατηγικούς και γεωπολιτικούς τους στόχους είναι ικανοί, όπως το απέδειξαν άλλωστε και σε άλλα μέρη του πλανήτη, να αιματοκυλήσουν την ανθρωπότητα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι θέλουν να συντρίψουν την αντίσταση του ελληνικού λαού, που παρ’ όλα τα αλαλούμ και τις ανεπάρκειες και την υποτέλεια από δεξιά και αριστερά της ηγεσίας του, απέδειξε και αποδεικνύει τον αντιστασιακό του χαρακτήρα.

Χίτλερ και Μπους

Με αφορμή την εποποιία της 28ης Οκτωβρίου 1940
του Δαμιανού Βασιλειάδη, εκπαιδευτικού, μέλους της Κεντρικής Επιτροπής του ΔΗΚΚΙ
Αθήνα, 5.9.08
Τι το κοινό άραγε μπορεί να έχει ο Χίτλερ με τον Μπους; Για τον αδαή εκ πρώτης όψεως μάλλον καμία. Και όμως υπάρχουν κοινά σημεία που αφορούν τόσο τη διεθνή κατάσταση όσο και την Ελλάδα συγκεκριμένα. Απλώς η διαφορά βρίσκεται στα μεγέθη και τις δυνατότητες.
Ο Χίτλερ μαζί με τους συμμάχους του αιματοκύλισε την ανθρωπότητα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, ο Μπους καταστρέφει επιλεκτικά διάφορα κράτη που εξυπηρετούν τα γεωστρατηγικά σχέδια, του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, όπως Ιράκ, Αφγανιστάν με παρεμβάσεις και καταστροφές και σε άλλα κράτη, με τελευταίο δράμα τον Καύκασο. Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν φείδεται κανενός μέσου, προκειμένου να πετύχει τους στρατηγικούς της στόχους.
Σχετικά με την Ελλάδα τα φαινόμενα του παραλληλισμού ανάμεσα στον Χίτλερ και τον Μπους είναι πιο έκδηλα.
Ο Χίτλερ αμέσως μετά την κατάληψη της Ελλάδας ξεκίνησε το σχέδιο διαμελισμού της. Ιδού τι γράφει ο Μανώλης Γλέζος στο βιβλίο του για την Εθνική Αντίσταση.: «Ο Χίτλερ επεδίωξε να διασπάσει την ενότητα του έθνους διαμελίζοντας τη χώρα. Παρέδωσε την Ανατολική Μακεδονία - Δυτική Θράκη στη Βουλγαρία, τα Ιόνια Νησιά και νησιά του Αιγαίου στην Ιταλία, τη Θεσπρωτία στην Αλβανία. Επεδίωξε επίσης να δημιουργήσει το βασίλειο της Πίνδου.
Π ο υ θ ε ν ά α λ λ ο ύ σ’ ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη δεν εφαρμόστηκε παρόμοια διάσπαση της Εθνικής Ενότητας.[1] Αυτά γράφει ο Μανώλης Γλέζος και συμπληρώνει ο Γραμματέας του ΕΑΜ Θανάσης Χατζής: «Η κατοχή άρχιζε, λοιπόν, με το διαμελισμό της Ελλάδας. Αλλά αυτές ακριβώς οι εδαφικές βλέψεις των Ιταλών και των Βουλγάρων έδιναν στον αγώνα που έμελλε να διεξαχθεί χαρακτήρα καθαρά εθνικό κι έδειχναν καθαρά πως ενδεχόμενη τελική νίκη του Άξονα θα σήμαινε για την Ελλάδα την οριστική απόσπαση του μεγαλύτερου μέρους των εθνικών εδαφών της - μια εθνική εκμηδένιση». [2]
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει σήμερα και με τον Μπους. Αφού οι ΗΠΑ επέβαλαν την εφτάχρονη δικτατορία στην Ελλάδα, κατέστρεψαν την Κύπρο για να διασπάσουν την Κυπριακή Δημοκρατία, όπως και το επέτυχαν και να δημιουργήσουν μέσω της ενίσχυσης της Τουρκίας κατά τη διάρκεια της εισβολής την κατοχή του μισού νησιού. Μαζί με τους συμμάχους τους Άγγλους προώθησαν το εκτρωματικό σχέδιο Ανάν, το οποίο τώρα προσπαθούν να προωθήσουν από το παράθυρο. Επιπλέον ενισχύουν την Τουρκία στις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο (Οι Τούρκοι διεκδικούν το μισό Αιγαίο) και πρόσφατα Επιβουλεύονται τη Δυτική Θράκη, πάλι ενισχύοντας την επεκτατική πολιτική του στρατοκρατικού καθεστώτος της Άγκυρας. Συγχρόνως στηρίζουν άμεσα τις επεκτατικές βλέψεις του Γκρούεφσι και της κλίκας του μέσω του αλυτρωτισμού και της δημιουργίας «μακεδονικής εθνότητας και γλώσσας», για τη δημιουργία της «Μακεδονίας του Αιγαίου». Τέλος συμπαραστέκονται στη δημιουργία της μεγάλης Αλβανίας, η οποία προβάλλει θέμα Τσαμουριάς.
Η διαφορά ανάμεσα στον Χίτλερ και τον Μπους βρίσκεται στο γεγονός ότι ο Χίτλερ είχε κατακτήσει την Ελλάδα, ενώ ο Μπους, μιας και δεν μπορεί να κατακτήσει την Ελλάδα, για να την διαμελίσει απευθείας λόγω των συνθηκών, ενισχύει παντοιοτρόπως τον περιφερειακό χωροφύλακα που είναι οι Τούρκοι για την αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όσο και τις μαριονέτες των προτεκτοράτων τους Σκόπια και Τίρανα για να πετύχουν έμμεσα αυτό που δεν μπορούν να πετύχουν οι ίδιοι άμεσα.
Οι Αγγλοαμερικάνοι (και εννοούμε τους κρατούντες και όχι το λαό) θέλουν και επιδιώκουν την συντριβή της Ελλάδας, γιατί ο ελληνικός λαός προβάλλει αντίσταση στα σχέδιά τους. Αυτό δήλωσε εξάλλου ξεκάθαρα και ο αρχιτέκτονας της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ Κίσιγκερ, που μιλώντας για την Ελλάδα, δήλωσε τα ακόλουθα:
«Ο ελληνικός λαός είναι δυσκολοκυβέρνητος και γι’ αυτό πρέπει να τον πλήξουμε βαθιά στις πολιτισμικές του ρίζες. Τότε ίσως συνετισθεί. Εννοώ δηλαδή να πλήξουμε τη γλώσσα, τη θρησκεία, τα πνευματικά και ιστορικά του αποθέματα, ώστε να εξουδετερώσουμε κάθε δυνατότητα του να αναπτυχθεί, να διακριθεί, να επικρατήσει, για να μη μας παρενοχλεί στα Βαλκάνια, στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Μέση Ανατολή, σε όλη αυτή τη νευραλγική περιοχή, μεγάλης στρατηγικής σημασίας για μας, για την πολιτική των ΗΠΑ».[3] Μήπως είναι κανείς πια τόσο αφελής να πιστεύει ότι προκειμένου να πετύχουν τα στρατηγικά τους σχέδια είναι σε θέση να αιματοκυλίσουν την Ελλάδα και ολόκληρη την ανθρωπότητα;
Σήμερα είμαστε πάλι απέναντι σε άλλον φασισμό, τον παγκοσμιοποιημένο, πολυπολιτισμικό ιμπεριαλισμό, που επιβουλεύεται την Κύπρο, τη Θράκη, το Αιγαίο, την ελληνική Μακεδονία.
Και πριν την Ελλάδα την πίεζε ο τότε φασισμός και σήμερα την πιέζει ο ιμπεριαλισμός.
Και τότε υπήρχαν Κουίσλιγκς και σήμερα υπάρχουν Κουίσλιγκς.
Και τότε νικήσαμε και τώρα θα νικήσουμε.
Δεν πέρασε ο φασισμός, δεν θα περάσει ο ιμπεριαλισμός!



[1] βλ. Μανώλης Γλέζος, Η Έθνική Αντίσταση 1940 - 1945, τόμ. Α΄, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 2004, σ. 247.
[2] βλ. Θανάσης Χατζής, Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε, (1941 -1945), εκδ. «Παπαζήση», Αθήνα 1977, τόμ. Α, σ. 25.

[3] Δηλώσεις του Κίσιγκερ κατά την βράβευσή του από Αμερικανούς μεγαλοεπιχειρηματίες στην Ουάσιγκτον (Σεπτέμβρης 1994)

Ο Μαρξ, ο Λένιν, ο Γκράμσι και η πολιτισμική ηγεμονία της Αριστεράς

του Δαμιανού Βασιλειάδη
εκπαιδευτικού


«Χωρίς επαναστατική θεωρία
δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνημα»
Λένιν

Εισαγωγή
Η αξία της κριτικής σκέψης

Το ανωτέρω αξίωμα του Λένιν έχει καθολική εφαρμογή. Η θεωρία, είτε επαναστατική είτε μη επαναστατική, είναι γενικά απαραίτητη για κάθε ατομικό ή συλλογικό υποκείμενο που θέλει να ξεφύγει από το τυχαίο, αυθόρμητο και στατικό και σκοπεύει συνειδητά να αναλύσει την πραγματικότητα, να βάλει στόχους στη δράση του και να προγραμματίσει τους τρόπους και την οργανωτική μεθοδολογία εφαρμογής τους. Έχει βασικά σχέση με το σοφό που διακήρυξε ο Μαρξ ότι «οι φιλόσοφοι μονάχα εξηγούσαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε».[1]

Η αλλαγή φυσικά δεν μπορεί να γίνει στην τύχη και στα τυφλά. Προϋποθέτει την θεωρία ή οποία διαμορφώνει τα κριτήρια - έννοιες με τα οποία θα αναλυθεί η πραγματικότητα και θα καθοριστεί η στρατηγική και τακτική για την αλλαγή της.

Βασικά η θεωρία δημιουργεί το αξιακό σύστημα, με βάση το οποίο ερευνάται και κρίνεται η πραγματικότητα και επιχειρείται, με την διαμορφωμένη από την κοσμοθεωρία ιδεολογία, η αλλαγή της. Παράδειγμα η αστική ή η σοσιαλιστική ιδεολογία, με τις αρχές και αξίες που την προσδιορίζουν. Αφορά με την έννοια αυτή μια συνειδητή επιλογή ενός ατομικού ή συλλογικού ιστορικού υποκειμένου. Η αναφορά στην ιδεολογία είναι προϋπόθεση για σχηματισμούς πολιτικής ενότητας, γιατί δείχνει την στρατηγική κατεύθυνση του πολιτικού προγραμματισμού.

Επειδή αποτελεί βαθιά πεποίθηση μας ότι η κρίση της Αριστεράς έγκειται στη θεωρία και κατ’ επέκταση στην ιδεολογία., γι αυτό θεωρούμε την εκ των ων ουκ άνευ αναγκαιότητα της αναλυτικής προσέγγισης του θέματος αυτού.

Η διεργασία αυτή λοιπόν δεν μπορεί να γίνει χωρίς την ενασχόλησή μας και - αν θέλουμε -χωρίς την αντιπαράθεσή μας, με εκείνους τους στοχαστές της ιστορίας που δημιούργησαν κατά βάση τις θεωρητικές-ιδεολογικές υποδομές για την αλλαγή της πραγματικότητας προς μια συγκεκριμένη και καθορισμένη από την θεωρία κατεύθυνση. Αντιπαράθεση βέβαια με την έννοια είτε της προσαρμογής της θεωρίας τους στη σημερινή συγκυρία, είτε ακόμη και της αναθεώρησής της κάτω από τις επιταγές των σημερινών κοινωνικών δεδομένων. Ο λόγος: Άλλες ήταν οι προκλήσεις του χθες και άλλες είναι οι προκλήσεις του σήμερα. Ούτως ή άλλως είμαστε υποχρεωμένοι να καταπιαστούμε με τους μεγάλους θεωρητικούς στον τομέα αυτόν, που η αυθεντία τους έχει μια γενικότερη αναγνωρισιμότητα, που δεν μπορούμε να την παραγνωρίσουμε. Στη χωρία αυτή ανήκουν: ο Μαρξ, ο Λένιν, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Τρότσκι, ο Γκράμσι και οι επίγονοί τους.

Η ενασχόλησή μας με αυτές τις παγκοσμίου εμβέλειας και κύρους προσωπικότητες είναι αναγκαστική, γιατί οι δικές μας θέσεις ή η δική μας θεωρία, χωρίς αυτό να αποτελεί «ύβριν», θα προκύψει, για να έχει κάποιαν αξία, από την αντιπαράθεσή μας με τα θεωρητικά εργαλεία-έννοιες, που χρησιμοποίησαν εκείνοι για να διαμορφώσουν τη δική τους θεωρία.

Με την έννοια αυτή ο σεβασμός στην προσωπικότητά τους δεν σημαίνει αυτομάτως και αποδοχή της θεωρίας τους. Κάθε θεωρία, ως γνωστόν, αποτελεί προσπάθεια ερμηνείας και κατανόησης της αντικειμενικής πραγματικότητας, χωρίς αυτή η προσπάθεια να έχει τέλος. Η αλήθεια είναι διαλεκτική, δηλαδή οδεύει στο άπειρο, όπως οι ίδιοι αυτοί οι κολοσσοί της σκέψης αποδέχονται. Με την έννοια αυτή μόνο προσέγγιση της αλήθειας είναι δυνατή και τα όρια της καθορίζει κάθε φορά ο χώρος και ο χρόνος, η δεδομένη «χωροχρονική» συγκυρία. Ταυτόσημη άποψη εκφράζει και ο Ένγκελς: «Έχουμε πάντα συνείδηση, ότι οι γνώσεις που αποχτούμε είναι αναγκαστικά περιορισμένες, ότι καθορίζονται από τις συνθήκες, όπου τις αποκτήσαμε».[2] Κάτω από αυτήν την οπτική θα μπορούσαμε, τη ρήση του Μαρξ για τους φιλοσόφους, να την εφαρμόσουμε και για τον ίδιο, λέγοντας ότι οι μαρξιστές μονάχα εξηγούσαν με διάφορους τρόπους τον Μαρξ, το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε. Εξάλλου και ο ίδιος ο Μαρξ, όταν μερικοί προσπαθούσαν να τον κάνουν δόγμα, δήλωνε ότι δεν είναι μαρξιστής.

Καθήκον, λοιπόν, του φιλοσόφου, και όχι μόνο, είναι να αμφιβάλλει για οποιαδήποτε θεωρία για να διατηρεί αλώβητη την ανεξάρτητη κριτική του σκέψη. Γιατί σε τελευταία ανάλυση αυτό έχει σημασία, δηλαδή η ανεξαρτησία της κριτικής σκέψης, γιατί μόνο αυτή μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις μιας θετικής εξελικτικής πορείας της κοινωνίας. Αλλιώς καταλήγουμε σε μεσσιανισμούς, όπου το δόγμα και η πίστη είναι το καθοριστικό στοιχείο. Το δόγμα και η πίστη όμως σε τελευταία ανάλυση δεν έχουν σχέση με την επιστήμη, παρά με τη θρησκεία. Όταν ο μαρξισμός αναγορεύτηκε από τα κομμουνιστικά κόμματα σε θρησκεία (πίστευε και μη ερεύνα) κάποιου επίγειου παραδείσου, χωρίς αυτό φυσικά να ομολογείται, τότε καταλήξαμε στα καταστροφικά αποτελέσματα του υπαρκτού σοσιαλισμού, που όλοι γνωρίζουμε. Η μονολιθικότητα και ο δογματισμός, που έπνιξε την κριτική σκέψη, ήταν ένα από τα αρνητικά αποτελέσματα.

Συμπέρασμα: Την κριτική μας σκέψη δεν πρέπει να την χαρίζουμε σε κανέναν και για τίποτε. Προτιμότερη είναι η κριτική μας σκέψη που αμφισβητεί και ερευνά, από την αποδοχή οποιασδήποτε αυθεντίας, ας θεωρείται και η πιο μοναδική στον κόσμο.

Με αυτό το κριτήριο θα ασχοληθούμε με ορισμένα καθοριστικής σημασίας θέματα της θεωρίας, που έχουν όμως άμεσες επιπτώσεις στο περιεχόμενο και τη μορφή δράσης των ανθρώπων. Σε τελευταία ανάλυση αυτό μας ενδιαφέρει, γιατί από αυτό θα κριθεί και η αξία της θεωρίας.

Το πρώτο και καθοριστικό θέμα είναι το πρόβλημα του «κοινωνικού είναι και της συνείδησης ή της βάσης και του εποικοδομήματος». Το δεύτερο έχει σχέση με την ιδεολογική ηγεμονία, το τρίτο με αυτό που αποκαλείται από τον Γκράμσι «συναίνεση» και το τέταρτο με την έννοια του συλλογικού οργανικού διανοούμενου. Βασικά θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τις απόψεις των κύριων εκφραστών του μαρξισμού: Μαρξ, Λένιν και Γκράμσι, για να βγάλουμε ορισμένα συμπεράσματα που είναι χρήσιμα για τη πράξη, για τον σχεδιασμό της στρατηγικής του λαϊκού κινήματος.


1. Κοινωνικό είναι και συνείδηση ή βάση και εποικοδόμημα

Μία από τις βασικές θέσεις του Μαρξ που υπέχουν τη μορφή αξιώματος είναι αυτή που εκφράζεται ως «κοινωνικό είναι και συνείδηση». Γράφει ο Μαρξ συγκεκριμένα, δίνοντας τον ορισμό της σχέσης ανάμεσα στις δύο έννοιες: «Στην κοινωνική τους ζωή οι άνθρωποι έρχονται σε καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέλησή τους σχέσεις, σε παραγωγικές σχέσεις, που αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων. Το σύνολο αυτών των παραγωγικών σχέσεων αποτελεί την οικονομική διάρθρωση της κοινωνίας, την πραγματική βάση, που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν ορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης. Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει την κοινωνική, πολιτική και πνευματική πορεία της ζωής γενικά. Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το είναι τους, μα αντίθετα το κοινωνικό είναι τους καθορίζει τη συνείδηση τους.

Η έννοια του «κοινωνικού είναι και της συνείδησης» αποτελεί τον πυρήνα της φιλοσοφίας του Μαρξ για την ιστορία. Η σωστή ή λανθασμένη ερμηνεία τους και η αντίστοιχη εφαρμογή τους στην πράξη καθόρισε τις θετικές ή αρνητικές εξελίξεις του επαναστατικού κινήματος. Στην θεμελιακή αυτή τοποθέτηση του Μαρξ οφείλουμε να κάνουμε ορισμένες παρατηρήσεις, που αποκαλύπτουν κατά την άποψή μας βασικές αντιφάσεις
Ο Μαρξ, όπως ακριβώς και ο Χέγκελ, πριν απ’ αυτόν, μιλάει για καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέληση των ανθρώπων σχέσεις. Τις σχέσεις αυτές καθορίζει νομοτελειακά ο τρόπος παραγωγής, που αποτελεί την βασική έννοια του ιστορικού υλισμού. Ο ισχυρισμός αυτός έρχεται σε αντίθεση με άλλες δηλώσεις του ίδιου του Μαρξ καθώς και του Ένγκελς, όπου η θέληση του ανθρώπου παρουσιάζεται ανεξάρτητη και καθορίζουσα. Στις «Θέσεις για τον Φόυερμπαχ» γράφει ο Μαρξ τα ακόλουθα: «Η υλιστική διδασκαλία ότι οι άνθρωποι είναι προϊόντα των συνθηκών και της αγωγής και ότι επομένως οι άνθρωποι που έχουν αλλάξει είναι προϊόντα άλλων συνθηκών και αλλαγμένης αγωγής, ξεχνούν ότι τις συνθήκες τις αλλάζουν ακριβώς οι άνθρωποι και ότι πρέπει να διαπαιδαγωγηθεί και ο ίδιος ο διαπαιδαγωγητής… Η σύμπτωση της αλλαγής των συνθηκών με την αλλαγή της ανθρώπινης δράσης μπορεί να θεωρηθεί και να κατανοηθεί σωστά μονάχα σαν ανατρεπτική πράξη».[3]
Άσχετο με το πως πρέπει να κατανοηθεί η αλλαγή συνθηκών με την αλλαγή της ανθρώπινης δράσης, γεγονός είναι ότι στην άποψη αυτή εξυφαίνεται η ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης, που είναι ανεξάρτητη από αδήριτες αναγκαιότητες.
Και σ’ ένα άλλο σημείο, που έχει σχέση με το πρόβλημα των ιστορικών νόμων και της ελευθερίας του ανθρώπου, προσθέτει το περιβόητο: «Οι φιλόσοφοι μονάχα εξηγούσαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε».[4] Στο ίδιο πνεύμα μιλάει και ο Λένιν, παραφράζοντας τον Μαρξ: «...η συνείδηση του ανθρώπου όχι μόνο αντανακλά τον αντικειμενικό κόσμο, αλλά και τον δημιουργεί...δηλαδή, ο κόσμος δεν ικανοποιεί τον άνθρωπο και ο άνθρωπος με τη δράση του αποφασίζει να τον αλλάξει».[5]
Αν είναι αληθινά αυτά που ισχυρίζεται πιο πάνω ο Μαρξ και ο Λένιν τότε τίθεται και πάλι το επιτακτικό ερώτημα: Ποιος θα επιφέρει την αλλαγή, η θέληση του ανθρώπου ή θα έρθει αυτή από μόνη της ή εν πάση περιπτώσει από μια νομοτελειακή αναγκαιότητα, την οποία καθορίζουν οι ανεξάρτητοι από τη θέληση του ανθρώπου «σιδερένιοι» νόμοι της εξέλιξης, που όμως κι’ αυτοί υπάγονται στους οικονομικούς όρους;
Η ίδια ακαθοριστία παρατηρείται ακόμα πιο έκδηλα στον Ένγκελς. Στο γράμμα του προς τον Μπλοχ εκφράζεται πολλές φορές τελείως αντιφατικά. Παραθέτουμε ορισμένα σημεία του γράμματός του: «Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, ο καθοριστικός παράγοντας στην ιστορία είναι σε τελευταία ανάλυση η παραγωγή και η αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής.
Ούτε ο Μαρξ ούτε εγώ ισχυριστήκαμε ποτέ τίποτα παραπάνω. Αν κάποιος τώρα το διαστρεβλώνει αυτό, έτσι που να βγαίνει πως ο οικονομικός παράγοντας είναι ο μοναδικά καθοριστικός, τότε μετατρέπει εκείνη τη θέση σε αφηρημένη, παράλογη φράση, που δε λέει τίποτα. Η οικονομική κατάσταση είναι η βάση, αλλά τα διάφορα στοιχεία του εποικοδομήματος: οι πολιτικές μορφές της ταξικής πάλης και τα αποτελέσματά της - τα Συντάγματα, που τα καθορίζει η νικήτρια τάξη ύστερα από τη μάχη που κέρδισε κ.λπ. - οι νομικές μορφές, κι ακόμα περισσότερο οι αντανακλάσεις όλων αυτών των πραγματικών αγώνων στον εγκέφαλο αυτών που συμμετέχουν στην πάλη - οι πολιτικές, νομικές, φιλοσοφικές θεωρίες - οι θρησκευτικές αντιλήψεις και η παραπέρα ανάπτυξή τους σε συστήματα στην πορεία των ιστορικών αγώνων και σε πολλές περιπτώσεις, αυτά κυρίως καθορίζουν τη μορφή τους. Είναι μια αλληλεπίδραση όλων αυτών των στοιχείων, μέσα στην οποία επιβάλλεται σε τελευταία ανάλυση, σαν αναγκαιότητα, η οικονομική κίνηση μέσα από το ατελείωτο πλήθος των συμπτώσεων (δηλαδή των πραγμάτων και γεγονότων που η μεταξύ τους εσωτερική συνάφεια είναι τόσο μακρινή ή τόσο αναπόδειχτη που μπορούμε να τη θεωρήσουμε σαν ανύπαρχτη και να μη τη λογαριάζουμε)… Την ιστορία μας, την κάνουμε εμείς οι ίδιοι, την κάνουμε όμως, πρώτα, κάτω από πολύ ορισμένες προϋποθέσεις και όρους. Απ’ αυτούς οι οικονομικοί είναι που αποφασίζουν τελικά».[6]

Βλέπουμε στα παραπάνω την απεγνωσμένη προσπάθεια του Ένγκελς να προσδώσει αντικειμενική ύπαρξη και στη συνείδηση του ανθρώπου, αλλά από την άλλη δεν θέλει να θεμελιώσει την ψευδαίσθηση ή τη βεβαιότητα στον μελετητή, ότι αυτή είναι σε θέση να καθορίζει τις εξελίξεις σύμφωνα με δικούς της στόχους και επιλογές, ούτε να της προσδώσει πρωτογενές χαρακτήρα, που θα ανέτρεπε τη θεωρία του ιστορικού υλισμού. Για τον Μαρξ και τον Ένκγελς η παραγωγή και αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής καθορίζονται νομοτελειακά από τις σχέσεις παραγωγής. Οι οικονομικοί νόμοι, οι νόμοι που υπαγορεύονται από την «αδήριτη» οικονομική αναγκαιότητα, δεν επιδέχονται σε τελευταία ανάλυση καμία απολύτως αμφισβήτηση. Έτσι αναιρείται λογικά αλλά και στην πράξη η δυνατότητα διαμόρφωσης των εξελίξεων με βάση το εποικοδόμημα. Αυτή η «παράλογη» λογική συνεχίζεται και με μια σειρά παρόμοιους διαλογισμούς, την οποία επαναλαμβάνουν και πολλοί από τους επιγόνους, που εξάρουν και τη σημασία του ιδεολογικού εποικοδομήματος, αλλά τελικά ασπάζονται αυτό που αποτελεί το καταληκτικό συμπέρασμα του Ένγκελς.
Σε ένα γράμμα του στον Στάρκενμπουργκ επανέρχεται ο Ένγκελς στην ίδια επιχειρηματολογία: «Η πολιτική, νομική, φιλοσοφική, θρησκευτική, φιλολογική, καλλιτεχνική κ.λπ. ανάπτυξη βασίζεται στην οικονομική. Όλες τους όμως αντεπιδρούν επίσης η μια πάνω στην άλλη και πάνω στην οικονομική βάση. Τα πράγματα όμως δεν έχουν καθόλου έτσι, ότι δηλ. η οικονομική κατάσταση είναι η μόνη που δρα, ενώ όλα τα άλλα είναι μόνον παθητικό αποτέλεσμα. Εδώ έχουμε αλληλεπίδραση πάνω στην βάση της οικονομικής αναγκαιότητας που επιβάλλεται πάντα σε τελευταία ανάλυση».[7] Και ακόμη μια πιο προχωρημένη θέση του Ένγκελς στο ίδιο θέμα: «Οι κύριοι αυτοί ξεχνούν συχνά σκόπιμα, ότι ένας ιστορικός παράγοντας μόλις γεννηθεί από άλλα, σε τελευταία ανάλυση οικονομικά αίτια, αντιδρά αυτός, και μπορεί να αντεπιδράσει στο περιβάλλον του ακόμη και στα ίδια τα αίτιά του».[8]
Στην τοποθέτηση αυτή τονίζεται με μεγαλύτερη έμφαση το σχήμα της διαλεκτικής αλληλεπίδρασης βάσης και εποικοδομήματος, αλλά στην ουσία δεν υπάρχει καμιά διαφοροποίηση από τη γενική και σταθερή επιχειρηματολογία, ότι τελικά το κοινωνικό είναι καθορίζει την συνείδηση, ότι το δεύτερο επικαθορίζεται από το πρώτο.
Δεν μπορεί κανείς να μην παραξενευτεί με αυτό το «ναι μεν αλλά» των απόψεων και ερμηνειών του Ένγκελς. Δεν μπορούμε να εξηγήσουμε λογικά, πώς την ιστορία τους την κάνουν οι άνθρωποι οι ίδιοι και από την άλλη όχι, δεν την κάνουν οι ίδιοι, γιατί τελικά εκείνοι που αποφασίζουν είναι οι οικονομικοί όροι. Ή το ένα θα συμβαίνει ή το άλλο ή και τα δυο μαζί, μέσα σ’ ένα πλέγμα διαλεκτικής σχέσης. Στο δίλημμα αυτό είναι φυσικά δεδομένη η απάντηση του Ένγκελς υπέρ του οικονομικού παράγοντα. Όλα τα άλλα αποτελούν γι’ αυτόν διαστρέβλωση της πραγματικότητας.
Το ίδιο ισχυρίζεται και αλλού: «Οι άνθρωποι φτιάχνουν την ιστορία τους, όποια κι αν είναι η έκβασή της, επιδιώκοντας ο καθένας τους δικούς του συνειδητά θελημένους σκοπούς, και η συνισταμένη αυτών των πολλών θελήσεων που δρουν προς διάφορες κατευθύνσεις, και η πολλαπλή τους επίδραση στον εξωτερικό κόσμο αποτελεί ακριβώς την ιστορία».[9] Και σ’ αυτή την περικοπή φαίνεται έκδηλα το παράλογο του ισχυρισμού, ότι ο άνθρωπος θέτει, συνειδητά μάλιστα, σκοπούς οι οποίοι όμως, τελικά, δεν μπορούν να καθορίζουν το αποτέλεσμα, αλλά βασικά μόνο οι οικονομικοί όροι. Αυτή η μονόπλευρη και σταθερά οικονομίστικη αντίληψη για τον πρωτογενή καθοριστικό ρόλο του «κοινωνικού είναι» απέναντι στην «συνείδηση», όπου ούτε λίγο ούτε πολύ ο άνθρωπος μεταβάλλεται σε οικονομική μονάδα, είχε καταλυτικές αρνητικές συνέπειες στην πρακτική εφαρμογή του. Η μονοδιάστατη αυτή αντίληψη εκφράζει την πεποίθηση, ότι τελικά η ουσία του ανθρώπου είναι η παραγωγική του δραστηριότητα. Έτσι ο άνθρωπος μεταβάλλεται σε οικονομική μονάδα και μ’ αυτό τον τρόπο αποβάλλει τον ανθρωπιστικό του χαρακτήρα. Ο μαρξισμός, έτσι όπως εξελίχτηκε σε δόγμα, έχασε την ανθρώπινή του διάσταση. Μάλιστα πολλοί, οδηγώντας αυτή τη λογική του Μαρξ και Ένγκελς στα άκρα διατυπώνουν την άποψη, ότι «ο άνθρωπος είναι, ό,τι τρώει» (Der Mensch ist, was er ißt), που έρχεται σε αντίθεση με το «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος». Τι από τα δύο είναι άραγε ο άνθρωπος; Η δική μας απάντηση είναι σαφής: Ούτε το ένα, ούτε το άλλο, αλλά και τα δυο μαζί;
Στο σημείο αυτό ταυτίζεται η άποψη του Ένγκελς απόλυτα με τον ισχυρισμό του Μαρξ: «Η ιστορία δεν πράττει τίποτε, δεν διαθέτει κάποιον απερίγραπτο πλούτο δυνατοτήτων, δεν μάχεται αγώνες! Αντίθετα, ο άνθρωπος είναι εκείνος που ενεργεί, που έχει όλες τις δυνατότητες, που αγωνίζεται. Δεν είναι διόλου η ‘ιστορία’ που, σαν να ήταν κάποιο ιδιαίτερο άτομο, μεταχειρίζεται τον άνθρωπο ως μέσον για να επιτύχει τους στόχους της. Η ιστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι πράξεις των ανθρώπων που επιδιώκουν τους δικούς τους σκοπούς».[10]
Ένας κοινός νους βγάζει αναγκαστικά το συμπέρασμα, διαβάζοντας αυτές τις απόψεις, ότι τελικά ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να βάζει στόχους και να αποφασίζει, χωρίς να υπάρχουν κάποιοι κρυφοί νόμοι και μάλιστα οικονομικής μορφής, που καθορίζουν τις επιλογές του και τη δράση του.
Στο θέμα αυτό έχει ενδιαφέρον να μελετήσουμε την άποψη του Λένιν.

2. Η διαφοροποίηση του Λένιν στο θέμα του κοινωνικού είναι και της συνείδησης
Ο Λένιν, σε αντίθεση με τον Μαρξ και τον Ένγκελς, οδηγώντας στα άκρα τη λογική της αυτενέργειας του ανθρώπου ως δημιουργού της ιστορίας, εκφράζει στην ανάλυσή του για το αυθόρμητο και τη συνείδηση του προλεταριάτου την άποψη, ότι καθοριστικό και πρωτογενή ρόλο παίζει η συνείδηση του ανθρώπου και ότι η επαναστατική συνείδηση του προλεταριάτου, δηλαδή η συνειδητοποίηση και ανάδειξη της «ιστορικής του αποστολής», δεν παράγεται από το ίδιο, αλλά εισάγεται σ’ αυτό απ’ έξω, από την επαναστατική αστική διανόηση. Το προλεταριάτο δεν είναι σε θέσει να υψωθεί πάνω από τα συνδικαλιστικά του συμφέροντα, να αναπτύξει την ταξική του συνείδηση και ιδεολογία, ώστε να προχωρήσει αυτόβουλα στην κοινωνική επανάσταση. «Μια αυθόρμητη εξέλιξη του εργατικού κινήματος», έλεγε ο Λένιν, «δεν οδηγεί παρά στην καθυπόταξή του στην αστική ιδεολογία»
Η σοσιαλιστική συνείδηση, λέει ο Λένιν «γεννήθηκε από τις φιλοσοφικές, ιστορικές και οικονομικές θεωρίες που τις επεξεργάστηκαν οι πεπαιδευμένοι εκπρόσωποι των κυρίαρχων τάξεων, από τους διανοούμενους. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς, θεμελιωτές του επιστημονικού σοσιαλισμού, ήταν κι αυτοί, από την κοινωνική τους τοποθέτηση, αστοί διανοούμενοι. Το ίδιο και στη Ρωσία, το θεωρητικό δόγμα της σοσιαλδημοκρατίας εμφανίστηκε εντελώς ανεξάρτητα από την αυθόρμητη ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Υπήρξε το φυσικό και αναπόφευκτο προϊόν της ανάπτυξης της σκέψης στους σοσιαλιστές επαναστάτες διανοούμενους». (Βλ. Λένιν, Τι να κάνουμε, .....). Οι θέσεις αυτές του Λένιν έρχονται σε κατάφορη αντίθεση με την θεωρία του Μαρξ για την πρωτοκαθεδρία του κοινωνικού είναι απέναντι στη συνείδηση.
Ο Λένιν δεν αναλύει το περιεχόμενο της συνείδησης, πιθανόν αποδεχόμενος τις θέσεις του Μαρξ και του Ένγκελς στο πρόβλημα αυτό. Τον ενδιαφέρουν βασικά ο φορείς αυτής της συνείδησης, που τους χαρακτηρίζει ως αστούς, επαναστάτες διανοούμενους καθώς και ο τρόπος που αυτή η συνείδηση επηρεάζει την εργατική τάξη.
Σχολιάζοντας αυτή τη θέση του Λένιν ο Κώστας Παπαϊωάννου, που ασχολήθηκε διεισδυτικά και εμπεριστατωμένα με τον μαρξισμό - λενινισμό, διατυπώνει την ακόλουθη κριτική άποψη: «Πρόκειται εδώ για αναπάντεχη αντιστροφή μιας από τις θεμελιώδεις προτάσεις του Μαρξισμού: δεν καθορίζει πια το είναι τη συνείδηση, οι ιδέες δεν είναι πια ‘αντανακλάσεις’ της κοινωνικής κατάστασης, αλλά αναπτύσσονται αυθόρμητα, σύμφωνα με τη δική τους λογική, ανεξαρτήτως κάθε ταξικής ή άλλης κατάστασης, και καταλήγουν να καθορίζουν αυτές το είναι. Επιπλέον: το είναι του προλεταριάτου καθορίζεται τελικά από τη συνείδηση των διανοουμένων».[11]
Οι διανοούμενοι, οι οποίοι ανήκουν σαφώς στην αστική ή μικροαστική τάξη είναι εκείνοι τελικά που είναι σε θέση να στοχαστούν και να συλλάβουν την ιστορική εξέλιξη και την επαναστατική διαδικασία της ιστορίας, ενώ η εργατική τάξη, αφημένη στον εαυτό της, μπορεί να φτάσει μόνο στην συνδικαλιστική συνείδηση, στην τρεϊντ-γιουνιονίστικη συνείδηση, όπως λέει ο Λένιν.
Ένας τέτοιος στοχασμός ωστόσο, που θέτει και το θέμα της χειραφέτησης της εργατικής τάξης από μέρους του Λένιν σε διαφορετική βάση, δεν εκφράζει τον Μαρξ και τον Ένγκελς, οι οποίοι υποστηρίζουν πάντοτε την ίδια βασική θέση, ότι δηλαδή οι οικονομικές συνθήκες είναι εκείνες που καθορίζουν τελικά τα κοινωνικά δρώμενα και όχι οι πράξεις των ανθρώπων, ως απόρροια συνειδητών επιλογών, κι’ ας προσπαθεί ο Ένγκελς απεγνωσμένα και με επιχειρήματα, που δεν αντέχουν στην αυστηρά κριτική σκέψη, να τη διαφοροποιήσει. Υπάρχει σ’ αυτή την άποψη, πέρα από την αυθαίρετη επιχειρηματολογία, μια αιτιοκρατία «ένας ντετερμινισμός», που δεν αφήνει περιθώρια για άλλες, διαφορετικές σκέψεις και επιχειρήματα, για παρέκκλιση από την οικονομική νομοτελειακή πραγματικότητα, όσο κι’ αν προσπαθούν πολλοί από τους επιγόνους να πείσουν, ότι γίνεται παραποίηση της αλήθειας. Τελικά όμως η προσπάθεια του Μαρξ και του Ένγκελς να κατοχυρωθεί το «αξίωμα» του Μαρξ με επιστημονικούς όρους, φαίνεται πως αποτυγχάνει, γιατί δεν υπάρχουν τα αποδεικτικά εκείνα στοιχεία, που να εδραιώνουν λογικά παρόμοιους διαλογισμούς.
Πολλές φορές επανέρχεται ο Μαρξ, αλλά κυρίως ο Ένγκελς, στην πιο πάνω επιχειρηματολογία, η οποία σε τελευταία ανάλυση καταλήγει, όπως τονίσαμε επανειλημμένα, στη γνωστή θέση, ότι «το κοινωνικό είναι» καθορίζει τη «συνείδηση» του ανθρώπου. Αυτό το κοινωνικό είναι αποτελεί τη βάση, πάνω στην οποία οικοδομείται η συνείδηση και που χαρακτηρίζεται με άλλον όρο ως εποικοδόμημα ή υπερδομή.
Ισχυρίζεται επιπλέον ο Μαρξ ότι με την αλλαγή της οικονομικής βάσης ανατρέπεται αργότερα ή γοργότερα, ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα. Δεν είναι όμως ένας τέτοιος ισχυρισμός παράλογος; Πώς μπορεί να καταστραφεί πρώτα η βάση ενός οικοδομήματος και μετά όλο το οικοδόμημα; Και πού και πότε άλλαξε ένας κάποιος οικοδόμος τα θεμέλια ενός κτιρίου, για ν’ ανατρέψει μετά (αργά η γρήγορα) το επ-οικοδόμημα; Αυτό τουλάχιστον μας λέει και ο ίδιος ο Μαρξ σε άλλες περιπτώσεις. Αναφέρουμε πάλι ένα παράδειγμα παρμένο από την ανάλυσή του: Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία: «Η πολιτική κυριαρχία του παραγωγού δεν μπορεί να υπάρχει παράλληλα με τη διαιώνιση της κοινωνικής του υποδούλωσης. Γι’ αυτό η Κομμούνα θα έπρεπε να χρησιμεύει σαν μοχλός, για ν’ ανατραπούν οι οικονομικές βάσεις, που πάνω τους στηρίζεται η ύπαρξη των τάξεων και επομένως η ταξική κυριαρχία. Όταν θα έχει πια χειραφετηθεί η εργασία, κάθε άνθρωπος γίνεται εργάτης και η παραγωγική δουλειά παύει να αποτελεί ταξική ιδιότητα».[12] Εδώ με πολιτική κυριαρχία εννοείται η κυβέρνηση της εργατικής τάξης, δηλαδή η νομική και πολιτική μορφή αυτής της εξουσίας, που σύμφωνα με τον Μαρξ και τον Ένγκελς αποτελούν καθοριστική μορφή του εποικοδομήματος ή της συνείδησης. Η πολιτική κυριαρχία της Κομμούνας θα έθετε τις καινούργιες οικονομικές βάσεις καταργώντας τις παλιές, που σημαίνει σ’ αυτή την περίπτωση, ότι η συνείδηση καθορίζει το κοινωνικό είναι.
Στο σημείο αυτό ταυτίζεται η άποψη του Ένγκελς απόλυτα με τον ισχυρισμό του Μαρξ: «Η ιστορία δεν πράττει τίποτε, δεν διαθέτει κάποιον απερίγραπτο πλούτο δυνατοτήτων, δεν μάχεται αγώνες! Αντίθετα, ο άνθρωπος είναι εκείνος που ενεργεί, που έχει όλες τις δυνατότητες, που αγωνίζεται. Δεν είναι διόλου η ‘ιστορία’ που, σαν να ήταν κάποιο ιδιαίτερο άτομο, μεταχειρίζεται τον άνθρωπο ως μέσον για να επιτύχει τους στόχους της. Η ιστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι πράξεις των ανθρώπων που επιδιώκουν τους δικούς τους σκοπούς».[13] Ένας κοινός νους βγάζει αναγκαστικά το συμπέρασμα, διαβάζοντας αυτές τις απόψεις, ότι τελικά ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να βάζει στόχους και να αποφασίζει, χωρίς να υπάρχουν κάποιοι κρυφοί νόμοι που καθορίζουν τις επιλογές του και τη δράση του.
Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει και πολλά άλλα παραδείγματα, που έχουν να κάνουν με αυτό το βασικό πρόβλημα, όμως και μόνο αυτά αρκούν για να αποδεχτούμε τουλάχιστον, ότι όχι μόνο το κοινωνικό είναι του ανθρώπου καθορίζει τη συνείδησή του, αλλά και η συνείδησή του καθορίζει το κοινωνικό του είναι, άσχετα με το οντολογικό πρόβλημα, αν η συνείδηση είναι πνευματική η υλική, δηλαδή προϊόν της ύλης. Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση στο θέμα αυτό. Το πρόβλημα βρίσκεται αλλού, στον καθορισμό απλούστατα της διαλεκτικής τους αλληλεπίδρασης, με άλλα λόγια πότε και κάτω από ποιες συνθήκες η μια καθορίζει την άλλη, γιατί το γεγονός της αλληλεπίδρασης δεν το αρνείται κανείς. Αν θέλουμε να απλουστεύσουμε ακόμη περισσότερο τον προβληματισμό αυτόν θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε τη βάση σαν τις ρίζες ενός δέντρου και το εποικοδόμημα σαν τον κορμό, τα κλαδιά και τα φύλλα του. Είναι αυτονόητο ότι χωρίς τις ρίζες δεν μπορεί το δέντρο να επιβιώσει, αλλά χωρίς τα φύλλα και τα κλαδιά δεν θα επιζούσαν και οι ρίζες.
Πριν κλείσουμε την σύντομη αυτή περιγραφή της θεμελιακής φιλοσοφικής θεωρίας του Μαρξ, επιθυμούμε μαζί με τον Ένγκελς να τονίσουμε την ουσιαστική του προσφορά στην ανθρωπότητα. Λέει λοιπόν ο Ένγκελς: «Αυτές τις δύο μεγάλες ανακαλύψεις: την υλιστική αντίληψη της ιστορίας και την αποκάλυψη του μυστικού της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής με την υπεραξία, τις χρωστάμε στον Μαρξ».[14]
Η πρώτη μεγάλη ανακάλυψη αποτελεί τον λόγο που υποχρεώνει τον Ένγκελς να επιμένει πάντοτε ότι οι οικονομικοί όροι είναι οι καθοριστικοί. Αν δεν δινόταν αυτή η ερμηνεία θα κατέρρεε αυτομάτως ο ιστορικός υλισμός. Και αυτό είναι αυτονόητο. Γι’ αυτό η «εναγώνια» προσπάθεια να αποφευχθεί η παρεξήγηση, όταν τονίζεται και η επίδραση της συνείδησης πάνω στην οικονομική βάση. Η κάθε φορά επαναφορά στον ισχυρισμό, ότι τελικά οι υλικοί όροι είναι το πρωταρχικό, «σώζει» τη θεωρία του ιστορικού υλισμού, δεν αλλάζει όμως την πραγματικότητα, η οποία μπορεί να είναι τελείως η μερικώς διαφορετική απ’ ότι την καθορίζει η θεωρία.

Πολύ σημαντική είναι η ίδια η ομολογία του Μαρξ, για τη δική του προσφορά στην ιστορία, που δίνει αφορμή να κριθεί αυτή η προσφορά στη συγκεκριμένη αντικειμενική πραγματικότητα. Στο γράμμα του στον Βαϊντερμάγιερ με ημερομηνία 5.3.1852 εκφράζει τα ακόλουθα αποκαλυπτικά: «Όσο για μένα, δε μου ανήκει η τιμή ούτε ότι εγώ ανακάλυψα την ύπαρξη των τάξεων στη σύγχρονη κοινωνία, ούτε ότι εγώ ανακάλυψα την πάλη ανάμεσά τους. Πολύ πριν από μένα αστοί ιστορικοί είχαν περιγράψει την ιστορική εξέλιξη αυτής της πάλης των τάξεων και αστοί οικονομολόγοι - την οικονομική ανατομία των τάξεων. Ό,τι καινούργιο έκαμα εγώ ήταν να αποδείξω: 1. ότι η ύπαρξη των τάξεων συνδέεται απλώς με ορισμένες ιστορικές φάσεις ανάπτυξης της παραγωγής (historischen Entwicklungsphasen der Produktion), 2. ότι η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στη δικτατορία του προλεταριάτου 3. ότι αυτή η ίδια η δικτατορία αποτελεί απλώς το πέρασμα προς την κατάργηση όλων των τάξεων και προς μια αταξική κοινωνία…».

Κατά πόσο οι αποδείξεις του Μαρξ επαληθεύτηκαν από την ίδια την πραγματικότητα, που αποτελεί για τους Μαρξιστές αποδεικτικό στοιχείο της αλήθειας, θα αναλύσουμε στα επόμενα. Προκαταβολικά δηλώνουμε, ότι η πράξη δεν επαλήθευσε τα συμπεράσματα του Μαρξ[15] και οι λεγόμενες «αποδείξεις» του αποτελούν ζητούμενο.

3. Η συνείδηση ως πολιτισμική ηγεμονία. Η διαφοροποίηση του Γκράμσι από τον Μαρξ και τον Λένιν
Ενώ για το «κοινωνικό είναι» υπάρχει μια διεξοδικότερη ανάλυση για τον προσδιορισμό και τη σημασία του, για τη «συνείδηση» οι έννοιες που την καθορίζουν είναι συγκεχυμένες. Τι εννοούμε άραγε, όταν μιλάμε για συνείδηση; Έναν πρώτο προσδιορισμό μας δίνει ο Μαρξ κάνοντας αντιδιαστολή ανάμεσα στο κοινωνικό είναι, που είναι η πραγματική βάση, που όπως λέει ο ίδιος «πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν ορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης». Παρακάτω συμπληρώνει διατυπώνοντας την άποψη, ότι «Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει την κοινωνική, πολιτική και πνευματική πορεία της ζωής γενικά». Και συνεχίζει πιο αναλυτικά: «Όταν εξετάζουμε τέτοιες ανατροπές, πρέπει να κάνουμε πάντα τη διάκριση ανάμεσα στην υλική ανατροπή στους οικονομικούς όρους της παραγωγής, που μπορούμε να τους διαπιστώσουμε με ακρίβεια φυσικών επιστημών και στις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές, κοντολογίς τις ιδεολογικές μορφές, μέσα στις οποίες οι άνθρωποι συνειδητοποιούν αυτή τη σύγκρουση και παλεύουν ως τη λύση της».[16]
Στο σημείο αυτό της θεωρίας παρεμβαίνει ο Γκράμσι για να δώσει μια άλλη διάσταση στην βασική θέση του Μαρξ. Ο Γκράμσι απορρίπτει τον οικονομικό αυτοματισμό του Μαρξ και αναλύει το περιεχόμενο αυτού που ο Μαρξ αποκαλεί «μορφές κοινωνικής συνείδησης» ή ιδεολογικές μορφές, εννοώντας ότι την ηγεμονία στην κοινωνία δεν καθορίζουν πρωταρχικά οι κοινωνικές σχέσεις παραγωγής με κυριαρχικό στοιχείο την υλική βάση, δηλαδή την παραγωγή και αναπαραγωγή της οικονομικής ζωής μόνο, αλλά κυρίως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ιδεολογίας, που όπως λέει ο Μαρξ και ο Ένγκελς είναι οι νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές κ.λπ μορφές, που με μια λέξη θα τις εντάσσαμε στις πολιτιστικές μορφές και δραστηριότητες μιας ανεπτυγμένης πολυεπίπεδης και πολύπλοκης κοινωνίας πολιτών.
Το καινούργιο που προσθέτει ο Γκράμσι στην θεωρία και που ενυπήρχε ως αντίληψη του Μαρξ και του Ένγκελς ως πυρήνας, αλλά του δόθηκε δευτερεύουσα σημασία, ως παράγωγο της οικονομικής βάσης και αντανάκλασή του στη συνείδηση, είναι η πρωταρχική σημασία της ιδεολογικής ηγεμονίας. Αυτή η ιδεολογική ηγεμονία παίρνει τα χαρακτηριστικά του συνόλου της πνευματικής δημιουργίας μιας συγκεκριμένης κοινωνίας που με μια λέξη μπορούμε να την ονομάσουμε συνολικά πολιτισμό. Σ’ αυτόν περιλαμβάνονται εκτός από τις παραγωγικές σχέσεις (το κοινωνικό είναι), όλες οι άλλες δραστηριότητες ενός κοινωνικού σχηματισμού που αφορούν τον πολιτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό τομέα. Η ηγεμονία λοιπόν είναι έκφραση του εποικοδομήματος, δηλαδή της συνείδησης. Σε μια ανεπτυγμένη κοινωνία πολιτών τα εκπαιδευτικά συστήματα (η παιδεία σ’ όλα της τα στάδια), ο νομικός πολιτισμός με τα συντάγματα, τους νόμους και τους θεσμούς, η θρησκεία, η φιλοσοφία, η επιστήμη, οι τέχνες (θέατρο, λογοτεχνία, εικαστικές τέχνες), τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (ράδιο, τηλεόραση, διαδίκτυο), ήθη κι έθιμα, μύθοι και παραδόσεις, γενικά οι ιστορικές πολιτιστικές διαδρομές κ.λπ, διαμορφώνουν την ατομική και συλλογική συνείδηση και σε τελευταία ανάλυση δημιουργούν την πολιτιστική ή ιδεολογική ηγεμονία, που χρειάζεται η άρχουσα τάξη, όποια κι αν είναι αυτή (καπιταλιστική ή κομμουνιστική ή οποιαδήποτε άλλη) για να κατακτήσει τη συναίνεση των αρχομένων τάξεων. Θα μπορούσε λοιπόν να ισχυριστεί κανείς ότι η αστική ή η εργατική τάξη προσπαθεί σ’ όλες αυτές τις πολιτιστικές δραστηριότητες μιας συγκεκριμένης κοινωνίας να περάσει το δικό της αξιακό (ηθικό και πνευματικό) σύστημα, δηλαδή το καπιταλιστικό ή προλεταριακό και μέσω αυτού να δημιουργήσει τη συναίνεση Και όχι απλώς τη συναίνεση, αλλά ακόμη και την ενεργή συναίνεση, όπως λέει ο Γκράμσι, μέσω μεθόδων και πρακτικών που αποσπούν τη συγκατάθεση των κυριαρχούμενων τάξεων. Δεν είναι δηλαδή μόνο η βία και καταστολή, ούτε η δικτατορική καταστολή που δημιουργεί τις προϋποθέσεις επιβίωσης, διατήρησης και ανάπτυξης μιας κοινωνίας, αλλά και η συναίνεση με αυτή τη συγκεκριμένη μορφή.
Θα’ λεγε κανείς ότι υπάρχει μια αντίστροφη σχέση ανάμεσα στην καταστολή ή τον μηχανισμό καταναγκασμού, που λέει ο Μαρξ, και την συναίνεση. Στο βαθμό που αυξάνει η συναίνεση στον ίδιο βαθμό υποχωρεί η καταστολή, η οποία δεν καταργείται, αλλά παραμένει ανενεργή, σ’ ένα χώρο, «εφεδρικής επαγρύπνησης», θα λέγαμε, όσο αυτή η ισορροπία δεν διαταράσσεται.
Ο Γκράμσι λοιπόν αναπροσαρμόζει, ανασυνθέτει και εν μέρει αναθεωρεί την μαρξιστική θεωρία, διαμορφώνοντας καινούργια ερμηνευτικά σχήματα της σύνθετης και πολύπλοκης πραγματικότητας, κυρίως των δυτικών κοινωνιών, σε αντίθεση με την ασιατική παράδοση και σε αντίθεση με ότι θεωρητικά προϋπήρξε. Εισάγει στη θεωρία τους όρους «κοινωνία πολιτών, πόλεμο κινήσεων, πόλεμο θέσεων, ιδεολογική ή πολιτισμική ηγεμονία, συναίνεση και τη θεωρία των οργανικών διανοουμένων. Επιπρόσθετα και μια άλλη αντίληψη για το κράτος απ’ αυτήν που όριζε ο Μαρξ και ο Λένιν.
Ο πυρήνας αυτής της πρωτοπόρας και ριζοσπαστικής θεωρίας του Γκράμσι, όπως την διατυπώνει η Ροσάνα Ροσάντα, μια ιστορική μορφή της ιταλικής Αριστεράς, παρουσιάζει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: «Όπου η εξουσία της κυρίαρχης τάξης βασίζεται όχι μόνο στο κράτος, αλλά και σε μιαν αναπτυγμένη και πολύπλοκη κοινωνία πολιτών, το επαναστατικό κίνημα δεν μπορεί να νικήσει με μιαν επίθεση στην κορυφή του κρατικού μηχανισμού (πόλεμος κινήσεων), αλλά μόνο στο βαθμό που έχει καταχτήσει τα ‘οχυρά’ της κοινωνίας πολιτών (πόλεμος θέσεων). Μόνον όπου το κράτος κατέχει όλη την εξουσία, ενώ η κοινωνία πολιτών είναι αδύναμη και σχετικά αδιαμόρφωτη, μπορεί να συμβεί το αντίθετο. Ο πόλεμος κινήσεων είναι μια επανάσταση η οποία, ακόμη και αν καταλάμβανε με μια γρήγορη κίνηση την κορυφή της κρατικής εξουσίας, δεν θα μπορούσε να επικρατήσει εξαιτίας της αντίστασης μιας ισχυρής κοινωνίας πολιτών, στην οποία γι’ αυτό το λόγο χρειάζεται να διεισδύσουμε, από οχυρό σε οχυρό, με έναν επίμονο πόλεμο θέσεων. Παραδείγματα: Η Δύση παρουσιάζει εύρωστες κοινωνίες πολιτών, η Ανατολή εύθραυστες. Ο Γκράμσι δεν μπορεί να το γράψει καθαρά, αλλά αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο η επαναστάσεις της μεταπολεμικής περιόδου στην Ευρώπη απέτυχαν, ενώ στην ΕΣΣΔ ο Οκτώβρης νίκησε».[17] Τα οχυρά για τα οποία μιλάει η Ροσάνα Ροσάντα είναι βασικά η ηθική και πνευματική δημιουργία, τα πολιτιστικά προϊόντα μια συγκεκριμένης κοινωνίας. Το σοβιετικό πείραμα στερούνταν, σύμφωνα με το ερμηνευτικό σχήμα του Γκράμσι ηγεμονικών βάσεων. Φαίνεται ότι, όταν η κοινωνία πολιτών στο σοβιετικό κράτος κατέκτησε μερικά οχυρά, το σοβιετικό κράτος, και εξαιτίας αυτού του γεγονότος, κατέρρευσε.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις θεωρητικές επεξεργασίες του Γκράμσι θα πρέπει να αναφερθούμε στη σημασία του κράτους για την άρχουσα τάξη. Αυτή η ανάλυση έχει και την πρακτική της σημασία, γιατί θα μας δώσει απαντήσεις τόσο για το σημερινό πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, όσο και για τη στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσει ο φορέας της σοσιαλιστικής αλλαγής. Αυτή είναι η πρόκληση και αυτό είναι το ζητούμενο.

4. Το κράτος σύμφωνα με τον Μαρξ και τον Λένιν
Ο δρόμος προς την εξουσία και ο ρόλος και η λειτουργία του κράτους, που επεξεργάζεται ο Γκράμσι διαφοροποιείται σε μεγάλο βαθμό από τις απόψεις τόσο του Μαρξ όσο και του Λένιν. Η θεωρία περί κράτους εμπλουτίζεται σε μεγάλο βαθμό και ανταποκρίνεται στις καινούργιες κοινωνικές συνθήκες, οι οποίες είναι η γίνονται πολύ πιο περίπλοκες από ότι τις ανέλυσε ο Μαρξ και ο Λένιν για την εποχή τους. Για να κατανοήσουμε τα καινούργια στοιχεία που μας διευκολύνουν στην έρευνα πρέπει να αναφερθούμε εν συντομία στις απόψεις του Μαρξ και του Λένιν για το κράτος.
Πριν προχωρήσουμε στις θέσεις του Λένιν για το κράτος, είναι απαραίτητο να παρουσιάσουμε συνοπτικά τη συλλογιστική του Μαρξ πάνω στο κράτος, για να κατανοήσουμε κατόπιν με σαφήνεια τις θέσεις του Λένιν γι’ αυτό και τις επιπτώσεις που είχαν για την επαναστατική πορεία των μπολσεβίκων
Πολύ πετυχημένα και με μεγάλη ακρίβεια αναφέρεται στο θέμα αυτό ο Ανδρέας Παπανδρέου στο σημαντικό άρθρο του: Ο Μαρξ, ο Λένιν και «η δικτατορία του προλεταριάτου», όπου με απαράμιλλα συνοπτικό αναλυτικό και εκλαϊκευτικό τρόπο εκθέτει τον πυρήνα της θεωρίας του Μαρξ και κατ’ επέκταση του Ένγκελς για το κράτος.[18] Παραθέτουμε το σχετικό χωρίο:
«Ο Λένιν πιστά συνοψίζει τη βασική θέση του Μαρξ πάνω στο κράτος. Αν και ο Μαρξ ήταν φειδωλός σ’ αυτά που έγραψε, τόσο πάνω στον θεσμό του ‘κράτους’, όσο και σχετικά με τη δομή της σοσιαλιστικής κοινωνίας, μας άφησε μιαν αρκετά σαφή κληρονομιά».
Για τον Μαρξ το κράτος είναι πρώτα απ’ όλα ένας γραφειοκρατικός - στρατιωτικός μηχανισμός εξαναγκασμού (Η διοικητική όψη της λειτουργίας του δεν συνιστά κράτος). Δεύτερο, το κράτος αποτελεί έκφραση ιστορικά ασυμβίβαστων ταξικών αντιθέσεων. Αυτή και μόνη η παρουσία ισχυρού κράτους αποτελεί για τον Μαρξ αδιαμφισβήτητη απόδειξη ύπαρξης ισχυρών και ασυμβίβαστων ταξικών αντιθέσεων. Τρίτο, το κράτος είναι όργανο για την πολιτική επικυριαρχία της άρχουσας τάξης.
Αυτές οι θέσεις έχουν συγκεκριμένες λογικές συνέπειες:
Πρώτο, δεν νοείται κράτος ‘ουδέτερο’ σε σχέση με συγκρουόμενα ταξικά συμφέροντα (που είναι λίγο - πολύ θέση της σοσιαλδημοκρατίας).
Δεύτερο, δεν νοείται ύπαρξη του κράτους (σαν μηχανισμού εξαναγκασμού) στα πλαίσια μιας αταξικής κοινωνίας. Στο μέτρο που μια μετακαπιταλιστική κοινωνία κινείται προς το όραμα μιας αταξικής κοινωνίας, σ’ αυτό το μέτρο το κράτος ‘φθίνει’.
Τρίτο, είναι αυτονόητο, πως αν το προλεταριάτο διαδεχτεί ιστορικά την κεφαλαιοκρατία σαν άρχουσα τάξη, το κράτος θα δομηθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζει την πολιτική επικυριαρχία του προλεταριάτου. Κι’ αυτή ακριβώς είναι η βαθύτερη έννοια της ‘δικτατορίας του προλεταριάτου’».
Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση της έννοιας της δικτατορίας με την τρέχουσα σημασία της. Ο όρος δικτατορία σημαίνει απλώς, ποια είναι η τάξη που κατέχει την πολιτική εξουσία. Μ’ αυτήν την έννοια και η πιο δημοκρατική αστική δημοκρατία αποτελεί «δικτατορία» της αστικής τάξης.
Αυτό είναι το περίγραμμα της σκέψης του Μαρξ, που ενστερνίζεται και ο Λένιν, και που τα βασικά του χαρακτηριστικά περιλαμβάνονται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, έτσι όπως τα περιγράψαμε συνοπτικά πιο πάνω. Από κει και πέρα προχωρεί ο Λένιν σε παραπέρα επεξήγηση της μορφής και του περιεχομένου αυτού του κράτους, για να προχωρήσει στη δική του ερμηνεία, που, όπως θα δείξουμε, διαφοροποιείται από τα μαρξιστικά πρότυπα.
Θα αναφέρουμε μερικά αποσπάσματα για τον καταπιεστικό ρόλο τους κράτους και των συστατικών του στοιχείων, των δομικών του χαρακτηριστικών, όπως τους αντιλαμβάνεται ο Λένιν: «Το κράτος είναι προϊόν και εκδήλωση του ασυμφιλίωτου των ταξικών αντιθέσεων. Το κράτος εμφανίζεται εκεί, τότε και καθόσον, όπου, όταν και εφόσον οι ταξικές αντιθέσεις δεν μπορούν αντικειμενικά να συμφιλιωθούν»[19] Και συνεχίζει πιο κάτω να διευκρινίζει ακόμη πιο λεπτομερειακά τη φύση και τον ρόλο του κράτους: «Κατά τον Μαρξ, το κράτος είναι όργανο ταξικής κυριαρχίας, όργανο καταπίεσης μιας τάξης από μιαν άλλη, είναι η δημιουργία της ‘τάξεως’ εκείνης, που νομιμοποιεί και στερεώνει αυτή την καταπίεση, μετριάζοντας τη σύγκρουση των τάξεων».[20] Συνεχίζει στο έργο αυτό να αναλύει τα συστατικά μέρη του κράτους: «Ο μόνιμος στρατός και η αστυνομία είναι τα κύρια όργανα δύναμης της κρατικής εξουσίας, μα - μήπως μπορεί να γίνει και διαφορετικά;»[21] Αυτές είναι οι βασικές ιδιότητες του κράτους, έτσι όπως συμπληρωματικά προς τον Μαρξ τις αναπτύσσει ο Λένιν. Το βασικό χαρακτηριστικό είναι ο όρος «καταπίεση» ή «καταναγκασμός». Η εξουσία του κράτους έχει βασικά αυτή την δομή: Είναι καταπιεστική σε βαθμό καταναγκασμού. Αυτή είναι η φύση του κράτους. Ορισμένες φορές παρουσιάζει ο Μαρξ το κράτος ως μηχανή, μηχανή καταπίεσης και εξαναγκασμού.
Επειδή όμως, σύμφωνα με τις ιδέες του Μαρξ και του Ένγκελς, το κράτος είναι προϊόν του εποικοδομήματος, δηλ. της «συνείδησης» και όχι του «κοινωνικού είναι», που είναι προϊόν της οικονομικής βάσης, έχει καθοριστική σημασία να προσδιορίσουμε, τι περιλαμβάνει η έννοια του κράτους. Το κράτος βασικά για να υπάρχει και να λειτουργεί σαν όργανο ταξικής επικυριαρχίας εδραιώνεται πρωταρχικά στο σύνταγμα, που επιβάλλει η κυρίαρχη τάξη. Ο βασικός αυτός νόμος του κράτους καθορίζει τα επί μέρους νομικά και γενικότερα θεσμικά πλαίσια, μέσα στα οποία είναι υποχρεωμένο (αναγκασμένο) να λειτουργεί.. Κάθε δραστηριότητα μιας δοσμένης κοινωνίας, είτε είναι πολιτική είτε οικονομική είτε πολιτισμική είτε θρησκευτική είτε καλλιτεχνική, είτε οποιαδήποτε άλλη, εμπεριέχεται και εκφράζεται μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια. Φυσικά το κράτος δεν είναι «ενσωματωμένο» στην άρχουσα τάξη. Με την εδραίωση του θεσμού στέκεται πάνω από την κοινωνία, παραμένοντας ωστόσο εκφραστής (ως μηχανισμός καταπίεσης) των συμφερόντων της άρχουσας τάξης, είτε αυτή είναι αστική είτε προλεταριακή.

Οι μηχανισμοί καταπίεσης έχουν χαρακτήρα ιδεολογικό ή και πολιτικό. Στον ιδεολογικό τομέα το κράτος ηγεμονεύει μέσω της συναίνεσης. Όταν αυτή για κάποιους συγκεκριμένους πολιτικούς και κοινωνικούς όρους δεν λειτουργεί και συνεπώς δεν αποδίδει, ώστε να εξασφαλίζει απρόσκοπτα και χωρίς επικίνδυνους κλυδωνισμούς, την επικυριαρχία της άρχουσας τάξης, τότε παρεμβαίνουν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί, οι οποίοι επιβάλλονται ακόμη και με τη φυσική βία. Το κράτος δηλαδή επενεργεί ιδεολογικά και πολιτικά, αναλόγως, για να εδραιώσει εκείνες τις παραγωγικές σχέσεις, που κατοχυρώνουν την εκμετάλλευση της εξουσιαζόμενης τάξης από την εξουσιάζουσα. Βασικός παράγοντας λοιπόν, που υπέχει θέση κλειδί, είναι ένας βασικός άξονας του εποικοδομήματος, που λέγεται εξουσία.[22] Γι’ αυτό και ο Λένιν επανέρχεται συχνά στο θέμα για να τονίσει, ότι για να αλλάξουν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής «το προλεταριάτο δεν μπορεί να ανατρέψει την αστική τάξη, χωρίς να κατακτήσει πρωτύτερα την πολιτική εξουσία, χωρίς ν’ αποκτήσει την πολιτική κυριαρχία και να μετατρέψει το κράτος στο ‘οργανωμένο σαν κυρίαρχη τάξη προλεταριάτο».[23] Ο Λένιν επανέρχεται συχνά σ’ αυτή την επιχειρηματολογία, που δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά, πως η συνείδηση του ανθρώπου προηγείται του κοινωνικού είναι. Επανερχόμαστε στο γνωστό πρόβλημα που αναπτύξαμε στο θέμα: «κοινωνικό είναι και συνείδηση ή βάση και εποικοδόμημα. Σημαντική είναι η άποψη του Λένιν για το προλεταριακό κράτος και την εξουσία του με αφορμή την Κομμούνα του Παρισιού του 1871. Αποφαίνεται στο θέμα αυτό ως εξής: «Η Κομμούνα ήταν βασικά μια κυβέρνηση της εργατικής τάξης, το αποτέλεσμα του αγώνα της τάξης που παράγει, ενάντια στην τάξη που ιδιοποιείται...» Και συνεχίζει τον συλλογισμό του: «Η Κομμούνα είναι η πρώτη απόπειρα της προλεταριακής επανάστασης, να συντρίψει την αστική κρατική μηχανή και η ‘ανακαλυφθείσα επιτέλους’ πολιτική μορφή, με την οποία μπορεί και πρέπει να αντικατασταθεί αυτό που συντρίφτηκε»».[24] Από τις παραθέσεις αυτές συμπεράνουμε ότι τον Λένιν απασχολούσαν βασικά η προλεταριακή εξουσία και η συντριβή της αστικής, κρατικής μηχανής καταναγκασμού.

Η θεωρία ότι δεν μπορεί να θεμελιωθεί προλεταριακό κράτος, αν προηγουμένως δεν συντριβεί (zerbrechen) το αστικό κράτος, όπως ισχυρίζεται ο Μαρξ και να απονεκρωθεί, όπως λέει ο Λένιν, παραφράζοντας τον Μαρξ, είναι κατά την άποψή μας λανθασμένη. Το κράτος δεν καταστρέφεται, αλλά δημοκρατικοποιείται, όχι βέβαια με την έννοια του εκδημοκρατισμού του κράτους, την οποία διακήρυττε ο Μπερνστάιν, αλλά με την έννοια της άμεσης δημοκρατίας της αρχαίας Αθήνας. Με το σημαντικό αυτό θέμα ασχοληθήκαμε σε άλλη ανάλυσή μας.[25]


5. Η άποψη του Γκράμσι για το κράτος

Η άποψη του Γκράμσι για την εξουσία και το κράτος έχει και μια άλλη ουσιαστική παράμετρο, που δεν την υπολόγιζε ο Μαρξ, επειδή τον απασχολούσε καθοριστικά η δομή του τρόπου παραγωγής, πολύ περισσότερο μάλιστα ο Λένιν. Αυτή η παράμετρος είχε να κάνει με την λεγόμενη «συναίνεση». Για τον Γκράμσι μόνη η «δικτατορία του προλεταριάτου» δεν συνιστά κράτος. Η αντίληψή του περί κράτους ήταν πολύ πιο περίπλοκη: «Κράτος είναι όλο το πλέγμα θεωρητικών και πρακτικών δραστηριοτήτων με το οποίο η ηγετική τάξη, όχι μόνο δικαιολογεί και διατηρεί την κυριαρχία της, αλλά κατορθώνει και να κατακτάει την ενεργητική συναίνεση των κυβερνωμένων.[26] Αυτή η τελευταία παράμετρος έλειπε σε μεγάλο βαθμό από το σκεπτικό του Λένιν. Είναι κι αυτός ένας λόγος της κρίσης και της τελικής κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ο πατερναλιστικός (αυταρχικός) τρόπος διαχείρισης της εξουσίας δεν ενδιαφερόταν για την ανάπτυξη συναινετικής διαδικασίας, που ήταν απαραίτητη για την αποδοχή του καθεστώτος. Στην σταλινική μάλιστα περίοδο η τρομοκρατία αντικατέστησε κάθε μορφή συναίνεσης, η οποία έστω και στοιχειωδώς μπορούσε να υπάρξει. Εδώ έγκειται και η φυσιογνωμία του ολοκληρωτικού κράτους. Τα καπιταλιστικά κράτη στον τομέα αυτόν αποδείχτηκαν πολύ πιο έξυπνα, ικανά, πανούργα και αποτελεσματικά. «Για να κατανοήσουμε ένα σύγχρονο κράτος», λέει ο Τζόζεφ Μπάτιτζιζ, γραμματέας της «Διεθνούς εταιρείας Γρκάμσι (International Gramsci Sosiety) δεν αρκεί να μελετήσουμε τα πολιτικά κόμματα και την οικονομική δομή, αλλά είναι αναγκαίο να αναλύσουμε εκείνο το σύνολο των φαινομένων που ο Γκράμσι αποκαλούσε ‘η οργάνωση της κουλτούρας’: το σχολείο, τις εκκλησίες, τις εφημερίδες, τις περιοδικές επιθεωρήσεις, τον κινηματογράφο, το λαϊκό μυθιστόρημα κ.λπ».[27]

Θα προσέθετα κάλλιστα και ορισμένα άλλα μέσα συναίνεσης, που στην εποχή του Γκράμσι δεν ήταν διαδεδομένα, όπως το ραδιόφωνο, ή δεν υπήρχαν, όπως, η τηλεόραση, το διαδίκτυο και γενικά η επαναστατική εφαρμογή της πληροφορικής. Ιδιαίτερα η τηλεόραση αποτελεί για το πλατύ κοινό έναν μηχανισμό χειραγώγησης και συναινετικής διαδικασίας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορεί να αντικαθιστά την πραγματική με την εικονική πραγματικότητα. Δεν νοείται σήμερα δυνατότητα συναινετικής διαδικασίας χωρίς την μεσολάβηση κυρίως των τηλεοπτικών μέσων. Η τηλεοπτική εικόνα καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις κοινωνικές εξελίξεις, διαμορφώνει καθοριστικά τη συναινετική διαδικασία. Κανένας δεν μπορεί να παραγνωρίσει με το αζημίωτο αυτόν τον παράγοντα. Απεναντίας πρέπει να τον λάβει πολύ σοβαρά υπόψη, αν θέλει να διαμορφώσει την ιδεολογική του ηγεμονία στις κοινωνικές εξελίξεις.
Αυτή τη σχέση συναίνεσης και πολιτισμού, ο οποίος διαμεσολαβείται σε μεγάλο βαθμό από την πληροφορική (διαδίκτυο, τηλεόραση, μέσα μαζικής ενημέρωσης, κ.λπ) θα την επεσήμανε για τη σημερινή εποχή ο Γκράμσι, αν ζούσε σήμερα.
«Επέμενε ιδιαίτερα», όπως μας αναλύει ο Θανάσης Γιαλκέτσης, «όχι μόνο στην οικονομική και πολιτική διάσταση, αλλά και στην ιδεολογική ή ακόμη και στην ηθική διάσταση της διαδικασίας διαμόρφωσης της επαναστατικής συνείδησης. Αμφισβήτησε τον μαρξισμό ως ιδεολογία που γεννάει βεβαιότητες, για να τον επαναπροτείνει ως σκέψη ριζικά κριτική, αντιδογματική και αντιδεοντολογική. Διέγνωσε την κοινωνική πολυπλοκότητα και ανέλυσε τον ρόλο της κουλτούρας, των διανοουμένων, του κοινού νου, των θρησκειών και των ιδεολογιών στην αναπαραγωγή ενός κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού..». στη συνέχεια τονίζει: «Δεν μπορεί να γίνει καμία ριζική αλλαγή, αν η διαδικασία του μετασχηματισμού δεν αγγίζει και δεν αναμορφώνει τις συνειδήσεις, τις αξίες και τις ηθικές συμπεριφορές των ανθρώπων».[28] Αυτό υποστηρίζει ο Λουκάς Αξελός, ένας άλλος μελετητής των έργων του, πολλά από τα οποία έχει εκδώσει ο ίδιος: «Ο Γκράμσι λόγω και έργω είναι τελείως εχθρικός σε μια αμοραλιστική προσέγγιση της πολιτικής. Γι’ αυτόν η ηθική και η πολιτική, όπως αποτυπώνεται και σε διάφορα κείμενά του, αποτελεί μία από τις κολόνες της σκέψης του...Το δεύτερο στοιχείο, που επίσης δεν επιδέχεται καμία παρερμηνεία, είναι η σύνδεση θεωρίας και πράξης». [29]
Βλέπουμε με τις ανωτέρω απόψεις και παραθέσεις ότι ο Γκράμσι τονίζει πολύ περισσότερο από τον Μαρξ και τον Λένιν την καθοριστική επίδραση της ιδεολογικής ηγεμονίας του κράτους με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, για την κατοχύρωση και αποδοχή της κυρίαρχης εξουσίας. Συνεπώς η κρατική εξουσία δεν αποτελεί κατά κύριο λόγο μηχανισμό εξαναγκασμού από έξω, αλλά και συναίνεσης από τα μέσα, από τους ίδιους τους πολίτες, στους οποίους ασκείται η πολιτική της ιδεολογικής (πολιτιστικής) ηγεμονίας.
Οι ποικίλες μορφές συναίνεσης που αναπτύσσονται από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους αποτελούν την εσωτερική μορφή ελέγχου οποιασδήποτε ριζοσπαστικής διαδικασίας αμφισβήτησης και ενδεχόμενης ανατροπής του αστικού συστήματος.
Η αποδοχή μιας τέτοιας πραγματικότητας έχει τεράστια σημασία για τον καθορισμό της στρατηγικής και τακτικής ενός πολιτικού φορέα, ο οποίος αγωνίζεται να πείσει για μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας. Αυτό είναι και το ζητούμενο και συνάμα η πρόκληση. Η θεωρητική ανάλυση που προηγήθηκε αυτό το νόημα είχε. Να καθορίσει δηλαδή τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της στρατηγικής και τακτικής για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. Πολλοί μιλούν για την αταξική κοινωνία. Έστω. Όμως η πίστη, γιατί περί πίστεως πρόκειται, για την αταξική κοινωνία έχει τα μεσσιανικά χαρακτηριστικά της θρησκείας. Μιας θρησκείας που επαγγέλλεται τον παράδεισο επί της γης, αντί εν τοις ουρανοίς.

6. Ο οργανικός διανοούμενος (ο πολιτικός φορέας ως οργανικός διανοούμενος)
Η επικαιρότητα του έργου του Γκράμσι για το εργατικό κίνημα εντοπίζεται και σε ένα άλλο σημείο της θεωρίας του, που αφορά στη σχέση των διανοουμένων με την εργατική τάξη.
Στο σύνθετο αυτό πρόβλημα δεν έχει δοθεί από τη θεωρία μέχρι σήμερα ικανοποιητική απάντηση. Υπάρχουν διάφορες απόψεις που αλληλοσυγκρούονται μεταξύ τους. Όμως η λύση αυτού του προβλήματος μπορεί να βγάλει από πολλά αδιέξοδα, που δεν απασχολούν μόνο τη θεωρία, αλλά έχουν και σημαντική επίπτωση στην πράξη. Κι αυτό γιατί το ζήτημα της χειραφέτησης της εργατικής τάξης έχει άμεση σχέση με την θέση και τον ρόλο των διανοουμένων σ’ αυτή.
Θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε την πολύπλοκη και πολυεπίπεδη προβληματική του, για να βγάλουμε και τα ανάλογα συμπεράσματα για το «δια ταύτα».
Ο Γκράμσι στο θέμα που αφορά το ρόλο των διανοουμένων στη διαμόρφωση της επαναστατικής συνείδησης της εργατικής τάξης προβαίνει σε μια σύνθεση των απόψεων του Μαρξ και του Λένιν με την εξής έννοια: Αναγνωρίζει τη σημασία που έχουν οι διανοούμενοι και υποστηρίζει, όπως και ο Λένιν, ότι η επαναστατική συνείδηση της εργατικής τάξης εισάγεται σ’ αυτήν, αλλά όχι απ’ έξω, δηλαδή από τους αστούς διανοούμενους επαναστάτες, όπως ισχυρίζονταν ο Λένιν, αλλά από μέσα. Το από μέσα σήμαινε σε διαφοροποίηση από τον Λένιν, ότι οι διανοούμενοι αυτοί προέρχονταν από την εργατική τάξη ή τουλάχιστον διαμορφώνονταν σε άμεση και οργανική σχέση με την εργατική τάξη. Ήταν με μια λέξη οργανικό κομμάτι της εργατικής τάξης. Με αυτή την έννοια προσέγγιζε την άποψη του Μαρξ που διακήρυττε ότι «η χειραφέτηση της εργατικής τάξης πρέπει να είναι το έργο της ίδιας της εργατικής τάξης» και του Ένγκελς που συμπλήρωνε επεξηγηματικά: «Για την τελική νίκη των θέσεων που διακηρύσσονται στο Μανιφέστο ο Μαρξ στηρίζεται μοναδικά στην πνευματική ανάπτυξη της εργατικής τάξης, που θα’ πρεπε να προκύψει από την ενιαία δράση και τη συζήτηση».[30] Βασικά της ίδιας της εργατικής τάξης, που όμως μέσα απ’ αυτήν δεν αποκλείονταν να αναπτυχθούν οι οργανικοί της διανοούμενοι, οι οποίοι θα μπορούσαν να παίξουν τον ρόλο της διαφώτισης, όμως όχι της καθοδήγησης. Την καθοδήγηση με την έννοια της αυτοκυβέρνησης θα την είχε και θα την εφάρμοζε η ίδια η εργατική τάξη. Κι εδώ υπάρχει μια τεράστια σύγχυση. Συνήθως ταυτίζεται η διαφώτιση με την καθοδήγηση είτε συνειδητά είτε υποσυνείδητα. Πάντως η εφαρμογή του «Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού» του Λένιν και η δημιουργία του κόμματος νέου τύπου, οδήγησαν σταδιακά σ’ αυτήν την ταύτιση, που απέβη τελικά καταστροφική. Ο λόγος είναι απλώς. Οι εξ επαγγέλματος διανοούμενοι επαναστάτες δεν αρκέστηκαν στο ρόλο της απλής διαφώτισης της εργατικής τάξης, με άλλα λόγια της εισαγωγής της επαναστατικής συνείδησης στο προλεταριάτο, αλλά προχώρησαν και στην υπαγόρευση της πορείας από τα πάνω, δηλαδή σφετερίστηκαν και την εξουσία, που δικαιωματικά ανήκε στην ίδια την εργατική τάξη, σύμφωνα και με τη γνωστή ρήση του Μαρξ, για την χειραφέτηση της εργατικής τάξης. Μέσω της διαφώτισης, καθοδήγησης διολίσθησαν (είναι στην ανθρώπινη φύση) και στην άσκηση της εξουσίας, θέτοντας στο περιθώριο την εργατική τάξη ή μεταβάλλοντάς την σε εκτελεστικό όργανο.[31] Μόνο οι συμμετοχή στις αποφάσεις είναι σε θέση να αποτελέσει ανασχετικό παράγοντα αυτού του κινδύνου χειραγώγησης και ποδηγέτησης της εργατικής τάξης. Κανείς δεν ωριμάζει από αστός σε επαναστάτη, αν δεν συνδιαμορφώνει και συμμετέχει στις αποφάσεις. Μόνο η συμμετοχή στη διαμόρφωση και τη λήψη των αποφάσεων συγκροτεί τον επαναστάτη. Αλλιώς μεταβάλλεται από εντολέας σε εντολοδόχο. Και αυτό δεν αναλύθηκε και δεν τονίστηκε επαρκώς ούτε από τον Μαρξ, ούτε από τον Λένιν και ούτε από τον Γρκάμσι.
Έχει συνεπώς πρακτικά τεράστια σημασία ο προσδιορισμός του ρόλου των διανοουμένων, όπως τους όριζε ο Γκράμσι, σε σχέση με τους δύο άλλους μεγάλους θεωρητικούς της επανάστασης, δηλαδή τον Μαρξ και τον Λένιν.
Οι έννοιες κυρίως τόσο του οργανικού διανοούμενου, όσο και του κράτους, όπως τις διαμόρφωσε θεωρητικά ο Γκράμσι, αποτελούσαν προσαρμογή ή έναν εκσυγχρονισμό, θα λέγαμε σήμερα, της θεωρίας του Μαρξ και του Λένιν. Έναν εκσυγχρονισμό, ο οποίος ανταποκρινόταν στα καθήκοντα της εργατικής τάξης και της απελευθέρωσής της στα ιστορικά δεδομένα και την συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία. Έδινε μ’ άλλα λόγια τη δυνατότητα της προσαρμογής της θεωρίας στις αλλαγμένες συνθήκες της εκάστοτε πραγματικότητας, σε αντίθεση με τις θεωρίες του Μαρξ και του Λένιν που διατηρούσαν ή εν πάση περιπτώσει διέτρεχαν τον κίνδυνο μιας ανελαστικότητας και μονολιθικότητας (δογματισμού) στην εφαρμογή τους.
Ο Γκράμσι κατάφερε να δώσει διέξοδο σε προβλήματα που απασχολούσαν τις προηγμένες πολιτιστικά κοινωνίες, τις κοινωνίες πολιτών, όπως τις χαρακτήριζε, διατυπώνοντας τις προϋποθέσεις της επαναστατικής τους διεξόδου, του ριζικού μετασχηματισμού τους.

7. Η επικαιρότητα της θεωρίας του Γκράμσι και η σημασία της για την πράξη
Ο Γκράμσι πολύ σωστά επεσήμανε ότι η αστική τάξη, εκτός από τον καταναγκασμό, χρησιμοποιεί και την συναίνεση, που είναι αποτέλεσμα της ηγεμονίας που ασκεί στις καταπιεζόμενες τάξεις, για να αποδεχτούν (συναινέσουν) στην εξουσία της. Ο ρόλος των οργανικών διανοουμένων ενός ριζοσπαστικού ή επαναστατικού κινήματος έγκειται κατά συνέπεια στο καθήκον τους, να αντιπαλέψουν αυτήν την πολιτιστική -ιδεολογική ηγεμονία της αστικής τάξης και στη θέση της να εδραιώσουν την πολιτιστική ηγεμονία του λαϊκού κινήματος. Θα πρέπει λοιπόν οι πολίτες να μεταπειστούν. Θα πρέπει με μια λέξη να αλλάξει η συνείδηση των ανθρώπων σε μια σοσιαλιστική κατεύθυνση.
Πως θα επέλθει αυτή η αλλαγή; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα. Δύο είναι τα μέσα: Το ένα είναι η βία, όσο διαρκεί αυτή φυσικά, και το άλλο είναι η πειθώ. Μπορεί σε μια δεδομένη συγκυρία να χρησιμοποιηθούν και τα δύο, όταν αποκλειστεί η περίπτωση της αλλαγής μέσω της πειθούς, δηλαδή μέσω της πολιτισμικής ηγεμονίας, όπως την όριζε ο Γκράμσι.
Η πολιτισμική ηγεμονία για να μπορεί να λειτουργήσει θετικά πρέπει να απαντήσει και σε ένα μεθοδολογικό πρόβλημα: Πώς πείθεις για την ηγεμονία αυτή;
Το πρόβλημα της μεθόδου παίζει τον ίδιο καθοριστικό ρόλο με το περιεχόμενο της ηγεμονίας.
Με μια λέξη: Δεν είναι μόνο το «τι», αλλά και το «πως», εξίσου σημαντικό. Υπάρχει μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο στοιχεία. Όποιος παραβλέψει το ένα χάνει το άλλο.
Ας φέρουμε ένα παράδειγμα, ως υπόθεση εργασίας, για να κάνουμε το πρόβλημα τελείως καταληπτό. Ας υποθέσουμε ότι οι Έλληνες στην πλειοψηφία τους είναι εθνικιστές, (70% περίπου των Ελλήνων ψήφισαν ενάντια σε οποιαδήποτε λύση του προβλήματος των Σκοπίων, που να περιλαμβάνει τον όρο Μακεδονία, γεγονός για μερικούς σαφέστατα εθνικιστικό). Το θέμα λοιπόν είναι πως τους αντιμετωπίζουμε ως ριζοσπαστική Αριστερά, δηλαδή, τι μεθοδολογία ακολουθούμε. Η μία περίπτωση είναι να τους κάνουμε αντιπάλους ή εχθρούς, χαρακτηρίζοντάς τους αντιδραστικούς, σοβινιστές, εθνοκάπηλους και ούτω καθεξής. Με τον τρόπο αυτό χαρίζει η αυτοαποκαλούμενη Αριστερά την πλειοψηφία του ελληνικού λαού πραγματικά στην αντίδραση και απεμπολεί τη δυνατότητα οποιασδήποτε αλλαγής της συνείδησης του. Η άλλη μέθοδος συνίσταται στην προσπάθεια που πρέπει να καταβάλει, να πείσει αυτήν την πλειοψηφία για το λάθος της και να αλλάξει την συνείδησή της προς μια προοδευτική για να μην πούμε ριζοσπαστική αριστερή κατεύθυνση, αποκτώντας την εμπιστοσύνη της και όχι να την προκαλεί, βάζοντάς την απέναντί της, αν υποθέσουμε φυσικά ότι η Αριστερά έχει δίκιο στις απόψεις της, που είναι ζητούμενο και όχι δεδομένο.
Το γεγονός λοιπόν ότι έχει κάποιος δίκαιο από μόνο του δεν λέει τίποτε. Θα πρέπει να πείσει για το δίκαιο αυτό και η πειθώ έχει άμεση σχέση με την εμπιστοσύνη που κερδίζει κανείς, για να μπορεί να πείσει. Αυτό είναι που συνήθως δεν καταλαβαίνουν ορισμένοι κύκλοι της Αριστεράς, που πιστεύουν ότι επειδή έχουν δίκαιο και λένε την αλήθεια (που είναι προς συζήτηση), μπορούν να περιφρονούν και να προσβάλουν τον υποτιθέμενο αντίπαλο. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος έγκειται στον λαϊκισμό ή τον αριστερισμό, δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Το καθήκον κάθε προοδευτικού φορέα, για να μην πούμε επαναστατικού, είναι να ενεργεί παιδευτικά, αποκτώντας δηλαδή την εμπιστοσύνη εκείνων των πολιτών στους οποίους θέλει να εμφυσήσει, ας πούμε, την επαναστατική συνείδηση.
Αν δεν αποκτήσεις την εμπιστοσύνη εκείνου που θέλεις να πείσεις για την άποψή σου, κι ας είναι «απόλυτα» σωστή, δεν θα την αποδεχτεί. Είναι απαράβατος παιδαγωγικός κανόνας, που ισχύει όχι μόνο στο σχολείο, αλλά και στην κοινωνία. Γι’ αυτό ο Γκράμσι μιλάει όχι μόνο για πολιτισμική, αλλά και ηθική ηγεμονία. Η ηθική, κατά την άποψή μας, αυτό το νόημα έχει. Αυτό τόνιζε και ο Αλέξανδρος Δελμούζος, από τους πρωτεργάτες του εκπαιδευτικού δημοτικισμού μαζί με τον Γληνό και τον Τριανταφυλλίδη, λέγοντας: «Για να κρίνεις πρόσωπα και έργα δεν χρειάζεται μονάχα μυαλό παρά και χαρακτήρας», δηλαδή ήθος.
Με βάση τα ανωτέρω θα πρέπει μια αυτοαποκαλούμενη «Ριζοσπαστική Αριστερά» να δώσει άλλο περιεχόμενο στο γνωστό τρίπτυχο: πατρίς, θρησκεία, οικογένεια και όχι να το καταργήσει. Το ίδιο θα πρέπει να κάνει και σε πολλούς άλλους τομείς, που αφορούν το δημιουργικό πεδίο της πολιτισμικής ηγεμονίας της Αριστεράς. Οφείλει να διαμορφώσει σε όλα μια άλλη συνείδηση, που να συμφωνεί και συνάδει με τις δικές τις πανανθρώπινες πολιτιστικές αρχές, αξίες και ιδανικά, που πρέπει να αποτελούν τις αξίες και αρχές και τα ιδανικά του σοσιαλισμού. Σε τελευταία ανάλυση η κοινωνική αριστερά πρέπει να ταυτιστεί με την πολιτική αριστερά.
Οι τομείς αυτοί είναι, εκτός από αυτούς που αναφέρθηκαν πιο πάνω, και οι άλλοι που αναφέρει ο Γκράμσι και αφορούν το περιεχόμενο που διαμορφώνει τις συναινετικές διαδικασίες. Θα αναφέρουμε επιγραμματικά τους εξής: Η παιδεία, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, σήμερα κυρίως η τηλεόραση και αύριο το διαδίκτυο. Επίσης οι εφημερίδες, τα περιοδικά, η τέχνη σε όλες της τις εκφάνσεις, οι παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα κ.λπ. Ό,τι γενικά και ειδικά διαμορφώνει συνειδήσεις. Σ’ όλους αυτούς του τομείς είναι υποχρεωμένη η Αριστερά να δράσει και επιδράσει, επιλέγοντας την κατάλληλη μεθοδολογία που να πείθει, έχοντας ως βασικό κριτήριο ότι η αστική ιδεολογία προωθεί την ατομικότητα, ενώ η σοσιαλιστική ιδεολογία την συλλογικότητα, μέσα από την οποία μπορεί και πρέπει να αναδειχτεί η ατομικότητα και όχι αντιστρόφως. Αυτή η αρχή προϋποθέτει ότι η συμμετοχή τόσο στη διαμόρφωση, όσο και στην υλοποίηση των αποφάσεων είναι συλλογική. Η αρχή αυτή αποτελεί την πεμπτουσία της σοσιαλιστικής ιδεολογίας.


Αθήνα, 23/2/08
[1] Καρλ Μαρξ , «Θέσεις για τον Φόυερμπαχ», στο Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ, σ. 468.
[2] Φριντριχ Ένγκελς, Ο Λουδοβίκος Φόϋερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, στο Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ, εκδ. της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, 1951, σ. 449.
[3] Καρλ Μαρξ, Θέσεις για τον Φόυερμπαχ, στο Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμ. ΙΙ, σ. 468
[4] Καρλ Μαρξ, Θέσεις για τον Φόυερμπαχ, ό.π., σ. 468.
[5] Β. Ι. Λένιν, Φιλοσοφικά τετράδια, στο Λένιν, Άπαντα, εκδόσεις «Σύγχρονη εποχή», Αθήνα 1977, σ. 194 -195.
[6] Ο Ένγκελς στον Μπλοχ, Γράμματα, στο Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμ. ΙΙ, ο.π., σ. 572-573. Η κριτική στην τοποθέτηση του Μαρξ για την καθοριστική σημασία του κοινωνικού είναι δημιούργησε ποικίλες αντιδράσεις στους διανοούμενους, κυρίως μετά τον θάνατο του Μαρξ. Γι’ αυτό και ο Έγκλες θεωρεί υποχρέωση του να υπερασπιστεί σθεναρά τις απόψεις του φίλου του στο κρίσιμο αυτό θεωρητικό πρόβλημα.
[7] Ο Ένγκελς στον Στάρκενμπουργκ, Γράμματα, στο Κ.Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ. όπ., σ. 592.
[8] Ο Ένγκελς στον Μέρινγκ, Γράμματα, στο Κ. Μαρξ Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά ‘Εργα, τόμ. ΙΙ, σ. 585.
[9] Φρίντριχ Ένγκελς, Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ…, τόμ. ΙΙ, ό.π., σ. 453 - 454.
[10] Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Η Αγία Οικογένεια, σ. 265.
[11] Βλ. Κώστας Παπαϊωάννου, Η ψυχρή ιδεολογία, εκδ. «Ύψιλον/βιβλία, σ. 30-31.
[12] Κ. Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, στο Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. Ι, ο.π., σ. 625.
[13] Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Η Αγία Οικογένεια, σ. 265.
[14] Φ. Ένγκελς, Η εξέλιξη του σοσιαλισμού, στο Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμ. ΙΙ, ό.π., σ. 148.
[15] Ο Μαρξ στον Βάϊντεμάγιερ, στο Κ. Μαρξ -Φ. Ένγκελς, Διαλεκτά Έργα, τόμ. ΙΙ, σ. 530.
[16] Πρόλογος στο Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. Ι, εκδοτικό της Κ.Ε. του ΚΚΕ, εκδ. «Νέα Ελλάδα», 1951, σ. 424.
[17] Ροσάνα Ροσάντα, «Μαθήματα από την αποτυχία των επαναστάσεων», άρθρο της δημοσιευμένο στο ένθετο της Ελευθεροτυπίας «βιβλιοθήκη», 7.12.2007.
[18] Βλέπε, Ανδρέας Γ. Παπανδρέου, Ο Μαρξ, ο Λένιν και η δικτατορία του προλεταριάτου”, εφημερίδα «Εξόρμηση», 26.9.1975.
[19] Β. Ι. Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, στο Λένιν, Άπαντα, τόμ.. 25, σ. 397.
[20] Β. Ι. Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, ό.π., σ. 397.
[21] Β. Ι. Λένιν, ό.π., σ. 39.
[22] Υπάρχουν πολλές και ενδιαφέρουσες αναλύσεις για το ρόλο του κράτους στην ιστορική πορεία των κοινωνιών, από τις οποίες πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις εκφράζει ο Γκράμσι, ο Νίκος Πουλατζάς, που ασχολήθηκε ειδικά με αυτό το πρόβλημα, ο Αλτουσέρ και άλλοι ερευνητές, που, μελέτησαν επισταμένως και σε βάθος το θέμα. Εμείς όπως είπαμε και στην αρχή αυτής της μελέτης, θα ασχοληθούμε με τις απόψεις των θεμελιωτών του Μαρξισμού-Λενινισμού, για να τοποθετηθούμε απέναντί τους και δούμε το ειδικό τους βάρος για την ιστορία
[23] Β. Ι. Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, τόμ.. 25, σ. 416.
[24] Β. Ι. Λένιν, ό.π., σ. 442 -443.
[25] βλ. Δαμιανός Βασιλειάδης, Δημοκρατικός Σοσιαλισμός ή το όραμα του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η εφαρμογή του στην πράξη, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 2006, σσ. 70 - 78. Διεξοδικότερα ασχοληθήκαμε με το θέμα αυτό στη μελέτη μας: «Σκέψεις και προβληματισμοί γύρω από το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Η εναλλακτική πρόταση εξουσίας», σσ. 10 –32, αδημοσίευτο κείμενο.
[26] βλ. Τζουζέπε Βάκα, «Ερμηνείες της κρίσης και στρατηγικές», άρθρο του στο ένθετο της Ελευθεροτυπίας «βιβλιοθήκη», 7.12.2007.
[27] Βλ. συνέντευξη στην εφημ. «Ελευθεροτυπία», 17.2.2008, του Τζόζεφ Μάτιτζιζ με τίτλο: «Η παρουσία του Γκράμσι».
[28] βλ. Θανάσης Γιαλκέτσης, «Ένας πρόδρομος της ανανέωσης», ένθετο της Ελευθεροτυπίας, «Βιβλιοθήκη», 7/12/07, σ. 14.
[29] Βλ. Λουκάς Αξελός, «Ξαναδιαβάζοντας τον Γκράμσι», περιοδικό «Τετράδια», τεύχος πεντηκοστό τέταρτο, άνοιξη 2008, σ. 67.
[30] Γράφτηκε από τον Ένγκελς για τη γερμανική έκδοση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, Λονδίνο 1890, στο Κ. Μαρξ-Φ.Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. Ι, σ. 16.
[31] Βλέπε σχετική ανάλυσή μας με τίτλο: «Δημοκρατικός συγκεντρωτισμός ή αποκεντρωτισμός. Συγκεντρωτική ή αποκεντρωτική εξουσία», αδημοσίευτο κείμενο.