Κυριακή 12 Απριλίου 2009

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ «Η ΚΥΠΡΟΣ ΣΕ ΠΑΓΙΔΑ»

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ «Η ΚΥΠΡΟΣ ΣΕ ΠΑΓΙΔΑ» ΤΟΥ Δ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΕΓΙΝΕ ΔΕΥΤΕΡΑ ΣΤΙΣ 16/03/09 ΚΑΙ ΩΡΑ 19.00 ΜΜ ΣΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΤΙΤΑΝΙΑ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ Έγινε μια πραγματικά αξιόλογη παρουσίαση του βιβλίου του Δ. Κωνσταντακόπουλου με θέμα «Η Κύπρος σε Παγίδα» που διοργάνωσε το ΔΗΚΚΙ και η Πρωτοβουλία Σοσιαλιστών για τη Λαϊκή, Πατριωτική και Οικολογική Συσπείρωση με αφορμή το βιβλίο αλλά και των εθνικών προβλημάτων της Κύπρου και γενικά της Ελλάδας. Παραβρεθήκαν πολλά πολιτικά πρόσωπα από διάφορες παρατάξεις και κόμματα. Μίλησαν ο Ηλ. Νικολόπουλος εκπρόσωπος της Δ.Ε. του ΔΗΚΚΙ και καθηγητής του Πάντειου Πανεπιστημίου Αθήνας, ο Αλ. Αλαβάνος επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, ο Ανασ. Πεπονής πρώην Υπουργός του ΠΑΣΟΚ και φυσικά ο συγγραφέας του βιβλίου Δ. Κωνσταντακόπουλος. Ο κ. Κατσουρίδης εκπρόσωπος του ΑΚΕΛ δε μπόρεσε να παραβρεθεί λόγω προβλημάτων υγείας. Τη συζήτηση προλόγισε και συντόνισε ο Γ. Δελαστίκ. Ο πρώτος ομιλητής κ. Ηλ. Νικολόπουλος αναφέρθηκε στα εξής: «Το θέμα μας σήμερα είναι τι θα επικρατήσει ουσιαστικά η ρυθμιστική δύναμη του πραγματικού όπως ισχυρίζεται η Γερμανική επιστήμη ή το Διεθνές Δίκαιο. Ο συγγραφέας του βιβλίου θεωρεί και βέβαια είναι αισιόδοξος ότι πρέπει να επικρατήσει το Διεθνές Δίκαιο. Δυστυχώς από την πορεία των εξελίξεων δε φαίνεται αυτό. Η προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος οδήγησε σε ελπίδες, σε αυταπάτες, που με τη σειρά τους οδήγησαν σε λάθη. Ξεκίνησε από μία υπέρμετρη αισιοδοξία για την επίτευξη μιας βιώσιμης λύσης του Κυπριακού. Η Ιστορία έχει διδάξει ότι οι πιέσεις ασκούνται στα ενδοτικότερα από τα μέρη όταν υπάρχουν συνομιλίες, κατά το Θουκυδίδη στον Πόλεμο και στην Ειρήνη ο ισχυρότερος προχωρά μέχρι εκεί που του επιβάλλει η δύναμή του και ο ασθενέστερος μπορεί μέχρι εκεί που του επιβάλλει η αδυναμία του, έχουμε φθάσει σε μια δύσκολή καμπή του Κυπριακού προβλήματος. Η προσπάθεια της επίλυσης δε λαμβάνει υπόψη το πραγματικό γεγονός, που η Ελληνική πλευρά και το Συμβούλιο Ασφαλείας το έχει αποδεχτεί από χρόνια ότι το Κυπριακό είναι θέμα κατοχής, εποικισμού και παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Οι συμφωνίες διεξάγονται με βάση την αποδοχή της πολιτικής ισότητας των μερών όπως είχε δηλώσει και παλαιότερα ο Ανάν στις πρώτες επιλογές του σχεδίου. Δηλ. όπως ορίζει και ο συγγραφέας το σχέδιο ΑΝΑΝ δημιουργεί ένα προτεκτοράτο γιατί απλά στο άρθρο 3 που είχε τον τίτλο μαζί με το 4 και το 5 κύρια άρθρα της συνθήκης έλεγε το εξής απλό και πονηρό: ότι οι σχέσεις των κοινοτήτων μεταξύ τους στηρίζονται βάσει της αρχής της πολιτικής ισότητας και της πολιτικής ισοτιμίας. Επομένως αποκλείεται η αρχή της πλειοψηφίας. Σε ένα κράτος το οποίο αποτελείται από διάφορα ομόσπονδα κράτη, είτε αυτά λέγονται χώρες, είτε πολιτείες, είτε καντόνια, πρέπει να υπάρχει για να λειτουργεί - η έννοια του ενιαίου κράτους - μία κεντρική εξουσία, ένα κεντρικό Σύνταγμα. Αυτό ακριβώς ήταν που δεν ήθελαν οι συντάκτες του σχεδίου ΑΝΑΝ, και βέβαια, η ρυθμιστική δύναμη του πραγματικού πιέζει μέχρι σήμερα. Δηλ. το εκλογικό σώμα ενός πολυκοινοτικού κράτους έπρεπε γενικά να είναι ενιαίο. Στην Κύπρο πρέπει να υπάρχει ένα ενιαίο κράτος. Για να γίνει αυτό πρέπει να υπάρχει ενιαίο εκλογικό σώμα, με δύο Βουλές και Ομοσπονδιακό Σύνταγμα. Η ΕΕ για να εξελιχθεί σε Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης προσπάθησε με τον τίτλο Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη να υπερκεράσει τα συντάγματα των κρατών – μελών με ένα ενιαίο σύνταγμα που στα βασικά θέματα θα υπερισχύει των άλλων συνταγμάτων. Αυτό δεν το ήθελαν η Αγγλία και οι ΗΠΑ και φτάσαμε στο σημείο να υπάρχει στην ΕΣΣ που βιάστηκε η Ελλάδα να την υπογράψει να υπάρχει το άρθρο 443 που έλεγε ότι η ΕΣΣ δεν ισχύει στις νήσους Φερόες και στις Βάσεις του Ακρωτηρίου και της Δεκέλειας της Κύπρου παρά μόνο για την ενίσχυση της Αγγλικής κυριαρχίας. Η Ελληνική πολιτική έπρεπε να είναι εστραμμένη στο θέμα, ότι όπως και να ονομαζόταν ένα μόρφωμα κράτους έπρεπε να υπάρχει κεντρική εξουσία αλλά εδώ υπήρχαν και υπάρχουν ισχυρές πιέσεις της Αγγλίας, της Τουρκίας κλπ. Επομένως όταν δεν υπάρχει κεντρική εξουσία, μιλάμε για δύο κρατίδια που θα είναι «ένα» μόνο όταν συμφωνούν και όταν διαφωνούν, όπως έλεγε το σχέδιο ΑΝΑΝ, θα αποφασίζει το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου που θα αποτελείται από τρεις Ελληνοκύπριους δικαστές, τρεις Τουρκοκύπριους και τρεις αλλοδαπούς δικαστές. Το βασικό σχέδιο που έπρεπε να υπάρχει οποιαδήποτε μορφή και να είχε, η λύση, όταν θέλουμε ενιαίο κράτος πρέπει να υπάρχει ενιαία κυριαρχία, με σεβασμό και χωρισμένα, κατοχυρωμένα τα δικαιώματα των όποιων κοινοτήτων. Αυτός έπρεπε να είναι ο στόχος, αυτόν εντοπίζει και ο συγγραφέας στο πρώτο του βιβλίο κατά του σχεδίου ΑΝΑΝ. Τόσα χρόνια παρά τις προσπάθειες που έγιναν δε μπορέσαμε να ξεφύγουμε απ’ αυτήν την κατάσταση. Η Ελληνική πολιτική πάντα ήταν υπέρ της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, χωρίς να διευκρινίζει ότι μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία πρέπει να έχει μια κεντρική εξουσία. Στην Ελλάδα φτάσαμε να εννοούμε ότι δύο χωριστά κρατίδια θα ενώνονται με μια Κοινή Συνθήκη που μπορεί να τη λέμε Σύνταγμα, αλλά θα έχει ίση μοίρα με το Σύνταγμα των επιμέρους κοινοτήτων. Δυστυχώς οι Ευρωπαίοι αυτό που θέλουν για τους εαυτούς τους, τουλάχιστον τα κεντρικά όργανα της ΕΕ, δεν το δέχονται για μία έντιμη λύση του Κυπριακού. Αυτή έπρεπε να είναι η προσπάθεια της Ελλάδας, αλλά δυστυχώς στην Ελλάδα χειροκρότησαν ορισμένοι το σχέδιο ΑΝΑΝ. Δηλ. να μην υπάρχει η Αρχή της Πλειοψηφίας, να μην υπάρχει ενιαίο εκλογικό σώμα». Μετά τον Ηλ. Νικολόπουλο, ο κ. Δελαστίκ διάβασε ένα γράμμα από τον κ. Β. Λυσσαρίδη που αναφερόταν στην αντικειμενική ανάλυση του Κυπριακού προβλήματος μέσα από το βιβλίο του Δ. Κωνσταντακόπουλου ζητώντας συγνώμη που δε μπορούσε να συμμετάσχει σε αυτή τη σημαντική παρουσίαση αλλά κάποια στιγμή θα δώσει τις θέσεις του γι’ αυτό το ζήτημα. Μετά από το γράμμα του κ. Λυσσαρίδη μίλησε ο συγγραφέας του βιβλίου Δ. Κωνσταντακόπουλος, ο οποίος αφού ευχαρίστησε τους παρευρισκόμενους ανέφερε τα εξής: «Λυπάμαι που ο Νίκος Κατσουρίδης δεν είναι μαζί μας. Εκφράζω την αμέριστη συμπάθεια μου γιατί περνάει δύσκολες στιγμές. Ο Δ. Χριστόφιας και ο Α. Κυπριανού γνωρίζουν άριστα ως βετεράνοι του Αριστερού και Σοσιαλιστικού Κινήματος και ενός κόμματος με βαθιές λαϊκές ρίζες, γνωρίζουν λοιπόν ότι ο βασικός όρος για την καταστροφή του παγκόσμιου Αριστερού και Σοσιαλιστικού Κινήματος ήταν η κατάργηση της εσωτερικής δημοκρατίας στο κόμμα, η κατάργηση της ουσιαστικής δυνατότητας των μελών και των στελεχών του να επηρεάζουν την πολιτική του. Θέλω να ευχαριστήσω θερμά αυτούς που είχαν πρώτοι την ιδέα αυτής της συζήτησης, την Πρωτοβουλία Σοσιαλιστών για μια πατριωτική οικολογική συσπείρωση και του ΔΗΚΚΙ κυρίως γιατί απέδειξαν τη συνείδηση που διαθέτουν της βαθιάς οργανικής ενότητας ανάμεσα στο κοινωνικό και στο εθνικό. Το βιβλίο αναφέρεται άμεσα στην Κύπρο και στο κυπριακό. Ο Ελληνικός λαός μεγαλούργησε όταν συνέθεσε τη δύναμη της κοινωνικής και της εθνικής του ταυτότητας, όταν ενώθηκε γύρω από ένα εθνικό σχέδιο που να απευθύνεται στο σύνολο του έθνους. Η ιστορία μας έδειξε ότι είναι αδύνατον να υπερασπίσουμε διεθνώς τα συμφέροντα του ελληνικού λαού χωρίς να τα υπερασπίσουμε και στο εσωτερικό της χώρας, όπως είναι αδύνατον να τα υπερασπίσουμε στο εσωτερικό αν δεν τα υπερασπίσουμε και διεθνώς. Μια κυβέρνηση που ανέχεται τη διαφθορά και τη διαπλοκή, που είναι όμηρος των σκανδάλων της, δύσκολα μπορεί να έχει ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική. Το ίδιο συμβαίνει και με μια κυβέρνηση που δεν προστατεύει το δημόσιο χαρακτήρα – ειδικά στη σημερινή οικονομική συγκυρία - των μεγάλων επιχειρήσεων και τραπεζών της χώρας. Η Ελλάδα δεν είναι μόνο Χωρικά Ύδατα και Εναέριος χώρος είναι επίσης Εθνική, ΟΤΕ, ΔΕΗ, Ολυμπιακή, Ταχ. Ταμιευτήριο. Κανένα νέο παιδί δε θα θυσιάσει τίποτα και κυρίως τη ζωή του για να υπερασπίσει ένα κράτος που στη συνείδησή του δεν είναι παρά διεφθαρμένος δυνάστης. Την ίδια ώρα που δεν υπόσχεται στους νέους αυτής της χώρας παρά ένα μέλλον πρόσκαιρων εργασιών 400 και 500 ευρώ. Μια τέτοια πολιτική μια τέτοια εικόνα κράτους και κοινωνίας, δε μπορεί παρά να παράγει και συχνά τυφλή βία της νέας γενιάς με εξεγέρσεις όπως αυτές του Δεκέμβρη, που εύκολα εμείς που τα έχουμε πληρωμένα όλα ως βολεμένοι, καταδικάζουμε, αλλά δυσκολευόμαστε τόσο πολύ να καταλάβουμε και να ερμηνεύσουμε. Τέτοιες πολιτικές δε μπορούν να ενώσουν τη νεολαία και την κοινωνία πίσω από ένα εθνικό σχέδιο πολύ περισσότερο να την κινητοποιήσουν για την άμυνα της χώρας από εξωτερικές απειλές. Ισχύει όμως και το αντίστροφο κάποιος που θέλει να υπερασπίσει τον ελληνικό λαό από τους εγχώριους «νταβατζήδες» δε μπορεί να το κάνει αδιαφορώντας για την ύπαρξη διεθνών «νταβατζήδων». Πολύ περισσότερο δε μπορεί να το αποφύγει μια Αριστερά ή μια Κεντροαριστερά που θέλει να έχει εκτός από ηρωικό παρελθόν και κάποιο μέλλον. Απ’ την πρώτη στιγμή που ο Ελληνικός λαός διεκδίκησε την ελευθερία του πραγματοποιώντας στις αρχές του 19ου αιώνα τη δεύτερη μεγαλύτερη επανάσταση μετά τη Γαλλική στην Ευρώπη το κοινωνικό, το πολιτικό και το εθνικό ζήτημα στην Ελλάδα παραμένουν αξεδιάλυτα συνδεδεμένα. Ευθύς εξαρχής η Ελληνική Επανάσταση μαχόμενη κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και της Ιεράς Συμμαχίας υποχρεώθηκε να θέσει ταυτόχρονα το ζήτημα, της πολιτικής και της εθνικής ελευθερίας. Εν μέρει μόνο τα κατάφερε. Η επανάστασή μας έμεινε ανολοκλήρωτη. Δε μπορέσαμε να φτιάξουμε το κράτος που οραματίστηκαν οι εθνοσυνελεύσεις μας. Καταλήξαμε με μια ανάπηρη ανεξαρτησία που μέχρι σήμερα στοιχειώνει την πολιτική μας ζωή. Έκτοτε οι Διεθνείς Δυνάμεις και εξελίξεις καθόρισαν αποφασιστικά την ιστορία του Νεότερου Ελληνικού Κράτους. Από τη μια είχαμε την βασική συγκρουσιακή σχέση με τον τουρκικό χώρο και από την άλλη αντιμετωπίσαμε τις συνέπειες του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων, για τον έλεγχο του ελληνικού χώρου, ενός χώρου ασύγκριτης στρατηγικής αξίας. Το 1844 ο Βρετανός Πρέσβης στην Αθήνα ο Σερ Λάϊονς συνόψισε την πάγια έκτοτε στρατηγική επιδίωξη γράφοντας στην κυβέρνησή του ότι «μια ανεξάρτητη Ελλάδα είναι παραλογισμός. Η Ελλάδα θα είναι είτε Αγγλική, είτε Ρωσική και αφού δεν πρέπει να είναι Ρωσική θα είναι Αγγλική». Μερικοί θα πουν ότι σήμερα η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει απειλή από την Τουρκία και ότι δεν είναι αντικείμενο από την Ουάσιγκτον, ότι είναι αξιοσέβαστο μέλος της ΕΕ και ότι δεν έχει κανένα ανάγκη. Αν είναι έτσι, τότε τι γυρεύει απέναντι από τη Χίο και τη Μυτιλήνη ο μεγαλύτερος αποβατικός στόλος στον κόσμο; Τι θέλουν 45000 στρατιώτες στην Κύπρο; Γιατί πληρώνουμε το μισό προϋπολογισμό μας σε αμυντικές δαπάνες; Όσοι ισχυρίζονται ότι αυτή η χώρα δεν αντιμετωπίζει κρίσιμες εξωτερικές προκλήσεις το μόνο που απεργάζονται είναι άνευ όρων υποταγή της στα κελεύσματα των πλούσιων και ισχυρών του πλανήτη. Ο Ελληνικός λαός θα περνάει καλύτερα αν υποταγεί; Αν αφήσει τη χώρα του το κράτος του το μόνο που μπορεί έστω και λίγο να επηρεάσει τις αποφάσεις του να χάσει και τα τελευταία υπολείμματα της ανεξαρτησίας του; Και μάλιστα αν το κάνει τώρα, όταν τρεκλίζει η ΕΕ, όταν ο κόσμος μπαίνει πιθανόν στη χειρότερη οικονομική κρίση που έζησε εδώ και έναν αιώνα; Η αλληλεξάρτηση των εσωτερικών εξελίξεων και το διεθνές περιβάλλον, είναι σήμερα πολύ μεγαλύτερη, από ότι, στις αρχές του 19ου αιώνα. Διοχετεύουμε τεράστιους πόρους σε αμυντικές δαπάνες και γύρω στο 70% των πάσης φύσεως δικαιοδοτικών λειτουργιών μας προέρχεται από τις Βρυξέλλες. Κανείς δε μπορεί να εφαρμόσει μια προοδευτική πολιτική στη χώρα εάν δε λάβει υπόψη του αυτή την πραγματικότητα. Η χώρα χρειάζεται απελπιστικά ένα νέο σχέδιο, που να συνθέτει την εξωτερική και εσωτερική πολιτική. Να καθιστά όσο είναι δυνατόν στις δύσκολές διεθνείς συνθήκες τον Ελληνικό λαό υποκείμενο της Ιστορίας του και το Ελληνικό κράτος εκφραστή των συμφερόντων του. Όταν ενώθηκε η δύναμη της εθνικής και κοινωνικής ταυτότητας ό Ελληνικός λαός γέννησε το μεγαλείο της Εθνικής Αντίστασης της λαμπρότερης στην Ευρώπη του Γ΄ Ράιχ. Η σύνθεση του κοινωνικού και του εθνικού από τον Α. Παπανδρέου, όποια κριτική κι αν κάνει κανείς, ήταν που επέτρεψε στην Ελλάδα να ανασυγκροτηθεί μετά την Κυπριακή τραγωδία και να παίξει ένα σπουδαίο διεθνή ρόλο, τελείως δυσανάλογο προς το μέγεθος της χώρας. Η ελληνική Αριστερά ότι κι αν της προσάψει κανείς μπορεί να είναι περήφανη γιατί ηγήθηκε της μεγαλειώδους Εθνικής Αντίστασης. Γιατί έδωσε τους πρώτους νεκρούς στους δρόμους της Αθήνας συμπαραστεκόμενη στον αγώνα των Κυπρίων για αυτοδιάθεση και αντιστάθηκε στις διαρκείς επεμβάσεις των Αγγλοαμερικανών στην μετεμφυλιακή Ελλάδα. Ο πρόεδρος της ΕΔΑ Ηλίας Ηλιού προειδοποίησε ότι οι συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου μια πρώιμη μορφή του σχεδίου ΑΝΑΝ θα ήταν ένα είδος ανταρκτήριου ειρήνης Οι οπαδοί των συνθηκών έλεγαν τότε, ότι μια περίοδος ειρήνης εγκαινιάζεται ανάμεσα Ελλάδας και Τουρκίας κι ότι ανήκει οριστικά στο παρελθόν η αντιπαράθεση. Ξέρουμε τι περιελάμβανε αυτή η ειρήνη. Δικτατορία στην Ελλάδα, εισβολή στην Κύπρο και παραλίγο πόλεμο Ελλάδας Τουρκίας. Έκτοτε όχι μόνο δεν κερδίσαμε την ειρήνη αλλά πληρώνουμε ακόμη την υποταγή μας στην Αγγλία και την Αμερική το 1960 στους δύο πνεύμονες της Ελλάδας κατά την έκφραση του Γ. Παπανδρέου με μια τρομακτική κούρσα εξοπλισμών που γονατίζει την κοινωνική ανάπτυξη της χώρας μας υπονομεύοντας εντέλει και την αμυντική της ικανότητα. Για να βρούμε μια λύση με την Τουρκία που δε θέλουμε και δε μπορεί να πάρει τη μορφή της πλήρους επικράτησης της μιας χώρας επί της άλλης, πρέπει να αναζητήσουμε μια μέση λύση. Μια τέτοια λύση προϋποθέτει μια σχετική συμμετρία των δύο συναλλασσόμενων και σήμερα δεν υπάρχει τέτοια συμμετρία. Οι διαρκείς ελληνικές παραχωρήσεις και οι υποτιθέμενες χειρονομίες καλής θέλησης, με αποκορύφωμα την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με μια χώρα, που δεν αναγνωρίζει ένα μέλος της ΕΕ και διατηρεί στρατό κατοχής στο έδαφος του, έχουν εμπεδώσει στην Άγκυρα το συμπέρασμα ότι με τους Έλληνες, αν όχι, και με τους Ευρωπαίους περνάει ο «τσαμπουκάς».Με την πολιτική αυτή που ασκήσαμε, αφαιρέσαμε από την Άγκυρα κάθε κίνητρο συμβιβασμού. Από την εμπειρία που εγκαινίασαν οι συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου είναι ότι μια κακή συμφωνία μπορεί να αποδειχθεί πολύ χειρότερη και πιο επικίνδυνη από τη συνέχιση μιας ψυχρής αντιπαράθεσης. Μια κακή ρύθμιση στην Κύπρο μπορεί να στερήσει την Ελλάδα από τη δυνατότητα υπεράσπισης των Ελληνοκυπρίων καθιστώντας, στην καλύτερη περίπτωση και εκείνη και αυτούς, όμηρους της καλής διάθεσης Άγκυρας, Λονδίνου και Ουάσιγκτον. Στη χειρότερη περίπτωση θα μπορούσε να προκαλέσει μια εθνωτική σύρραξη, τύπου Λιβάνου ή Βοσνίας με ότι θα συνεπάγεται στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Γι’ αυτό το λόγο έχει σημασία να ορίσουμε ακριβώς τα όρια μιας ασφαλούς λύσης για την Κύπρο. Η δική μου κριτική στο σχέδιο ΑΝΑΝ ήταν ότι αφαιρούσε στην πραγματικότητα από τους Κύπριους το κράτος που σήμερα διαθέτουν. Οι Ελληνοκύπριοι που είναι το 80% του κυπριακού λαού έζησαν τις τελευταίες δεκαετίες με ασφάλεια και ευημερία γιατί απολάμβαναν της προστασίας ενός σχετικά κανονικού κράτους. Κανονικό κράτος σε όλο τον κόσμο σημαίνει, ότι κυβερνάει η πλειοψηφία με ειδικές ρήτρες προστασίας της μειονότητας που δεν μπορούν όμως να καταργούν τον κανόνα της πλειοψηφίας στα κεντρικά κρατικά ζητήματα. Κράτος σημαίνει αστυνομία, στρατός, δικαίωμα αυτοάμυνας. Αν δεν υπάρχουν αυτά, δεν υπάρχει κράτος. Αν οι Ελληνοκύπριοι μείνουν χωρίς επαρκή κρατική προστασία, χωρίς δικαίωμα και μέσο αυτοάμυνας, πότε κυβερνώμενοι από Έλληνα πρόεδρο, πότε από Τούρκο πρόεδρο και πότε από ξένο δικαστή, όπως ήδη συζητείται από τις διαπραγματεύσεις Λευκωσίας, τότε φοβάμαι ότι όχι μόνο δε θα λύσουμε το Κυπριακό αλλά θα ανοίξουμε ένα νέο πολύ πιο τραγικό και αιματηρό κεφάλαιο της Κυπριακής και της Ελληνικής Ιστορίας. Το 2004 γλυτώσαμε το Κυπριακό κράτος, γιατί τρόπον τινά ξεγελάσαμε, αιφνιδιάσαμε το διεθνή παράγοντα αλλά κανένας στρατηγός δεν κέρδισε την ίδια μάχη για δεύτερη φορά με τον ίδιο τρόπο. Η Ιστορία ζητάει από τους Ελληνοκύπριους να αποδείξουν ότι είναι ώριμοι πολίτες ότι δεν είναι κοινότητα εις αναζήτηση διεθνούς κηδεμόνα ότι μπορούν να μιλήσουν τη γλώσσα της αλήθειας και να υποτάξουν τα μερικά συμφέροντά τους στο ύψιστο αγαθό διατήρησης της κρατικής τους οντότητας. Αλλιώς λυπάμαι που το λέω δε θα αξίζουν, δε θα διατηρήσουν το κράτος τους και κανείς δε θα τους συμπαρασταθεί. Μόνο αν το Κυπριακό κράτος και το Ελληνικό κράτος διεκδικήσουν ευθέως, το κανονικό κράτος που δικαιούνται όλοι οι λαοί του κόσμου, υπάρχει ελπίδα τουλάχιστον να σώσουν αυτό που σήμερα διαθέτουν. Εγώ πιστεύω ότι τα Δυτικά κέντρα ισχύος θα τροποποιούσαν την πολιτική τους αν εύρισκαν απέναντί τους ένα μέτωπο πολιτικών δυνάμεων, που ανεξαρτήτως άλλων ιδεολογικών διαφορών, θα εξέφραζε την διάθεση του Ελληνικού λαού για αξιοπρεπείς λύσεις σε Κύπρο και Αιγαίο, για συνέχιση της σχέσης με τη Ρωσία για μια ευρύτερη, πολύπλευρη εξωτερική πολιτική. Η Ελληνική Αριστερά και Κεντροαριστερά ανδρώθηκαν και απέκτησαν ένα τεράστιο ηθικό κεφάλαιο γιατί υπερασπίστηκαν τη χώρα από ξένες επιβουλές στη 10ετία του 1940, 1970 και 1980. Ακούμε από την τηλεόραση ποιος θα κυβερνήσει τη χώρα, με συνεργασία, χωρίς συνεργασία κλπ. δεν υπάρχει όμως ούτε μισή ιδέα στο δημόσιο αυτό διάλογο για το τι θα κάνει αυτός που θα την κυβερνήσει. Η Αριστερά έχασε τη ψυχή της και στο τέλος την εξουσία της όταν ξέχασε το βασικό, ηθικό αίτημα που ήταν στη βάση του διαβήματός της. Πιστεύω ότι η Αριστερά έχει σήμερα μια ιστορική ευκαιρία σε συνθήκες βαθύτατης κρίσης της χώρας υπό τον όρο ότι μπορεί να γίνει φορέας ενός σχεδίου για την ταυτόχρονη αντιμετώπιση της βαθειάς εσωτερικής κρίσης και των σοβαρών γεωπολιτικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η χώρα, αν δεν περιοριστεί σε ρόλο συμπαθούς συνήγορο αδικημένων. Θα πρέπει επιτέλους να αρχίσουμε στη χώρα, μια συζήτηση για τα προβλήματά της που αρνούμαστε να αναγνωρίσουμε. Μια συζήτηση από πριν, παρά μετά από μια μεγάλη καταστροφή, που διαγράφεται μιας πολύ μεγάλης εσωτερικής και διεθνούς κρίσης. Σας ευχαριστώ πολύ». Μετά το συγγραφέα του βιβλίου Δ. Κωνσταντακόπουλο το λόγο πήρε ο Αναστ. Πεπονής. Ανάμεσα στα άλλα τόνισε τα εξής: «Ευχαριστώ θερμά τους διοργανωτές της σημερινής εκδήλωσης και τον φίλο συγγραφέα Δ. Κωνσταντακόπουλο και την ευγενική σκέψη να συγκαταλέγομαι στους ομιλητές της αποψινής βραδιάς. Ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος έχει εκδώσει δύο βιβλία το ένα μετα το άλλο με κεντρικό θέμα το ζήτημα της Κύπρου. Το Κυπριακό είναι το θέμα που εξετάζει με τις σκέψεις, τις αναλύσεις του και ένα πλήθος πληροφοριών τις οποίες παραθέτει. Το τοποθετεί εύστοχα στο πλαίσιο διασταυρούμενων συμφερόντων σε όλη την περιβάλλουσα περιοχή. Εξετάζει έτσι όλα τα παράπλευρα με το Κυπριακό ζητήματα ιδίως τα συμβιωμένα με τις επιδιώξεις της Τουρκίας, αλλά και διαμέσου της Τουρκίας. Αναλύει το σχέδιο ΑΝΑΝ για την Κύπρο όχι σαν σχέδιο που ανήκει στο παρελθόν, αλλά σαν παρελθόν που γίνεται παρόν και που μπορεί να γίνει μέλλον. Συμμερίζομαι την εκτίμηση του με το σχέδιο ΑΝΑΝ ως συγκεκριμένο κείμενο ανήκει στο παρελθόν αλλά και ότι οι στόχοι και οι επιδιώξεις που υπηρετούσε παραμένουν. Αυτό ακριβώς είναι το ζήτημα σήμερα. Οι κύριοι στόχοι αυτοί που επιδιώχθηκαν και αυτοί που επιδιώκονται είναι τρεις 1) η κατάργηση του ανεξάρτητου και με γνήσια διεθνή υπόσταση του κράτους της Κύπρου 2) η παγίωση της διαίρεσης της Κύπρου σε δύο τμήματα με αναγνώριση ακόμη και αυτόνομης διεθνούς υπόστασης σε ορισμένους τομείς όπως π.χ. στο πολιτισμικό με τις αυτονόητες προεκτάσεις. 3) η πλήρης εξάρτηση των αποφάσεων και της πολιτικής του προτεινόμενου ομόφωνου κρατικού μορφώματος από τη συμφωνία των εκπροσώπων της Τουρκοκυπριακής μειονότητας δηλ. του 20% του συνολικού πληθυσμού. Πρόκειται για ένα μόρφωμα εγγυημένης δυσλειτουργίας. 4) η άσκηση της τάχα ενιαίας διεθνούς εκπροσώπησης με δυαδική σύνθεση και λειτουργία, δηλ. με δυαδική παράσταση του κρατικού μορφώματος. Βέβαια ένας από τους παραμένοντες στόχους είναι η διατήρηση της συναινετικής παρουσίας της Τουρκίας και άλλων στρατιωτικών μονάδων, όπως και τώρα. Τέλος αναβιώνει ακόμη ο στόχος και η διεθνής κηδεμονία με τις δικαιοδοσίες που αναγνωρίζονται σε ξένους δικαστές. Κατά την άποψή μου στόχος είναι η Τουρκική πλευρά να διατηρήσει τον πλήρη έλεγχο του κατεχόμενου τμήματος αλλά και να ελέγχει αποφάσεις του νέου κρατικού μορφώματος που θα αποκαλείται Ομοσπονδία. Υπήρξε η συμφωνία του ’77 η οποία κατέστησε τη μειονότητα που θα έπρεπε να έχει πλήρως εγγυημένα τα δικαιώματά της να μην αποτελεί έρμαιο των οιονδήποτε παληκαρισμών, αλλά αυτή τη μειονότητα την κατέστησε κοινότητα. Το κρίσιμο ερώτημα είναι γιατί και υπέρ τίνος επιδιώκονται αυτοί οι στόχοι. Γίνεται κουβέντα για το ΝΑΤΟ. 1) Το ΝΑΤΟ έχει εξασφαλίσει επαρκείς τρόπους ελέγχου της περιοχής διότι υποτίθεται, ότι και τα δύο ενδιαφερόμενα κράτη η Τουρκία και η Ελλάδα είναι μέλη του ΝΑΤΟ. 2) και κυριότερον διότι μία από τις ισχυρότερες δυνάμεις του ΝΑΤΟ δηλ. η Μ. Βρετανία έχει βάσει των συνθηκών Βάσεις στην Κύπρο. Δεν πιστεύω ότι είναι άμεσος στόχος του ΝΑΤΟ, αυτό το μόρφωμα, αυτό το κατασκεύασμα που επιδιώκεται, διότι τι το ουσιαστικό θα προσέφερε στο ΝΑΤΟ ή στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο η εφαρμογή ενός σχεδίου ΑΝΑΝ ή αυτό το οποίο τώρα φαίνεται ότι προσπαθεί να επιβάλλει η Τουρκική πλευρά. Ο πυρήνας του ζητήματος νομίζω ότι βρίσκεται στη σχέση ΗΠΑ, Μ. Βρετανίας συνακόλουθα και ορισμένων μελών του ΝΑΤΟ με την Τουρκία. Η εξωτερική πολιτική και οι προσανατολισμοί της Τουρκίας διέπονται από την αντίληψη της περιφερειακής υπερδύναμης. Αυτοί οι σταθεροί στόχοι, είναι στόχοι κοινοί σε όλα τα ηγετικά κλιμάκια, τα διπλωματικά, τα στρατιωτικά και τα πολιτικά της Τουρκίας. Δεν υπάρχει μέχρι σήμερα καμία ένδειξη που να επιβεβαιώνει αυτή τη διάκριση ως προς τους εξωτερικούς προσανατολισμούς της Τουρκίας. Ο έλεγχος της Κύπρου αποτελεί σταθερό στρατηγικό στόχο της Τουρκίας. Η εξάρτηση ενός κυπριακού κρατικού μορφώματος από την Τουρκία δια μέσου της αποκαλούμενης Τουρκοκυπριακής Κοινότητας ενισχύει τη θέση αλλά και την καθιέρωση της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης. Οι σχεδιασμοί των τουρκικών ηγεσιών γι’ αυτό το ρόλο της χώρας τους συμπίπτουν κατά ένα τουλάχιστον μέρος με το ρόλο που της αναγνωρίζουν στη μείζονα περιοχή οι ΗΠΑ, Μ. Βρετανία ή και άλλες χώρες μέλη του ΝΑΤΟ. Αυτές οι δυνάμεις στηρίζουν τους Κυπριακούς στόχους της Τουρκικής πολιτικής στο πλαίσιο βέβαια των δικών τους επιδιώξεων. Η απόφαση της σημερινής Ελληνοκυπριακής ηγεσίας να συμμετάσχει σε νέες συνομιλίες και διαπραγματεύσεις με την Τουρκοκυπριακή πλευρά είναι απολύτως κατανοητή και ορθή. Όμως όσα έχουν γίνει γνωστά για τις τουρκοκυπριακές προτάσεις σε ζητήματα που έχουν ήδη συζητηθεί και οι γνωστές τουρκικές θέσεις σε κρίσιμα ζητήματα που δεν έχουν συζητηθεί δικαιολογούν νομίζω την εκτίμηση ότι η Ελληνική πλευρά θα κληθεί τελικά να απαντήσει σε ένα κρίσιμο δίλλημα. Δε θέλω να επεκταθώ. Θα θυμίσω τι είχε πει ο Τάσος Παπαδόπουλος ότι « δεν παρέλαβα ένα Κράτος για να παραδώσω μια Κοινότητα» αυτή η φράση εκφράζει και το δίλλημα. Την επιλογή δηλ. ανάμεσα στο Ανεξάρτητο και Δημοκρατικό κράτος που είναι η Κύπρος και – όπως επιδιώκεται από την άλλη πλευρά και τους προστάτες της - σε μια «Συνιστώσα» και Εξαρτημένη κοινότητα, εγκλωβισμένη σε ένα πρωτοφανές δυσλειτουργικό κρατικό μόρφωμα. Ευχαριστώ». Μετά τον Αναστ. Πεπονή μίλησε ο Αλέκος Αλαβάνος λέγοντας τα εξής: «Να ευχαριστήσω πρώτα την Πρωτοβουλία Σοσιαλιστών και το ΔΗΚΚΙ και το συγγραφέα Δ. Κωνσταντακόπουλο γιατί κάνουν κάτι πολύ επαναστατικό για τις μέρες μας δηλ. συζητάνε. Θέτουν θέματα για συζήτηση. Κάτι το οποίο θα έπρεπε να επιβάλλεται από μια κατάσταση μεγάλης ρευστότητας που ζούμε και στην Ελλάδα με τα δικά της φαινόμενα αλλά και σε όλο τον κόσμο και που δε γίνεται. Ή όταν γίνεται, γίνεται για τα μάτια. Σας λέω μου έκανε τρομερή εντύπωση, την περασμένη εβδομάδα είχαμε στη Βουλή σε προημερήσια διάταξη συζήτηση το ίδιο περίπου θέμα δηλ. για την εξωτερική πολιτική της χώρας μας. Η χώρα μας στις συνθήκες διεθνούς κρίσης κλπ. αυτό τον χαρακτηρισμό που χρησιμοποίησα - νομίζω ότι θα συμφωνήσετε όσοι είδατε μέρος από αυτό που βάζουν σε 5λεπτα τα ΜΜΕ – είναι ότι αντί να συζητήσουμε σε τέτοιες συνθήκες που τα πάντα αλλάζουν στον κόσμο, για τη θέση που θα έχει η χώρα μας, τα προβλήματα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε, τις αλλαγές που έχουμε να κάνουμε, η συζήτηση αυτή ήταν ένας κήπος με κοτσάνες οι οποίες προέρχονταν με αφετηρία τον κ. Καρατζαφέρη και όλες τριγύριζαν από το νυφοπάζαρο ανάμεσα στη ΝΔ και το άλλο κομμάτι της Δεξιάς το ΛΑΟΣ και αυτές αναπαράχθηκαν από τα ΜΜΕ. Δεν ακούστηκε μία κουβέντα από τα περισσότερα ΜΜΕ, σχεδόν από όλα, για Τουρκία, για διεθνή κρίση, για ΕΕ, για Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, για οτιδήποτε άλλο. Με αυτή την έννοια είναι νομίζω πολύ καλή η πρωτοβουλία, το βιβλίο είναι πολύ ενδιαφέρον. Ένα ενδιαφέρον προβληματισμένο βιβλίο από τη σκοπιά της Αριστεράς που σου δίνει τη δυνατότητα να έχεις συμφωνίες και επίσης διαφωνίες. Εγώ θα αναπτύξω τέσσερεις ή πέντε σκέψεις πάνω σε αυτό το τίτλο που έχει η σημερινή μας συνάντηση δηλ. Έθνος – Αριστερά και Διεθνείς εξελίξεις έχοντας αφετηρία μία παράγραφο του βιβλίου. Αυτή η παράγραφος λέει «σε λίγο καιρό θα δούμε τον Αλαβάνο να κλαίγεται για την απώλεια επιρροής της Αριστεράς, διότι θα μπορούσε να γίνει κι εδώ στην Ελλάδα το ίδιο που έγινε στη Γαλλία, όπου η Γαλλική Αριστερά παρακολουθεί σήμερα το Σαρκοζί, να παίρνει εργατικές ψήφους, λαϊκές ψήφους, για να εφαρμόσει τη γραμμή Λεπέν». Είναι μια προειδοποίηση που κανείς έτσι μέσα σ’ αυτό το συντροφικό διάλογο πρέπει όλα να τα παίρνει υπόψη. Εγώ θα πω πέντε σκέψεις σε σχέση με τα προβλήματα κατά πόσον τα πράγματα δεν είναι τόσο βάρβαρα ή άσχημα και κατά πόσο πρέπει να κάνουμε ένα βήμα μπροστά και νομίζω ότι στο ΣΥΡΙΖΑ το κάνουμε ώστε να βρούμε μια βάση ενοποίησης της Αριστεράς, χωρίς να την χωρίζουμε στην πατριωτική και τη διεθνιστική Αριστερά. Τρεις παρατηρήσεις θέλω να κάνω, απλές παρατηρήσεις, από την εμπειρία, από τα πράγματα που διαβάζω, και μέσα από όλο αυτό τον προβληματισμό που αναπτύσσεται αυτές τις ώρες. 1) ποια η πιο σημαντική αδυναμία σήμερα της Αριστεράς στα πλαίσια της διεθνούς κρίσης σε σχέση με το έθνος. Δεν υπάρχει ισχυρή Αριστερά έξω από εθνικά σύνορα. Ξεκινώντας από τις αρχές του περασμένου αιώνα, ότι πάντα στις μεγάλες κρίσεις υπήρχε μια ισχυρή, συγκροτημένη ή ένα πεδίο διαλόγου, συνεννόησης και κοινών δράσεων της Αριστεράς που αντιμετώπιζε παγκόσμιες προκλήσεις. Δηλ. στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήδη υπήρχε το Σοσιαλδημοκρατικό Κίνημα είχε γίνει η διάσπασή του ανάμεσα στους κομμουνιστές και τους σοσιαλδημοκράτες. Είχαμε το εγχείρημα της ίδρυσης της Οκτωβριανής Επανάστασης, της Σοβιετικής Ένωσης κλπ. Στην κρίση του 1929 που έκανε ολόκληρο κύκλο και έφτασε μέχρι το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαμε την Κομμουνιστική Διεθνή, την Σοσιαλιστική Διεθνή, είχαμε άλλες διεθνείς, είχαμε μια συγκροτημένη αντίληψη, κατεύθυνση που περνούσε σε μια σειρά χώρες, πολλές φορές και οργανωτική απόφαση προς εφαρμογή. Δε σας λέω ότι ήταν καλά , αλλά υπήρχε ένας αριστερός πόλος, παγκόσμιος. Ένας πόλος που μπορεί να κάνει πολλά σωστά, αλλά και πολλά λάθη. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο είχαμε διάφορα ρεύματα παρουσίας της Αριστεράς. Ακόμη και μετά το ’90, μετά από αυτή τη μεγάλη ήττα αναφύεται ένα καινούργιο, περίεργο αν θέλετε και αδύναμο αλλά υποσχόμενο, υποκείμενο που είναι το παγκόσμιο κοινωνικό φόρουμ. Μια νέα συνάρτηση όχι σε επίπεδο του καθορισμού κοινής γραμμής, αλλά σε επίπεδο του διαλόγου, επεξεργασιών και κοινών δράσεων σε συγκεκριμένα ζητήματα το οποίο συγκλόνισε τον κόσμο. Είχαμε μια γεύση του κι εμείς στην Αθήνα με τη διαδήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού φόρουμ και αναδεικνύεται στην ακμή της παγκοσμιοποίησης, της Καπιταλιστικής, της Νεοφιλελεύθερης Παγκοσμιοποίησης. Αυτό πρέπει να μας προβληματίσει, διότι σήμερα δε μπορεί να πει κανείς ότι υπάρχει κενό. Υπάρχει όμως μεγάλη αδράνεια στην ύπαρξη μιας διεθνούς παγκόσμιας Αριστερής απάντησης, απέναντι σε μία κρίση η οποία είναι παγκόσμια. Ψάχνουμε, διαβάζουμε από συνεντεύξεις, ψάχνουμε τι θα πει το κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς και αυτό όχι γιατί θέλουμε να δανειστούμε, αλλά είχαμε τη συνήθεια να παίρνουμε από τα διεθνή κέντρα κάποιες τοποθετήσεις, κάποιες επεξεργασίες. Δεν υπάρχει κενό, απλά πρέπει να συλλάβουμε, να συνειδητοποιήσουμε όλοι το πόσο σημαντικό είναι η Αριστερά σε μια κρίση παγκόσμια , η οποία θέλει παγκόσμιες απαντήσεις από το πώς είναι οικοδομημένη η παγκόσμια οικονομία , απ’ το πώς αντιμετωπίζεται το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής, απ’ το πώς αντιμετωπίζονται οι διαφορές ανάμεσα σε πλούσιες και φτωχές χώρες, από το αν πρέπει να υπάρξει ένας πόλεμος, πολιτιστικός ανάμεσα σε Χριστιανισμό και Ισλαμισμό, σε αυτά θέλουν απαντήσεις άμεσες. Πρέπει να γεμίσουμε πάλι, τις διεθνιστικές μας μπαταρίες. Άρα θέλουμε μια Αριστερά, όχι μόνο μέσα στα εθνικά όρια, αλλά τη θέλουμε και στα διεθνή. Μας λείπει. Τη θέλουμε σαν ένα μεγάλο εργαλείο που θα δώσει τη δική του απάντηση στον Ομπάμα, στη Μέρκελ, στο Σαρκοζί και σε οποιονδήποτε. Πολλοί μας είχαν πει ότι τελείωσαν τα εθνικά, με την παγκοσμιοποίηση, με την οικοδόμηση αυτών των διεθνών Οργανισμών, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, η ΕΕ σε περιφερειακό επίπεδο και κυρίως με την ανάπτυξη Οικονομικών Δυνάμεων, που αξιοποιώντας τη λεγόμενη ελευθερία της αγοράς, διαμορφώνανε τις δικές τους πολιτικές σε όλες τις χώρες του κόσμου. Βλέπουμε λοιπόν ανικανότητα κι από τη δική τους πλευρά να σταθούν στο επίπεδο της παγκοσμιοποίησης την οποία υποστηρίζανε και η οποία κατάρρευσε και την προσφυγή καθενός σε εθνικές λύσεις. Βλέπουμε μια ΕΕ, η οποία δεν έχει πολιτική. Δεν έχουμε κοινή πολιτική ακόμη και σε στοιχειώδη πράγματα που θα μπορούσαν σε μια κατάσταση κρίσης να ελαφρύνουν την κατάσταση για τις χώρες που έχουν πρόβλημα. Έχει δώσει δις και τρις ευρώ για τις τράπεζες και δεν μπορεί να εγγυηθεί καν για να σωθούν όλες αυτές οι πυραμίδες και δεν εγγυάται το δανεισμό των χωρών – μελών. Έχει σημασία η πολιτική που θα ακολουθήσεις σε επίπεδο κράτους – έθνους. Χωρίς να υποβαθμίζει κανείς τις ανάγκες αυτές που λέγαμε πριν. Βλέπουμε ότι διαφορετικές πολιτικές πόσο λειτουργούν διαφορετικά. Για μας την Αριστερά όντως έχει σημασία χωρίς να υποτιμάμε και χωρίς να παίρνουμε σε αντίθεση την παρέμβαση μας σε διεθνές πλαίσιο να μπορούμε να διαμορφώνουμε εθνικές πολιτικές. Ο ΣΥΡΙΖΑ λέει τώρα με τις αγροτικές κινητοποιήσεις, Εθνική Αγροτική στρατηγική. Δε μπορείς να στηρίζεσαι στις πολιτικές των Βρυξελλών όταν δεν έχεις εθνικές πολιτικές κι όταν βέβαια είσαι και αντίθετος σε πολλές πλευρές ζητώντας εναλλακτικές πολιτικές στις άλλες χώρες της ΕΕ. Εμείς είμαστε μία χώρα που υφίστανται θέματα, ανεξαρτησίας, εθνικής κυριαρχίας με την κλασσική σημασία. Είμαστε μία χώρα όπου λειτουργούν μηχανισμοί υποτέλειας σήμερα στην εποχή που δουλειά γίνεται μέσα από τις τράπεζες, από τις οικονομικές δυνάμεις κλπ. Μας έχει κάνει εντύπωση όχι μόνο η κυβέρνηση αλλά και η αξιωματική αντιπολίτευση. Π.χ. αποφασίζουμε να ιδρύσουμε κέντρο εκπαίδευσης για τη ναυτική αποτροπή Νατοϊκό στη βάση της Σούδας, να ενισχύσουμε δηλ. τη βάση της Σούδας, όχι μόνο αντί να φύγει την ενισχύουμε, αλλά να αναλάβει ο Ελληνικός Προϋπολογισμός το κόστος λειτουργίας αυτού του κέντρου. Ακόμη χειρότερο και μεγαλύτερης διάστασης. Γίνεται μια συμφωνία που πέρασε από την Επιτροπή της Βουλής για τη συμφωνία δικαστικής συνδρομής ανάμεσα στην Ελλάδα και στις ΗΠΑ που είναι καθαρά μια συμφωνία υποτέλειας και παραβίασης εθνικών δικαιωμάτων. Σήμερα η εξάρτηση περνάει μέσα από τη λειτουργία μιας ξενόδουλης και αφομοιωμένης σε μεγάλα συμφέροντα οικονομικής ελίτ, που περνάει και μέσα από τις πολιτικές επιλογές, αλλά και μέσα από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς κυρίως τα ΜΜΕ τα οποία μπορούν να ελέγχουν. Η κρίση είναι στοιχείο που δεν κατευνάζει αλλά αναζωπυρώνει και έχω δει πολλά άρθρα έξω, που λένε για την επανεμφάνιση της βίας, όπως στον ΙΡΑ πρόσφατα. Η Αριστερά πρέπει να είναι μια δύναμη προόδου, δύναμη ανάδειξης αυτών των ζητημάτων, μια δύναμη απόκρουσης των μηχανισμών ελέγχων της εξωτερικής πολιτικής με τα δικά της μέσα όμως και με μεγάλη προσοχή στις κινήσεις. Θα μπει η Αριστερά στον ανταγωνισμό για το πόσο περισσότερους εξοπλισμούς θα έχουμε ή ως πατριωτική δύναμη θα στηρίξει φυσικά κάθε αναγκαία κίνηση για τη στήριξη της προστασίας της εδαφικής ακεραιότητας αλλά μακριά από έναν όρο στρατιωτικομεσιτικό σύμπλεγμα. Είμαστε η χώρα που έχει το μεγαλύτερο κατά κεφαλή κόστος για εξοπλισμούς σε όλες τις χώρες της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Μπορούμε να στηρίξουμε εμείς όλες αυτές τις δαπάνες; Για να μπορέσουμε να εκμαιεύσουμε μια στήριξη να είμαστε οι πιο περιζήτητοι πελάτες μαζί με την Κίνα και τα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα στους παραγωγούς εξοπλισμών των ΗΠΑ; Τις διαφορές μας με την Τουρκία δε θα τις λύσουμε μόνο εκεί αλλά και σε διεθνές πλαίσιο. Βλέπω την Τουρκία να αξιοποιεί τις διαφωνίες με τα Ατλαντικό Κέντρο δημιουργώντας μια τεράστια, σημαντική στήριξη διεθνή. Γιατί εμείς να μεταφέρουμε δια μέσου του Αστακού Αμερικάνικα εφόδια τα οποία χρησιμοποιούνταν ενάντια στη Γάζα. Έχει πολύ μεγάλη σημασία η άσκηση διεθνών πρωτοβουλιών που δίνει ένα ρόλο στην Ελλάδα. Τέλος θέλω να τελειώσω με το θέμα της Ελληνικής Αριστεράς. Η Αριστερά έχει πολύ μεγάλες παραδόσεις, από τους αγώνες του ΕΑΜ. Πρωταγωνίστησε σε ένα κενό που υπήρχε, σε μια αδυναμία της αστικής τάξης να δώσει απάντηση σε αυτή την κατοχή, με το τεράστιο κίνημα που σφράγισε τη χώρα μας όλο αυτό τον καιρό. Ας φύγουμε από τους διαχωρισμούς, τους ανεμόμυλους. Δεν μπορούμε να δεχθούμε εμείς παγκοσμιοποιημένες επιλογές με κανένα τρόπο, δε λείπουμε από το παγκόσμιο πεδίο. Για τα εθνικά θέματα αγωνιζόμαστε έχοντας υπόψη μας τις βασικές κατακτήσεις του διεθνές δικαίου και των δικαιωμάτων τις οποίες οφείλει αλλά χρειάζεται και η χώρα μας. Επομένως για να κλείσω εδώ, δεν είναι το θέμα να έχουμε μια εθνική Αριστερά που θα δώσει απάντηση στη διεθνιστική Αριστερά. Το θέμα είναι οικοδομήσουμε μια ισχυρή Αριστερά που ξέρει να υπερασπίζεται την Πατρίδα μας και τον Πολιτισμό μας και τη Γλώσσα μας συμβάλλοντας παράλληλα στην παρουσία μιας διεθνούς Αριστεράς που μπορεί να δίνει σε διεθνές, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, απαντήσεις για τα μεγάλα προβλήματα. Ευχαριστώ πολύ. Μετά τον Αλέκο Αλαβάνο έκλεισε η παρουσίαση – συζήτηση για το Κυπριακό με αφορμή του βιβλίο του Δ. Κωνσταντακόπουλου «Η Κύπρος σε Παγίδα» με απαντήσεις στις ερωτήσεις των παρευρισκομένων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: