Κυριακή 5 Απριλίου 2009

Απάντηση του Τάκη Φωτόπουλου

(25/11/2008)

Απάντηση του Τάκη Φωτόπουλου

(Στο κείμενο Γιάννη Μαύρου)

Ευχαριστώ τον κ. Μαύρο για τις σκέψεις του, σχετικά με το τελευταίο άρθρο μου για την κρίση, που επιβάλουν όμως μερικές διευκρινήσεις, αλλά και σημαντικές διαφοροποιήσεις. Αρχικά, ο όρος «οικονομία της αγοράς» δεν αποτελεί «ορολογία της αστικής οικονομίας και προπαγάνδας» σε αντίθεση με τον όρο «καπιταλιστική οικονομία». Τα δυο είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα. Η οικονομία της αγοράς αναφέρεται στον τρόπο κατανομής των σπάνιων οικονομικών πόρων, ενώ η καπιταλιστική οικονομία στις σχέσεις ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής που καθορίζουν τις γενικότερες παραγωγικές σχέσεις. Ο πρώτος όρος είναι με μια έννοια ευρύτερος από τον δεύτερο και ιδιαίτερα χρήσιμος σήμερα όπου έχουμε οικονομίες όπως της Κίνας, του Βιετνάμ κ.λπ. που διατηρούν ακόμη κάποιες φθίνουσες σοσιαλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας σε μερικούς παραγωγικούς τομείς αλλά έχουν υιοθετήσει σχεδόν παντού την οικονομία της αγοράς! Και φυσικά, η από μεριά μου υιοθέτηση της κρίσιμης αυτής διάκρισης δεν είναι ασύμβατη με την ταξική ανάλυση που θα στηρίζεται όμως σε μια νέα ανάλυση η οποία υποθέτει ότι οι ταξικές διακρίσεις σήμερα δεν αφορούν μόνο την κατανομή της οικονομικής δύναμης/εξουσίας αλλά και άλλες μορφές δύναμης/εξουσίας (πολιτική, πολιτιστική, ευρύτερα κοινωνική κ.λπ.) που δεν μπορούν απλά να «αναχθούν» στην οικονομική σφαίρα (βλ. περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία αρ. 8 & 9).

Όσον αφορά την κύρια θέση της κριτικής του κ. Μαύρου ότι η κρίση οφείλεται στην υπέρ-συσσώρευση κεφαλαίου, λόγω της ανισοκατανομής εισοδήματος η οποία αναγκάζει το κεφάλαιο που οικειοποιείται το πλεόνασμα να μην βρίσκει διεξόδους στην υλική παραγωγή και να καταφεύγει στην χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία, η θέση αυτή ―που ήταν βάσιμη στο παρελθόν― δεν έχει σχεδόν καμία σχέση με την σημερινή πραγματικότητα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Όπως έδειξα αλλού (βλ.International Journal of Inclusive Democracy, Οκτώβρης 2008 και το υπό έκδοση περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία, αρ. 18), μολονότι είναι πάντα βάσιμη η θέση ότι στην ρίζα της οικονομικής κρίσης που χαρακτηρίζει μια οικονομία της αγοράς βρίσκεται η άνιση κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου, η αιτία της σημερινής κρίσης δεν είναι ότι η πελώρια ανισότητα δημιουργεί μια κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και αντίστοιχα υποκατανάλωσης. Όπως έδειξε η καταναλωτική έκρηξη στην Δύση των τελευταίων δεκαετιών, η υποκατανάλωση δεν είναι το πρόβλημα των καπιταλιστικών κοινωνιών σε μια διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Ούτε αληθεύει ότι τις χρηματοπιστωτικές φούσκες τις έθρεψε το πλεόνασμα στα καπιταλιστικά κέντρα. Στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο μέρος του πλεονάσματος που χρησιμοποιείται σήμερα για χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία προέρχεται από τα «κυρίαρχα κεφάλαια» (sovereign funds) τέτοιων καπιταλιστικών «θαυμάτων» όπως η Κίνα. Δηλαδή, από χώρες στις οποίες η ακραία ανισότητα στην κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου, σε συνδυασμό με την υπερεκμετάλλευση της εργατικής τους δύναμης από τις πολυεθνικές και την σημερινή παντελή απουσία κράτους πρόνοιας έχουν δημιουργήσει τεράστια πλεονάσματα, τα οποία οι ντόπιες ελίτ, αντί να τα επενδύουν στην εγχώρια οικονομία για την βελτίωση της παραγωγικής δομής και της κοινωνικής θέσης των εργαζομένων, τα επενδύουν στις δυτικές χρηματοπιστωτικές αγορές ή, τελευταία, και σε έργα υποδομής. Αυτός ήταν και ο λόγος που η «Ομάδα των 7» έσπευσε να προσκαλέσει στην Διάσκεψη της 15 Νοέμβρη και χώρες όπως η Κίνα που σήμερα παίζουν ρόλο δανειστού των καπιταλιστικών κέντρων και όχι βέβαια γιατί ενδιαφέρεται για την δημιουργία ενός πολυπολικού κόσμου, όπως ισχυρίζεται η ρεφορμιστική Αριστερά.

Εάν λοιπόν ο επικριτής μου πιστεύει ―και ελπίζει― ότι παρά την τεράστια ανομοιογένεια που έχει ήδη δημιουργήσει η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς είναι δυνατή η συμφωνία πάνω στην υιοθέτηση ενός παγκόσμιου σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου (που βέβαια θα αναιρούσε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα «θαυμάτων» όπως η Κίνα και η Ινδία) τότε θα μπορούσε κανείς να πιστέψει τα πάντα, ακόμη και την ανάσταση νεκρών!

Τέλος, ευχαριστώ τον επικριτή μου για την υπενθύμιση ότι «το σύστημα είναι πολύπλοκο και δεν μπορούμε να το εννοήσουμε με απλούς οικονομικούς ντετερμινισμούς» αλλά η υπενθύμιση ήταν περιττή. Όπως επανέλαβα για πολλοστή φορά σε άρθρο μου στο τελευταίο ΠΡΙΝ (23/11/2008), το κριτήριο με το οποίο διακρίνω τις διάφορες φάσεις της νεωτερικότητας είναι η εκάστοτε έκβαση της Κοινωνικής Πάλης, όπου άλλοτε επικρατούσε η ιστορική τάση για περαιτέρω αγοραιοποίηση της οικονομίας που ευνοούσαν οι ελίτ και την οποία το λαϊκό κίνημα ήταν ανίσχυρο ν’ αντιστρέψει (φιλελεύθερη και νεοφιλελεύθερη φάση) και άλλοτε η αντίστροφη τάση για την προστασία της κοινωνίας από την αγορά (κρατικιστική φάση). Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι φάσεις αυτές είναι εξίσου αντιστρέψιμες «από μέσα» στο σύστημα. Σήμερα, όπως, σημείωνα στο ίδιο άρθρο, μόνο μια επαναστατική αλλαγή του συστήματος μπορεί ν’ ανατρέψει τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση που τώρα, με την αρωγή των τέως σοσιαλδημοκρατών και την ανοχή της ρεφορμιστικής Αριστεράς, μετατρέπεται σε σοσιαλ-φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση ―δηλαδή μια ηπιότερη εκδοχή νεοφιλελευθερισμού. Ο λόγος είναι ότι ο καπιταλισμός έχει δημιουργήσει σήμερα τις αντικειμενικές συνθήκες που καθιστούν οποιαδήποτε ανατροπή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης «από μέσα» σχεδόν αδύνατη. Και αυτό, διότι «οι ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές είναι αναγκαία συνθήκη για την ίδια την λειτουργία μιας διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς που βασίζεται σε πολυεθνικές εταιρείες». Μόνο επομένως εάν τα κράτη ήταν διατεθειμένα να προχωρήσουν στην κατάργηση των ίδιων των πολυεθνικών επιχειρήσεων που ελέγχουν την παγκόσμια παραγωγή και το εμπόριο για να βάλουν τις αγορές κάτω από άμεσο κοινωνικό έλεγχο θα μπορούσε να θεμελιωθεί μια τέτοια αναστροφή. Άλλα τότε μιλάμε για επαναστατική αλλαγή του συστήματος...

Δεν υπάρχουν σχόλια: