Διεθνισμός και Παγκοσμιοποίηση
Το ιδεολόγημα της εκσυγχρονιστικής Αριστεράς
του Δαμιανού Βασιλειάδη, εκπαιδευτικού
Αθήνα, 9.9.09
Ο άνθρωπος είναι ό,τι πράττει
1. Εισαγωγή
Στην ανάλυσή μου που σχετίζεται με τον ανωτέρω τίτλο, θα επικεντρωθώ σε εκείνες τις δυνάμεις της εκσυγχρονιστικής Αριστεράς που περιλαμβάνονται στους κύκλους του ΣΥΡΙΖΑ και κατατάσσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους σ’ αυτή την κατηγορία ή αντικειμενικά, με τις πράξεις τους ανήκουν σ’ αυτήν.
Η διαχρονική εμπειρία έχει αποδείξει και θεωρείται πια ως αναμφισβήτητη αντικειμενική γνωσιολογική κατάκτηση ότι ο αυτοπροσδιορισμός οποιουδήποτε ανθρώπου δεν σημαίνει αυτομάτως και την αλήθεια. Μπορεί δηλαδή κάποιος να αυτοαποκαλείται αριστερός, κεντρώος, δεξιός, κ.λπ και να μην είναι στην πράξη αυτό που λέει. Κι αυτό, γιατί όπως προανέφερα, η πράξη καθενός είναι το κριτήριο για τον οποιοδήποτε προσδιορισμό. Συνεπώς, και για να γίνουμε πιο σαφείς, ένας που ονομάζει τον εαυτό του αριστερό, μπορεί με αντικειμενικά κριτήρια και με βάση τις πράξεις του να είναι ακόμη και φασίστας. Στην απόλυτη σύγχυση σε όλα τα επίπεδα, που ζούμε, αυτό δεν πρέπει να μας παραξενεύει. Ούτως ή άλλως ο καθένας μας, από την προσωπική του ζωή, έχει βιώσει πολλά τέτοια παραδείγματα, έστω κι αν δεν τα ομολογεί.
Μ’ ένα λόγο: Δεν μπορεί να είσαι ό,τι δηλώσεις.
Δυστυχώς στην Ελλάδα που ζούμε, για να περιοριστούμε σ’ αυτήν, υπάρχει πλήρης σύγχυση και κραυγαλέα αυθαιρεσία των εννοιών. Συνεπώς το ξεκαθάρισμα των εννοιών είναι και αποτελεί ένα από τα πρώτιστα καθήκοντα ενός σοβαρού μελετητή, που έχει αξιώσεις για την έρευνα της αντικειμενικής αλήθειας και το ανάλογο θάρρος να την εκφράσει, γιατί - κακά τα ψέματα - χωρίς θάρρος και παρρησία να εκφράσεις την αλήθεια (η υποκρισία έχει περισσέψει σ’ αυτόν τον τόπο), αλήθεια είναι δύσκολο έως αδύνατο να υπάρξει.
Το λέω αυτό για να ισχυριστώ εκ των προτέρων ότι στους κόλπους της εκσυγχρονιστικής Αριστεράς και όχι μόνο υπάρχει πλήρης σύγχυση της έννοιας «διεθνισμός» με την έννοια «παγκοσμιοποίηση». Να το πούμε χωρίς περιστροφές:
Η εκσυγχρονιστική Αριστερά ταυτίζει την παγκοσμιοποίηση με τον διεθνισμό. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις γίνεται και ο κύριος απολογητής και διαπρύσιος κήρυκας της παγκοσμιοποίησης και της νέας τάξης.
Πως συμβαίνει αυτό; Είναι ένα θεμελιώδες και κρίσιμο ερώτημα για τη σημερινή εποχή και συγκυρία, που πρέπει να ερευνήσουμε, επειδή έχει τεράστια σημασία και για την πρακτική πολιτική. Εάν είναι λάθος η θεωρία, τότε δεν μπορεί παρά να είναι λάθος και η πολιτική που απορρέει από αυτή την θεωρία, παραφράζοντας τον Λένιν, που, κατά την άποψή μου, πολύ σωστά τόνισε ότι «χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνημα».
2. Διεθνισμός και παγκοσμιοποίηση; Μια αφύσικη συγγένεια
Προσπαθώντας να ερευνήσω τα βαθύτερα αίτια της πανθολογούμενης παθογένειας της Αριστεράς - αυτής της Αριστεράς, όπως αυτή θέλει να αυτοαποκαλείται - και την αδυναμία της να αρθρώσει έναν πολιτικό λόγο, ο οποίος να συγκινεί και να εμπνέει τον ελληνικό λαό, αντί, πολυδιασπασμένη και κακομοίρικη και με πλήρη εσωστρέφεια, να παραδέρνει στο περιθώριο της ελληνικής κοινωνίας, θέτω στον εαυτό μου το ερώτημα, αν όλα αυτά που σωρηδόν αναφέρονται ως αίτια της βαθύτατης κρίσης της είναι απλώς επιφαινόμενα μιας βαθύτερης κρίσης, η οποία έχει την πρωταρχική της αιτία στη θεωρία. Μια «μαρξιστική» θεωρία που η ερμηνεία και η εφαρμογή της στη σημερινή εποχή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. εξ ου και η πλήρης σύγχυση και ο φαύλος κύκλος, στις δίνες του οποίου παραδέρνει η Αριστερά.
Την άποψή μου ότι η βαθύτερη αιτία όλων των δεινών εντοπίζεται στην ανυπαρξία ικανής θεωρητικής υποδομής ή λανθασμένης θεωρητικής υποδομής εξέφρασα από την εποχή της δικτατορίας και έκτοτε με απασχολεί εντατικά το θεωρητικό και πρακτικό σε τελευταία ανάλυση θέμα. Επιπλέον θεωρώ καθήκον μου να επισημάνω, κατά την άποψή μου φυσικά, την αδιέξοδη πολιτική που ακολουθεί η Αριστερά στο σύνολό της έως σήμερα.
Διάβασα και μελέτησα όλες τις κριτικές που αναφέρονται στα αίτια της ήττας της στις Ευρωεκλογές και διαπίστωσα ότι όλες χωρίς εξαίρεση δεν αναφέρονται στη βασική αιτία που είναι καθαρά θεωρητική και ιδεολογική.
Μια πρόσφατη συνέντευξη του βραβευμένου με νομπέλ οικονομίας Γάλλου οικονομολόγου Maurice allais ήρθε να προσθέσει και επιβεβαιώσει κάτι που πίστευα και ισχυριζόμουν από παλιά, ότι δηλαδή η Αριστερά, για την οποία μιλάμε, ταυτίζει την παγκοσμιοποίηση με τον διεθνισμό.
Η κρίση της «Αριστεράς», παρά τα φαινόμενα, είναι βαθιά και διαρκής και κατά πρώτιστο λόγο ιδεολογική, που φυσικά έχει τη βάση της στη θεωρία. Και η Ανανεωτική Αριστερά δεν έχει ανανεώσει ούτε την ιδεολογία της, ούτε τη θεωρία της. Παραμένει, καταμαρτυρούν οι ενδείξεις, στα παλαιά, παραδοσιακά, ορθόδοξα πλαίσια, μπερδεύοντας πολλές φορές, όπως θα προσπαθήσω να αποδείξω στα ακόλουθα, τον μαρξισμό με τον νεοφιλελευθερισμό, την ταξική πάλη με τον ιμπεριαλισμό, τον ανθρωπισμό με τον κοσμοπολιτισμό, κ.λπ. δημιουργώντας ένα πρωτόφαντο κράμα «φιλελεύθερου διεθνισμού».
Πως είναι δυνατό να συμβαίνει μια τέτοια κατά τα φαινόμενα αφύσικη και παράλογη κατάσταση; Οι έρευνές μου με οδήγησαν να ανατρέξω ως πρωταρχική αιτία στη θεωρία του Μαρξ που περιλαμβάνεται στην Κριτική της πολιτικής οικονομίας και αποτελεί την πεμπτουσία της μαρξιστικής φιλοσοφίας. Πρόκειται βασικά για μια αγεφύρωτη αντίθεση στη θεωρία του Μαρξ που η λανθασμένη εφαρμογή της στη σημερινή εποχή οδηγεί την Αριστερά σε τραγικά, για να μην ισχυριστώ, εγκληματικά λάθη και ενδογενείς δομικές ανεπάρκειες.
Ο Σταλινισμός στην Αριστερά έχει γίνει υποσυνείδητα δεύτερη φύση, από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει εύκολα. Για πολλούς οι πράξεις τους, και συνήθως χωρίς να το συνειδητοποιούν οι ίδιοι, καθορίζονται από δόγματα του παρελθόντος και όχι από την έρευνα και την επιστήμη.
Ας επανέλθουμε ωστόσο στο θέμα μας.
Ποια είναι συγκεκριμένα αυτή η αντίθεση και κατά συνέπεια η θεωρητική σύγχυση και η κατά συνέπεια της συνέπειας η ιδεολογική διαστρέβλωση;
Ξεκινούμε από την τοποθέτηση του Μαρξ, ο οποίος λέει: «Ένας κοινωνικός σχηματισμός ποτέ δεν εξαφανίζεται προτού αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει, και νέες, ανώτερες παραγωγικές σχέσεις ποτέ δεν εμφανίζονται, προτού ωριμάσουν οι υλικοί όροι της ύπαρξής τους μέσα στους κόλπους της ίδιας της παλιάς κοινωνίας». Και προσθέτει: «Σε γενικές γραμμές μπορούν ο ασιατικός, ο αρχαίος, ο φεουδαρχικός και ο σύγχρονος αστικός τρόπος παραγωγής να χαρακτηρισθούν ως προοδευτικές εποχές του οικονομικού κοινωνικού σχηματισμού.
Σε ένα άλλο σημείο τονίζει τα εξής: «Σε μια βαθμίδα της εξέλιξής τους, οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε αντίφαση με τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις ή, πράγμα που αποτελεί μονάχα τη νομική γι’ αυτό έκφραση, με τις σχέσεις ιδιοκτησίας, μέσα στις οποίες είχαν κινηθεί ως τώρα. Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων οι σχέσεις αυτές μεταβάλλονται σε δεσμά τους. Τότε έρχεται μια εποχή κοινωνικής επανάστασης.
Για να συμβεί όμως αυτό, προσθέτει ο Μαρξ, πρέπει πρώτα να αναπτυχθούν μέσα στα πλαίσια της αστικής κοινωνίας όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει. Αυτό πάλι σημαίνει ότι ο καπιταλιστικός τύπος παραγωγής πρέπει να έχει φθάσει στο ανώτατο στάδιο εξέλιξής του, δηλαδή στην ύπαρξη δύο τάξεων: της αστικής και του προλεταριάτου ή του κεφαλαίου και της εργασίας. Με άλλα λόγια όλες οι άλλες μορφές παραγωγής, που μπορούμε να τις χαρακτηρίσουμε προκαπιταλιστικές, όπως αγρότες, μικροβιοτέχνες, μικροεπαγγελματίες κ.λπ., θα έχουν λίγο πολύ αντικατασταθεί ή ενσωματωθεί στον καπιταλιστικό τύπο παραγωγής, που γίνεται και ο αποκλειστικός. Για τον λόγο αυτό, τονίζει ο Μαρξ με έμφαση, ότι «νέες, ανώτερες παραγωγικές σχέσεις ποτέ δεν εμφανίζονται, προτού ωριμάσουν οι υλικοί όροι της ύπαρξής τους μέσα στους κόλπους της ίδιας της παλιάς κοινωνίας», εννοώντας βέβαια την αστική κοινωνία της εποχής του. Αποκλείει ο Μαρξ με την εξήγηση αυτή κατηγορηματικά την περίπτωση να δημιουργηθεί ανώτερος κοινωνικός σχηματισμός, αν δεν προηγηθεί ο «καθαρός» κεφαλαιοκρατικός τύπος παραγωγής με μόνο δύο τάξεις, την αστική τάξη, που μπαίνει τελικά φρένο στην εξέλιξη, και τις παραγωγικές δυνάμεις, στις οποίες συγκαταλέγεται η εργατική τάξη, που αντικαθιστά με επαναστατικό τρόπο την αστική τάξη, για να προχωρήσει η εξελικτική διαδικασία σύμφωνα με τη διαλεκτική μέθοδο. Μιλάμε φυσικά για τις απόψεις του Μαρξ της ώριμης περιόδου. Μπορεί άραγε ο σημερινός φιλελευθερισμός, τον οποίο επέβαλαν στην ανθρωπότητα μέσω της παγκοσμιοποίησης οι πολυεθνικές εταιρείες να θεωρηθεί, σύμφωνα με τα μαρξιστικά πρότυπα, ως προοδευτική μορφή της καπιταλιστικής ανάπτυξης, που θα οδηγήσει τελικά φτάνοντας στην ανώτατή της μορφή στην αντικατάστασή της με μια σοσιαλιστική κοινωνία;
Αυτή η συλλογιστική του Μαρξ αναδύει και τις αντιφάσεις στην πράξη, αν τελικά –για να εκφράσουμε μια επιφύλαξη - είναι αντιφάσεις. Ενώ η επανάσταση, σύμφωνα με το σκεπτικό αυτό, θα έπρεπε να γίνει στις προχωρημένες καπιταλιστικές κοινωνίες, όπως στην εποχή του Μαρξ ήταν η Αγγλία και αργότερα η Γερμανία, αντιθέτως οι επαναστάσεις έγιναν, όπου έγιναν, στην περιφέρεια των καπιταλιστικών μητροπόλεων, σε προκαπιταλιστικές κοινωνίες, σε κοινωνίες δηλαδή, όπου ο καπιταλιστικός τύπος παραγωγής δεν ήταν ο καθοριστικός. Έγιναν τελικά σε κοινωνίες κατά βάση αγροτικές, όπου το προλεταριάτο ήταν μειοψηφία. Αυτό συνέβη στη Ρωσία, στην Κίνα και σε άλλες χώρες.
Το κρίσιμο ερώτημα που μπαίνει εδώ είναι: Ήταν λάθος η θεωρία του Μαρξ (με τον υπερτονισμό του οικονομικού παράγοντα της ιστορίας) ή εσφαλμένη η εφαρμογή της από τον Λένιν σε μια κοινωνία που δεν ανταποκρινόταν στο πρότυπο ερμηνείας του Μαρξ για την επανάσταση και τις προϋποθέσεις της; Μήπως ο καπιταλισμός και με τη σημερινή του μορφή σαν πολυεθνικός μονοπωλιακός καπιταλισμός, δεν έχει παρ’ όλα αυτά ολοκληρώσει τον κύκλο της εξέλιξής του και συνεπώς δεν έφτασε η στιγμή για την αντικατάστασή του; Μήπως ο καπιταλιστικός τύπος παραγωγής πρέπει να επικρατήσει παγκόσμια, για να υπάρξει δυνατότητα για διάδοχη κατάσταση, είτε αυτή λέγεται σοσιαλιστική είτε κάπως αλλιώς; Μήπως δεν ωρίμασαν ακόμη οι συνθήκες; Μήπως οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις, όπου πραγματοποιήθηκαν, αποτελούν ένα ιστορικό λάθος ή σχήμα ανακόλουθο; Μήπως ο υπαρκτός σοσιαλισμός κατέρρευσε, γιατί δεν ανταποκρινόταν στη θεωρία του Μαρξ για τη νομοτελειακή εξελικτική πορεία της κοινωνίας, σύμφωνα με το δικό του αναλυτικό πρότυπο, που προαναφέραμε; Μήπως πρέπει να ενισχύσουμε και επιταχύνουμε αυτή την πορεία, για να προκύψει κάτι καινούργιο, ενισχύοντας την παγκοσμιοποίηση; Μήπως η παγκοσμιοποίηση αποτελεί έναν αποφασιστικό μοχλό στην εξελικτική πορεία της κοινωνίας και την ταξική πάλη; Μήπως, μήπως, μήπως; Είναι ερωτήματα που ζητούν επιτακτικά την απάντησή τους, γιατί από τη σωστή ή λανθασμένη απάντηση εξαρτάται η πορεία των λαϊκών κινημάτων και ο σωστός ή λανθασμένος προσανατολισμός τους. Και αυτό είναι που μας ενδιαφέρει βασικά στην προκείμενη περίπτωση.
Είναι σαφές ότι οι απαντήσεις δεν μπορούν να δοθούν δογματικά, γιατί πάλι μπορεί να οδηγήσουν σε αδιέξοδα ή μεγαλύτερες καταστροφές, από αυτές που ζήσαμε ιστορικά έως σήμερα. Το θέμα είναι υπαρξιακό για το λαϊκό κίνημα. Για να αναδείξουμε το μέγεθός του θα πρέπει να παραθέσουμε και ορισμένα επιχειρήματα, που βγαίνουν από την έως τώρα αντικειμενική πραγματικότητα, αυτήν την πραγματικότητα που παραδέχονταν όλοι οι ορθόδοξοι μαρξιστές ότι είναι η μόνη που μπορεί να αποδείξει το αληθές της θεωρίας. Αν η θεωρία δεν επαληθεύεται στην πράξη, τότε υπάρχει σαφώς πρόβλημα. Και για να μην υπάρχει πρόβλημα πρέπει η πράξη να επιβεβαιώνει τη θεωρία και η θεωρία να ανταποκρίνεται στην πράξη. Στην περίπτωση του υπαρκτού σοσιαλισμού αυτή η διαλεκτική σχέση δεν υλοποιήθηκε.
Ποιο είναι αυτό το πρόβλημα μας το προβάλλει σε μια εμπεριστατωμένη ανάλυσή του ο Ανδρέας Παπανδρέου. Λέει ο Α. Παπανδρέου: «Ως σοσιαλιστής είμαι ιδιαιτέρως εξοικειωμένος με την κλασική μαρξιστική άποψη ότι ο καπιταλισμός αναπτύσσει κοινωνικές δομές, όπως η ατομική ιδιοκτησία της παραγωγής, οι οποίες ανακόπτουν την πρόοδο της τεχνολογίας και της παραγωγικότητας και καθιστούν απαραίτητη την σοσιαλιστική επανάσταση. Για τον Μαρξ αυτή ήταν η κύρια αντίφαση του καπιταλισμού και η βάση του επιχειρήματος, ότι ο σοσιαλισμός ήταν ιστορικά αναπόφευκτος. Αλλά φαίνεται ότι ακριβώς το αντίθετο αληθεύει. Το καπιταλιστικό σύστημα δείχνει εντυπωσιακό δυναμισμό και μεταβάλλει τις αντιλήψεις που διακατείχαν επί μακρόν τους μαρξιστές σχετικά με το φθίνον μέλλον του καπιταλισμού» και προσθέτει στην συνέχεια: «Έτσι είμαι υποχρεωμένος να δώσω νέα ερμηνεία στα προβλήματα του καπιταλισμού από αυτήν του Μαρξ. Ο καπιταλισμός βρίσκεται σε βαθιά κρίση, όχι επειδή δεν εξασφαλίζει ανάπτυξη, αλλά λόγω της αυτοκαταστροφής στην οποία τον οδηγεί ο ίδιος ο δυναμισμός του».
Παραθέτουμε δύο τοποθετήσεις του Μαρξ στο θέμα αυτό: «Η διάσπαση της κοινωνίας σε μια εκμεταλλευτική και μια εκμεταλλευόμενη τάξη, σε μια κυρίαρχη και σε μια καταπιεζόμενη τάξη ήταν η απαραίτητη συνέπεια της προηγούμενης χαμηλής ανάπτυξης της παραγωγής». Και σε ένα άλλο σημείο προσθέτει: « Ότι η κυρίαρχη μεγαλοαστική τάξη εκπλήρωσε την ιστορική της αποστολή, ότι δεν είναι πια σε θέση να καθοδηγεί την κοινωνία και ότι μάλιστα γίνεται εμπόδιο στην ανάπτυξη της παραγωγής…».
Όποιος περιμένει να πεθάνει ο καπιταλισμός, με τον τρόπο που τον ανέλυε η θεωρία, είναι - απ’ ό,τι φαίνεται - εκτός πραγματικότητας. Και ο λόγος είναι απλός. Ο καπιταλισμός τελικά προήγαγε σε απίθανο βαθμό τις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις με τις νέες τεχνολογίες και εφευρέσεις, ιδίως στον τομέα της πληροφορικής, που βελτιώνουν την παραγωγικότητα, σε αντίθεση με τον υπαρκτό σοσιαλισμό που έμεινε πίσω. Έτσι φαίνεται πως η θεωρία του Μαρξ ταιριάζει περισσότερο για τον ιστορικά συγκεκριμένο σοσιαλισμό παρά για τον καπιταλισμό. Αυτή είναι η τραγική ειρωνεία της ιστορίας, είτε θέλει να την παραδεχτεί κανείς είτε όχι. Η προοπτική που θέτει ο Μαρξ και ο Ένγκελς για τον καπιταλισμό στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο είναι ακόμη απόμακρη, ίσως και αυθαίρετη: «Πριν απ’ όλα η αστική τάξη παράγει τους νεκροθάφτες της. Η πτώση της και η νίκη του προλεταριάτου είναι το ίδιο αναπόφευκτα». Θα μπορούσε κανείς βλέποντας τις εξελίξεις να ισχυριστεί το αντίθετο. Σήμερα η κυριαρχία του παγκόσμιου μονοπωλιακού καπιταλισμού είναι αναμφισβήτητη. Τι θα προκύψει αύριο είναι ακόμη άγνωστο.
Κατά τον Μαρξ το καπιταλιστικό σύστημα φέρει μέσα του τους σπόρους της αυτοκαταστροφής του, η οποία θέτει τις βάσεις για μια ανώτερη μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Επιπλέον ισχυρίζεται πως το σύστημα αυτό είναι σύμφυτο με αλλεπάλληλες κρίσεις, λόγω της αναρχίας της καπιταλιστικής παραγωγής. Γι’ αυτό και το γνωστό σύνθημα των Μαρξιστών: Ο καπιταλισμός πεθαίνει. Μια αυταπάτη που πληρώθηκε ακριβά.
Αποτελεί ωστόσο ο νεοφιλελευθερισμός μια ανώτερη καπιταλιστική βαθμίδα και μπορούμε να δούμε την προλεταριοποίηση της υφηλίου μέσω των πολυεθνικών εταιρειών, ως προοδευτική φάση του καπιταλισμού, που θα οδηγήσει τελικά στην τελική σύγκρουση ανάμεσα στο κεφάλαιο από τη μια και στο παγκόσμιο προλεταριάτο από την άλλη;
Ο καπιταλισμός φυσικά διέρχεται κρίσεις, αλλά μετά την μεγάλη κρίση του 1929 είχε την ικανότητα να αναπτύξει εκείνες τις ασφαλιστικές δικλίδες, που θα τον έβγαζαν από την κρίση. Απ’ ό,τι απέδειξε η πραγματικότητα, τέτοιες ασφαλιστικές δικλίδες δεν υπήρχαν στον υπαρκτό σοσιαλισμό. Και η σημερινή παγκόσμια οικονομική κρίση που από πολλούς θεωρείται σημαντικότερη αυτής του 1929 είναι απλώς κρίση στον τομέα της εργασίας και όχι του κεφαλαίου, το οποίο διέρχεται μια περίοδο αναδιάταξης και ανασυγκρότησης, βασισμένης στην εκμετάλλευση της εργασίας. Το βάρος δηλαδή αυτής της αναδιάταξης πέφτει στους ώμους των εργαζομένων γενικά. Όποιος δεν το βλέπει αυτό βρίσκεται εκτός πραγματικότητας ή κατέχεται από ιδεοληψίες που στην ουσία είναι ένα και το αυτό πράγμα.
Γιατί κάναμε άραγε όλη αυτήν την ιστορική θεωρητική αναφορά, ξεκινώντας από τον Μαρξ; Ο λόγος είναι απλώς. Από την ερμηνεία του Μαρξ ξεκινάει η σύγχυση στα μυαλά των σύγχρονων αυτοαποκαλούμενων μαρξιστών. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί εφαρμόζουν τη θεωρία του Μαρξ του 19 αιώνα στις συνθήκες του 21 αιώνα που είναι τελείως διαφορετικές από εκείνες της εποχής του Μαρξ. Μια τέτοια εφαρμογή είναι κατά πρώτο λόγο αντιμαρξιστική, για να μιλήσουμε με μαρξικούς όρους. Σήμερα δεν βρισκόμαστε στις συνθήκες ούτε του 19 ούτε στις συνθήκες του 20 αιώνα με την αντίθεση και την πάλη των αστικών κρατών μεταξύ τους. Σήμερα τα αστικά κράτη συνεργάζονται σε γενικά πλαίσια, ωσάν να εφαρμόζουν τα ίδια την μαρξιστική αρχή. Αντί δηλαδή να ενωθούν οι προλετάριοι, ενώνονται οι καπιταλιστές μεταξύ τους (τα πολυεθνικά μονοπώλια ανά τον κόσμο).Επιπλέον δεν ισχύει, όπως η ιστορική πράξη αποδεικνύει, ότι η αναγωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε κεφάλαιο και εργασία θα οδηγήσει αναγκαστικά στη δικτατορία του προλεταριάτου, όπως τόνισε ο Μαρξ και ΄Ενγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο: : «Πριν απ’ όλα η αστική τάξη παράγει τους νεκροθάφτες της. Η πτώση της και η νίκη του προλεταριάτου είναι το ίδιο αναπόφευκτα».
Ο Μαρξ βασικά πρέπει να είχε δίκιο για την εποχή του και ίσως αυτό να ισχύει και σήμερα, όταν έλεγε ότι, «Ένας κοινωνικός σχηματισμός ποτέ δεν εξαφανίζεται προτού αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει, και νέες, ανώτερες παραγωγικές σχέσεις ποτέ δεν εμφανίζονται, προτού ωριμάσουν οι υλικοί όροι της ύπαρξής τους μέσα στους κόλπους της ίδιας της παλιάς κοινωνίας», εννοώντας βέβαια την αστική κοινωνία της εποχής του. Γι’ αυτό μπορούμε σήμερα με βάση τα ιστορικά και όχι θεωρητικά δεδομένα του παρελθόντος να ισχυριστούμε ότι τόσο η Ρωσία, όσο και η Κίνα πρέπει να περάσουν από το στάδιο της αστικοδημοκρατικής εξέλιξης, πριν μπορέσουν να προχωρήσουν σε επίπεδα μιας μετακαπιταλιστικής κοινωνίας ή επιχειρήσουν, όπως διατυπώνεται στη μαρξιστική φρασεολογία, το άλμα της προλεταριακής επανάστασης. Φαίνεται πως ιστορικά άλματα δεν έχουν αντίκρισμα και δικαίωση στην ιστορική εξέλιξη. Όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους που δεν έχουν ζήσει φυσιολογικά την παιδική και εφηβική τους ηλικία και παθαίνουν νευρωτικές διαταραχές στην ενηλικίωση, έτσι και μια κοινωνία που δεν πέρασε το στάδιο της ανάπτυξης, έτσι όπως το περιέγραψε ο Μαρξ, δηλαδή όλες τις καπιταλιστικές βαθμίδες, πρέπει να επανέλθουν στην προηγούμενη τους κατάσταση και να ξαναρχίσουν από την αρχή, όπως συμβαίνει τώρα στη Ρωσία και στις πρώην ανατολικές χώρες και με κάποια ιδιομορφία στην Κίνα του σήμερα.
Είναι προφανές ότι η ιστορία εκδικείται, όταν την παραβιάζεις.
3. Συμπεράσματα για τη σημερινή κρίση της Αριστεράς και τρόποι διεξόδου
Η όλη ανάλυση σκοπό είχε να δείξει τα θεωρητικά αδιέξοδα στα οποία βρίσκεται η Αριστερά σήμερα και κυρίως η εκσυγχρονιστική Αριστερά και οι συνέπειές τους στην σημερινή πολιτική πρακτική.
Τα αδιέξοδα αυτά συνίστανται στα εξής:
α) Όσοι ασπάζονται τη θεωρία του Μαρξ και των επιγόνων του πρέπει να θεωρούν ότι ο καπιταλισμός, όπως λέει ο ίδιος, αποτελεί μια προοδευτική μορφή του οικονομικού κοινωνικού σχηματισμού.
β) Η σημερινή εξελιγμένη μορφή του καπιταλισμού έχει τα χαρακτηριστικά του νεοφιλελευθερισμού, ενός πολιτικοοικονομικού συστήματος, που προωθεί την παγκοσμιοποίηση: ΄Ενα διεθνές σύστημα που βασίζεται στη λογική της πλήρους και χωρίς όρους απελευθέρωσης του ανταγωνισμού, σε ότι αφορά αγαθά, υπηρεσίες και κεφάλαιο και που βασίζεται στο ιδεολόγημα ότι αυτό είναι προς το συμφέρον όλων των ανθρώπων της υφηλίου.
γ) Συνέπεια αυτού του ιδεολογήματος είναι ότι κάθε εμπόδιο που αντίκειται στο σύστημα αυτό αποτελεί φραγμό στην πρόοδο και πρέπει να καταπολεμηθεί και εξαλειφθεί με κάθε τρόπο και μέσο. (Μ’ αυτή την έννοια πατριωτισμός και παγκοσμιοποίηση είναι έννοιες ασυμβίβαστες). Επιπλέον έρχεται σε αντίθεση με την άποψη του Μαρξ για την ολοκλήρωση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, για να επακολουθήσει μετά από αυτήν η μετακαπιταλιστική κοινωνία.
δ) Επειδή κατά την άποψη της σχολής αυτής, που ερμηνεύει τον Μαρξ κατά τον συγκεκριμένο ανωτέρω τρόπο, στην ελεύθερη διακίνηση αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων μπαίνει φραγμός το έθνος - κράτος με τις ιδιαιτερότητές του, πρέπει το έθνος κράτος, που θεωρείται μάλιστα τεχνητή κατασκευή της αστικής τάξης, να διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη.
Με αυτή την έννοια δεν έχει απολύτως καμιά αξία - και ας θεωρηθεί υπερβολή, ως στοιχείο επίτασης της επιχειρηματολογίας - η υπεράσπιση οποιουδήποτε εθνικού θέματος, όπως είναι η Κύπρος, το Αιγαίο, η Θράκη, η ελληνική Μακεδονία κ.λπ. «Δεν έχει σημασία», σύμφωνα με αυτήν την νοοτροπία, «αν στην ΄Αγκυρα κυματίζει η ελληνική σημαία ή στην Ακρόπολη η τουρκική», όπως είχε πει κάποτε ο πρόεδρος των Οικολόγων Πρασίνων Τρεμόπουλος, αν ευσταθεί, ότι κάποτε το ισχυρίστηκε. Δεν έχει καμία σημασία, αν στρατιές εξαθλιωμένων λαθρομεταναστών κατακλύσουν την Ελλάδα και την Ευρώπη. Η ταξική πάλη να ναι καλά. Όλα αυτά, σύμφωνα με την παγκοσμιοποιημένη νοοτροπία αποτελούν εθνικιστικά, αντιδραστικά και οπισθοδρομικά κατάλοιπα του παρελθόντος που πρέπει να εξαλειφθούν. Και όσο το γρηγορότερο, τόσο το καλύτερο. Βέβαια η εφαρμογή από τη νέα τάξη της παγκοσμιοποίησης με την κατάργηση των εθνών -κρατών δεν είναι ενιαία. Αλλού η νέα τάξη είναι υπέρ της δημιουργίας κρατών - εθνών. Τυπικό παράδειγμα τα Σκόπια. Επιπλέον η παρεμπόδιση της ελεύθερης και απρόσκοπτης διακίνησης των οικονομικών μεταναστών αντίκειται στην αρχή της ελεύθερης διακίνησης υπηρεσιών, που συνιστά βασική αρχή της παγκοσμιοποίησης. Αποτελεί τεράστια απάτη να πιστεύει κανείς ότι τα αστικά κόμματα είναι ενάντια στην μετανάστευση, δηλαδή ενάντια στο φτηνό εργατικό δυναμικό και στην εκμετάλλευση του εξαθλιωμένου λούμπεν προλεταριάτου. Την μετανάστευση προωθούν οι καπιταλιστές που εκπροσωπούνται από τα αστικά κόμματα. Αυτή την αλήθεια δεν μπορεί να την παραγνωρίσει κανείς.
Αυτή είναι η άποψη της μαρξιστικής αυτής σχολής, στην πυρηνική της ουσία, την οποία ασπάζονται τόσο οι νεοφιλελεύθεροι όσο και οι μαρξιστές, αυτής της ερμηνευτικής σχολής, οι οποίοι ισχυρίζονται ούτε λίγο ούτε πολύ ότι: «τα περί έθνους είναι σκέτη ανοησία. Εκείνο που ισχύει είναι μόνο η ταξική πάλη» Στην τελευταία κατηγορία ανήκουν οι εκσυγχρονιστές και οι Ανανεωτές της Αριστεράς. Η ταύτισή τους με την πολιτική των αστικών κομμάτων είναι απόλυτη. Απλώς οι αφετηρίες είναι διαφορετικές, όμως καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα: τον νεοφιλελευθερισμό και την νέα τάξη.
Τα ανωτέρα δεδομένα αποδεικνύουν την πλήρη ταύτιση του «διεθνισμού» με την παγκοσμιοποίηση, έτσι όπως δυστυχώς την εννοεί αυτή η συγκεκριμένη μαρξιστική σκέψη.
Αυτό το σύστημα ενός καινοφανούς διεθνισμού, δηλαδή το μόνο που υπάρχει είναι η ταξική πάλη και ουδέν πέραν τούτου, που υπηρετεί τα συμφέροντα αποκλειστικά των μονοπωλίων, αποτελεί κατάφορη αντίθεση στην εαμογενή παράδοση του λαού μας και εκφράζεται στην πράξη με την απαξίωση των κομμάτων και οργανώσεων της Αριστεράς από την κοινωνική Αριστερά στην Ελλάδα. Η Αριστερά, για να το πούμε σχηματικά και παραστατικά, όταν μεγαλουργούσε, κρατούσε με το ένα χέρι την ελληνική σημαία και με το άλλο το σφυροδρέπανο. Μήπως τώρα της έχει μείνει μόνο το σφυροδρέπανο και αυτό ένα κατάλοιπο του 19 αιώνα; Και όσο η Αριστερά παραμένει σ’ αυτά τα πλαίσια θα μαραζώνει στο περιθώριο της κοινωνίας, μακριά από τις πολιτικές εξελίξεις που θα καθορίζουν άλλοι ερήμην της. Για να το εκφράσουμε με υπερβολή: Γιατί να την προτιμήσουν, αφού τα αστικά κόμματα την εφαρμόζουν στην πράξη με μεγαλύτερη συνέπεια και αποτελεσματικότητα;
Αυτός πιθανόν είναι και ο λόγος που ο νομπελίστας Γάλλος οικονομολόγος Maurice Allais αποφαίνεται ότι «η τύφλωση των πολιτικών ηγετών μας, Δεξιάς και Αριστεράς, από το 1974, είναι πλήρως υπεύθυνη για τη δραματική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε τώρα». Η επιβολή, κατά την άποψή του, της παγκοσμιοποίησης στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση από τους Αμερικανούς και τους ΄Αγγλους συνετέλεσαν ώστε η Ευρωπαϊκή ΄Ενωση να μεταβληθεί σε ζώνη ελεύθερου εμπορίου για τις πολυεθνικές εταιρείες όχι μόνο των ΗΠΑ, αλλά και της υφηλίου γενικότερα. Υπονόμευση του εθνικού κράτους από την άλλη συντελεί στην «υφαρπαγή από τους λαούς της κυριαρχίας τους, της ελευθερίας τους, της δημοκρατίας τους και της ταυτότητάς τους και την αναγωγή τους από πολίτες σε χειραγωγούμενους καταναλωτές μιας ασύδοτης αγοράς, χωρίς σύνορα, θεσμικό πλαίσιο, εγγυήσεις και ελέγχους»
Ο ίδιος διαπιστώνει ότι από το 1974 έως το 2005 παρατηρείται σταθερή μείωση κατά 60% του ρυθμού αναπτύξεως και κατακόρυφη άνοδος της ανεργίας και της υποαπασχόλησης. Μία βασική αιτία αυτής της κρίσης στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση αναγνωρίζει στο άρθρο 110 της Συνθήκης της Ρώμης της 25ης Μαρτίου 1957, το οποίο επανελήφθη και περιελήφθη στις επόμενες συνθήκες και που πρέπει να αλλάξει. Λέει το άρθρο 110: «Τα κράτη -μέλη συνιστώντα μεταξύ τους μια τελωνειακή ένωση, έχουν ως στόχο να συμβάλουν, σύμφωνα με το γενικό συμφέρον, στην αρμονική ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου, στην προοδευτική κατάργηση των περιορισμών στις διεθνείς ανταλλαγές και στη μείωση των δασμολογικών φραγμών».
Τι επισημαίνει αυτό το άρθρο βασικά: Την πλήρη υποταγή της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης στην παγκοσμιοποίηση, δηλαδή στα κελεύσματα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Παγκόσμιας Τράπεζας, του ΟΑΣΑ, του Διεθνούς Οργανισμού Εμπορίου, που ελέγχονται και κατευθύνονται από τις πολυεθνικές εταιρείες ανά τον κόσμο, με κυρίαρχες αυτές των ΗΠΑ.
Το τελικό ερώτημα που μπαίνει στην Αριστερά είναι: Η Αριστερά από την Σοσιαλδημοκρατική έως την ΄Ακρα Αριστερά συναινεί και ταυτίζεται με αυτή την πολιτική των πολυεθνικών μονοπωλίων στην πράξη και όχι διακηρυχτικά ή θεωρητικά;
Η απάντηση η δική μου, με βάση την ανάλυση που έκανα, είναι: Ναι, ταυτίζεται στην ουσία με εξαίρεση ορισμένες παραλλαγές.
Θέλω ωστόσο το κρίσιμο δίλημμα να γίνει τελείως καταληπτό. Ο Μαρξ διακήρυξε στην Κριτική της πολιτικής οικονομίας και μάλιστα στον πρόλογό της ότι: «Σε γενικές γραμμές μπορούν ο ασιατικός, ο αρχαίος, ο φεουδαρχικός και ο σύγχρονος αστικός τρόπος παραγωγής να χαρακτηριστούν ως προοδευτικές εποχές του οικονομικού κοινωνικού σχηματισμού». Το απλό ερώτημα είναι: Ο νεοφιλελευθερισμός με την παγκοσμιοποίηση, αποτελούν ή όχι ανώτερη μορφή του καπιταλισμού, που αργότερα θα οδηγήσει στον αποκλειστικό τύπο παραγωγής, δηλαδή: από τη μια το κεφάλαιο και από την άλλη η εργατική τάξη; Αν ναι, τότε πρέπει και είναι καθήκον της Αριστεράς να ενισχύσει αυτή την εξελικτική πορεία. Αν όχι πρέπει να την καταπολεμήσει. Σ’ αυτό το δίλημμα πρέπει να απαντήσει η Αριστερά. Κατά την δική μου άποψη - και θα ήθελα να κάνω λάθος -, η Αριστερά, σ’ όλες της τις εκφάνσεις, απάντησε καταφατικά στο πρώτο σκέλος. Και δεν εννοώ μόνο θεωρητικά, αλλά και στην πράξη. Δηλαδή αποδέχτηκε πλήρως την παγκοσμιοποίηση του νεοφιλελευθερισμού.
Και όσο αυτή η θεώρηση δεν αλλάζει, που αποτελεί και την κυρίαρχη άποψη στον ΣΥΡΙΖΑ (το απέδειξε και η περίπτωση της υποψηφιότητας του Στάθη και η τραγελαφική της κατάληξη), η Αριστερά δεν πρόκειται να δει «θεού πρόσωπο», έστω κι’ αν τώρα την υποστήριζε ο Μαρξ, αν ζούσε, που το θεωρώ απίθανο κάτω από τις καινούργιες συνθήκες. Το φαινόμενο των συνθηκών και της σημασίας τους εξηγεί ο ΄Ενγκελς επαρκώς: «΄Εχουμε πάντα συνείδηση ότι οι γνώσεις που αποκτούμε είναι αναγκαστικά περιορισμένες, ότι καθορίζονται από τις συνθήκες, όπου τις αποχτήσαμε»
Εν κατακλείδι: Τόσο η εκσυγχρονιστική Αριστερά όσο και η εκσυγχρονιστική σοσιαλφιλελεύθερη και συντηρητική Δεξιά, από διάφορες αφετηρίες, αλλά σε συγκλίνουσα πορεία, αποτελούν την εμπροσθοφυλακή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. ΄Οποιος είναι ενάντια στον πατριωτισμό είναι υπέρ της παγκοσμιοποίησης και όποιος είναι υπέρ της παγκοσμιοποίησης είναι ενάντια στον πατριωτισμό. Αυτό είναι ξεκάθαρο, για να μην υπάρχει σύγχυση, ηθελημένη ή μη.
Αν όντως έτσι έχουν τα πράγματα και τα συμπεράσματά μου δεν είναι λάθος (κανείς δεν είναι αλάνθαστος, ούτε και ο Μαρξ φυσικά που για πολλούς αποτελεί αδιαμφισβήτητη αυθεντία), τότε και τότε μόνο μπορεί να καταλάβει κανείς την εθνομηδενιστική στάση της Ανανεωτικής Αριστεράς που ερμηνεύει οτιδήποτε έχει σχέση με την πατρίδα, τον πατριωτισμό, την εθνική συνείδηση, ιστορική μνήμη, τελικά ό,τι έχει σχέση με το έθνος -κράτος, ως φαινόμενα εθνικιστικά, σοβινιστικά, αντιδραστικά, σκοταδιστικά, αντιδιεθνιστικά, αντιταξικά και πάει λέγοντας.
Με την έννοια αυτή και σύμφωνα με την επικρατούσα θεωρητική και ιδεολογική αυτή άποψη στις γραμμές της Ανανεωτικής Αριστεράς και όχι μόνο, πρέπει να αναθεωρηθεί η ιστορία σχετικά με την επανάσταση του 1821, σχετικά με την εαμική αντίσταση (στην πυρά το βιβλίο: «Εθνική Αντίσταση» του Μανώλη Γλέζου, που αποτελεί ύμνο του πατριωτισμού, και σχετικά με την πατριωτική πολιτική της ΕΔΑ και την πολιτική του πάλαι ποτέ πατριωτικού ΠΑΣΟΚ. Κατ’ επέκταση, και πάλι σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα εθνικά θέματα δεν παίζουν κανένα ρόλο, είναι σαν να μην υπάρχουν, γιατί το μόνο που έχει σημασία είναι η ταξική πάλη. Τι κι’ αν εφαρμοστεί στην Κύπρο ένα νέο, χειρότερο σχέδιο Ανάν, τι κι αν πάρουν οι Τούρκοι το μισό Αιγαίο (και ολόκληρο δεν θα είχε σημασία), τι κι αν εποφθαλμιούν τη Θράκη, τι κι αν διεκδικούν οι Σκοπιανοί την Ελληνική Μακεδονία ως διάδοχοι του Φιλίππου και του Μέγα Αλέξανδρου, όπως θρασύτατα ισχυρίζονται, όλα αυτά δεν έχουν καμία σημασία. Το μόνο που έχει σημασία είναι η ταξική πάλη και η διεθνιστική αλληλεγγύη!!!
Με την έννοια αυτή τι σημασία έχει ο στρατός; Απολύτως καμία. Τι νόημα έχει η μείωση ή μη των στρατιωτικών δαπανών; Αν θα τις μειώσουμε 20, 30 ή 40%. Την κολοκυθιά θα παίζουμε; Να καταργηθεί ο στρατός και να τελειώνουμε!
Επίσης τι νόημα έχει το εθνικό φρόνημα και η εθνική διαπαιδαγώγηση που διαμορφώνει εθνική συνείδηση και οδηγεί στον εθνικισμό και τον σοβινισμό; Να εφαρμόσουμε τη ρεπούσια εκπαίδευση για να σβήσουμε από τις ψυχές των παιδιών κάθε ίχνος εθνικής παιδείας και να την προσαρμόσουμε στην παγκοσμιοποιημένη πολτοποίηση των συνειδήσεων, σύμφωνα με τις υποθήκες του Σόρος και των μη κυβερνητικών οργανώσεων της νέας τάξης.
Υστερόγραφο:
Μου προξένησε κατάπληξη και δεν μπορώ με κανέναν τρόπο να ερμηνεύσω την τοποθέτηση του μέλους της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΝ Παναγιώτη Λαφαζάνη, ο οποίος καταγγέλλοντας τον Γιώργο Παπανδρέου για την στάση του στα εθνικά γράφει σ’ ένα σημείο του άρθρου του στην εφημερίδα «Το ΠΑΡΟΝ», 20.9.2009, σ. 15: «Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ακούσαμε, όπως δεν θα ακούσουμε οτιδήποτε στην προεκλογική περίοδο, είτε από τον κ. Κ. Καραμανλή είτε από τον κ. Γ. Παπανδρέου, για την ανάγκη μιας διαφορετικής εξωτερικής πολιτικής της χώρας».
Το αυτονόητο και αυθόρμητο ερώτημά μου είναι: ΄Εχει ποτέ μιλήσει ο ΣΥΝ στον οποίο ανήκει, και κατ’ επέκταση ο ΣΥΡΙΖΑ για τα εθνικά θέματα, πόσο μάλλον για την ανάγκη μιας διαφορετικής εξωτερικής πολιτικής της χώρας, σύμφωνα με αυτά που γράφει ο ίδιος και τα οποία προσυπογράφω, χωρίς καμία επιφύλαξη; Πραγματικά μένω αποσβολωμένος και περιμένω απάντηση σε όλα τα ανωτέρω, στα οποία ο ίδιος έχω δώσει την ερμηνεία μου. Ας με διαψεύσει κάποιος!
Προσθήκη
Θεώρησα απαραίτητο να προσθέσω στη θεωρητική ανάλυσή και ερμηνεία την πρακτική της κατάληξη στην πολιτική, την οποία αναλύει ο Γιάννης Μαύρος. Επειδή οι απόψεις που διατυπώνει με εκφράζουν και συμπληρώνουν από πρακτικής πλευράς τη θεωρητική μου ανάλυση παραθέτω την δική του ανάλυση.
Μπροστά στην κάλπη του Οκτώβρη
ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΚΗΝΙΚΟ
1. Οι εκλογές της 4ης Οκτωβρίου, όποιο και να είναι το αποτέλεσμά τους, δεν αναμένεται να προσφέρουν διέξοδο για τη χώρα από την πολύπλευρη κρίση της.
2. Η εγνωσμένη αποτυχία των Κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας δεν αρκεί για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας του ΠΑΣΟΚ, το οποίο δεν πείθει ότι διαθέτει εναλλακτική πρόταση εξουσίας.
3. Η πολυδιάσπαση της Αριστεράς και η εσωστρέφειά της ουσιαστικά την εξουδετερώνουν ως δυνάμει παράγοντα λύσης του πολιτικού και κυβερνητικού προβλήματος.
4. Σε περίπτωση που το πρώτο κόμμα, που όλα δείχνουν ότι θα είναι το ΠΑΣΟΚ, δεν καταφέρει να κατακτήσει απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, οι ελπίδες του να σχηματίσει Κυβέρνηση θα στραφούν είτε στους Οικολόγους Πράσινους, εφ’ όσον μπουν στη Βουλή, είτε σε προσδοκώμενες αποσκιρτήσεις βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ. Στην περίπτωση υπερίσχυσης της ΝΔ θα ήταν ‘φυσιολογική’ η συνεργασία της με τον ΛΑΟΣ, άσχετα αν οι προεκλογικές σκοπιμότητες οδηγούν τον Καραμανλή να αποκλείει το ενδεχόμενο.
5. Οι μικρότερες πολιτικές δυνάμεις θα είναι πολύ δύσκολο να σπάσουν το φράγμα του 3% της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης με δεδομένες τις συνθήκες διεξαγωγής του προεκλογικού αγώνα και ιδιαίτερα το καθεστώς της κρατικής χρηματοδότησης και της διάθεσης τηλεοπτικού χρόνου στα κόμματα.
6. Πολλά θα εξαρτηθούν από τον βαθμό συμμετοχής στις εκλογές και γι αυτό είναι παρακινδυνευμένη η οποιαδήποτε πρόβλεψη για το αποτέλεσμα. Με τα σημερινά δεδομένα βέβαια φαίνεται πολύ δύσκολο να ανατραπεί το μεγάλο προβάδισμα που δίνουν όλες οι δημοσκοπήσεις στο ΠΑΣΟΚ αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, όπως έδειξαν και οι ευρωεκλογές, αυτό δεν οφείλεται στην άνοδο του τελευταίου όσο στην μεγαλύτερη αποσυσπείρωση της Νέα Δημοκρατίας.
7. Ελλείψει σοβαρής προγραμματικής αντιπαράθεσης, η επιλογή του Καραμανλή να δώσει στις εκλογές προσωπικό χαρακτήρα επιλογής υποψηφίου Πρωθυπουργού με κριτήρια επάρκειας και υπευθυνότητας μπορεί να είναι σωστή επικοινωνιακά, λόγω της υπεροχής του έναντι του Παπανδρέου ως «καταλληλότερου», αλλά ασφαλώς δεν αρκεί για να αναστρέψει τη φθορά που υπέστη το κυβερνών κόμμα από την εμπλοκή του σε σκάνδαλα, την ανικανότητά του να πατάξει τη διαφθορά και να αντιμετωπίσει τα οικονομικά προβλήματα της χώρας, τόσο τα δημοσιονομικά όσο και εκείνα της ‘πραγματικής’ οικονομίας. Το προηγούμενο άλλωστε της ήττας του επίσης «καταλληλότερου» Σημίτη το 2004 είναι νωπό.
ΤΙ ΔΙΑΚΥΒΕΥΕΤΑΙ
Το πρώτο που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η Κυβέρνηση που θα προκύψει από τη νέα Βουλή είναι η οικονομική κρίση. Η κατάρτιση και ψήφιση προϋπολογισμού, η διαπραγμάτευση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την εξασφάλιση παράτασης για τη μείωση του ελλείμματος στο 3% του ΑΕΠ και η χρηματοδότηση του τελευταίου με την έκδοση κρατικών ομολόγων είναι τα πρώτα μέτωπα. Φραστικά, οι διαφορές μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ μεγεθύνονται από τους ρόλους Κυβέρνησης και Αντιπολίτευσης στους οποίους εναλλάσσονται, στην πράξη όμως έχουμε να κάνουμε με παραλλαγές της ίδιας βασικά οικονομικής πολιτικής, οπότε μεγαλύτερη σημασία από τον ίδιο τον προϋπολογισμό έχει η εκτέλεσή του και ειδικότερα η δυνατότητα συγκράτησης των καταναλωτικών δαπανών και η περιστολή της φοροδιαφυγής. Είναι αμφίβολο ότι μια Κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ θα τα κατάφερνε καλλίτερα επ αυτού από τις Κυβερνήσεις της ΝΔ, αν και είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι θα τα κατάφερνε χειρότερα! Στο πεδίο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων (ΔΕΚΟ, εργασιακά, ασφαλιστικό κλπ) οι διαφορές των δύο κομμάτων είναι πολύ μικρότερες απ’ όσο αναδεικνύονται μέσα από το κοινοβουλευτικό και τηλεοπτικό ‘παιχνίδι’. Αν όμως η ΝΔ είναι ο ‘γνήσιος’ εκφραστής του ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού, το ΠΑΣΟΚ είναι εκ των πραγμάτων σε καλλίτερη θέση να τον εφαρμόσει –έστω και σε σοσιαλφιλελεύθερη (αγγλοαμερικάνικη) παραλλαγή- διότι μπορεί να ελέγξει καλλίτερα τον κρατικό μηχανισμό και το συνδικαλιστικό κίνημα από κυβερνητικές θέσεις ενώ φαίνεται ότι έχει και τις ευλογίες της Ουάσιγκτων και του Λονδίνου. Εκεί όμως που θα κριθεί τελικά η οικονομική πολιτική της όποιας κυβέρνησης είναι στο πεδίο της ανάπτυξης και αυτό προϋποθέτει επενδύσεις, δημόσιες και ιδιωτικές. Προϋποθέτει κατ’ αρχήν πολιτική και δημοσιονομική σταθερότητα, περιστολή της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς, τιθάσευση του δημοσίου χρέους και χαμηλά επιτόκια χορηγήσεων, δηλαδή σπάσιμο του τραπεζικού και χρηματιστικού καρτέλ που καρπούται τη μερίδα του λέοντος της υπεραξίας που παράγεται στον τόπο μας. Επ’ αυτού δεν μπορεί βέβαια να περιμένει κανείς πολλά ούτε από το ΠΑΣΟΚ ούτε από τη ΝΔ. Σε τελευταία ανάλυση το ζήτημα είναι ασφαλώς ποιος θα πληρώσει για την έξοδο από την οικονομική κρίση: το κεφάλαιο ή ο λαός; Αυτό όμως -δυστυχώς- δεν διακυβεύεται και μόνο ρητορικά θα τεθεί -από τα κόμματα της αριστεράς- στις προσεχείς εκλογές. Υπό τους επικρατούντες πολιτικούς συσχετισμούς, το μόνο που όντως διακυβεύεται στο οικονομικό πεδίο είναι αν θα προκύψει Κυβέρνηση ικανή να εφαρμόσει την απεχθή οικονομική πολιτική των αφεντικών -με ή χωρίς αναισθητικό. Στην πρώτη περίπτωση μιλάμε για μια πιθανή Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ –αυτοδύναμη ή μη- ενώ στη δεύτερη για μια –λιγότερο πιθανή- Κυβέρνηση ΝΔ-ΛΑΟΣ, με τουλάχιστον αμφίβολες προοπτικές. Υπάρχει βέβαια πάντα η πιθανότητα μιας Κυβέρνησης ‘μεγάλου συνασπισμού’ ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, που επιδιώκουν διακαώς από καιρό οι πιο ‘επιθετικοί’ κύκλοι του κεφαλαίου, η οποία, εκτός του ότι φαίνεται ‘τεχνικά’ σήμερα πιο πιθανή παρά ποτέ, έχει και το πρόσθετο πλεονέκτημα της προοπτικής αποφυγής νέων εκλογών τον ερχόμενο Μάρτιο, εφόσον θα ήταν οξύμωρο -και ασυγχώρητο- τα δύο κόμματα, ενώ συγκυβερνούν, να διαφωνήσουν στην εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας.
Η οικονομία αναμφισβήτητα θα δεσπόσει στον προεκλογικό αγώνα, επισκιάζοντας την ανάγκη διατύπωσης μιας συνολικής εθνικής στρατηγικής με πρώτιστο μέλημα την ασφάλεια, πράγμα που σημαίνει αφ’ενός την ανασυγκρότηση του Κράτους και την άσκηση αποτελεσματικής κοινωνικής (και μεταναστευτικής) πολιτικής και αφ ετέρου την ενίσχυση της άμυνας και την ανάταξη της εξωτερικής πολιτικής. Φαντάζει παράδοξο μια χώρα όπως η Ελλάδα, που περιβάλλεται από επιθετικούς γείτονες, με προεξάρχουσα την Τουρκία, που διεκδικούν εδάφη, κυριαρχικά δικαιώματα, εθνικές μειονότητες ονομασίες και περιουσίες και αναγκάζεται να δαπανά για στρατιωτικούς εξοπλισμούς πολλαπλάσιο ποσοστό του ΑΕΠ συγκριτικά με όλους τους ευρωπαίους εταίρους της, να υποβαθμίζει η ίδια, μέχρις εξαφανίσεως, τα εθνικά θέματα από τον ‘επίσημο’ δημόσιο διάλογο και μάλιστα τη στιγμή που κλιμακώνονται οι τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο και στην Κύπρο, εν όψει της κρίσιμης Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον Δεκέμβριο, όπου θα αξιολογηθεί η Τουρκία και θα κριθεί το μέλλον των ενταξιακών της διαπραγματεύσεων! Έχουμε να κάνουμε, χωρίς υπερβολή, με μια συνομωσία σιωπής στην οποία μετέχουν όλα ανεξαιρέτως τα κοινοβουλευτικά κόμματα και όλο το σύστημα διαπλοκής που έχει εκμαυλίσει την δημόσια ζωή του τόπου. Τόσο στα ελληνοτουρκικά (και ευρωτουρκικά) όσο και στο «μακεδονικό» οι θέσεις των κομμάτων αυτών ουσιαστικά συγκλίνουν (ακόμα και ο ΛΑΟΣ πρόσφατα συμμορφώθηκε χαμηλώνοντας τους τόνους) σε μια σύγχρονη εκδοχή της ‘άψογης στάσης’ την οποία έχουμε ακριβοπληρώσει κατά το παρελθόν. Κατευναστική προς την Τουρκία και υποχωρητική προς τα Σκόπια, παρά τις κατά καιρούς δηλώσεις που γίνονται, μάλλον για εσωτερική κατανάλωση, η συναινετική εξωτερική ‘μας’ πολιτική ευθυγραμμίζεται απολύτως με τις επιταγές του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, ακόμη και όταν τούτο προδήλως δεν υπηρετεί τα εθνικά μας συμφέροντα (πχ. στρατηγεία ΝΑΤΟ) ή βρίσκεται σε κατάφωρη αναντιστοιχία με το λαϊκό αίσθημα («μακεδονικό»). Απέναντι στις κλιμακούμενες προκλήσεις της Άγκυρας στο Αιγαίο η Αθήνα σιωπά ή ψελλίζει τετριμμένα στερεότυπα μαθήματα καλής συμπεριφοράς, περιμένοντας κάποια «ανταπόκριση», έστω στο παρά πέντε, για να σώσει τα προσχήματα και να μην υποχρεωθεί να προκαλέσει κρίση τον Δεκέμβριο στην Στοκχόλμη…. Η αμηχανία της απέναντι στην Άγκυρα πουθενά δεν είναι τόσο έκδηλη όσο στην φραστική εμμονή της υπέρ της «πλήρους ένταξης» της Τουρκίας στην ΕΕ παρά το ότι όλα δείχνουν ότι οδηγούμεθα προς μια «ειδική σχέση». Είναι σαφές πια ότι η «πλήρης ένταξη» είναι ανέφικτη αλλά και ανεπιθύμητη και είναι ακατανόητο γιατί δεν σπεύδει η Ελλάδα, με δεδομένη τη μη συμμόρφωση της Τουρκίας στις διεθνείς της υποχρεώσεις, να προτείνει εγκαίρως τους όρους μιας ειδικής σχέσης που θα κατοχυρώνει τα ελληνικά συμφέροντα αντί να περιμένει να λάβουν άλλοι την πρωτοβουλία και να βρεθεί στη θέση να διεκδικεί να περιλάβει θέσεις της στο συζητούμενο σχέδιο.
Όσο για το κυπριακό, ουδόλως έχει μετακινηθεί η Αθήνα από τη θέση της υπέρ μιας «λύσης» τύπου Σχεδίου Ανάν που συζητάει ο Χριστόφιας με τον Ταλάτ υπό τις επιδοκιμασίες της «διεθνούς κοινότητας», παρά τα εμφανή αδιέξοδα στα οποία οδηγείται. Ποσώς βέβαια κόπτεται η «διεθνής κοινότητα» για λύση του κυπριακού, πόσο μάλλον για δίκαιη λύση -ή έστω λειτουργική και βιώσιμη. Το θέμα γι αυτήν ήταν και είναι να διεξάγονται «διακοινοτικές συνομιλίες» ώστε να αφήνονται στο απυρόβλητο οι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί του εγκλήματος (δηλαδή οι ίδιοι και η Τουρκία αντίστοιχα) που έτσι με τη συνενοχή μας –Κύπρου και Ελλάδας- υποβαθμίζεται από διεθνές ζήτημα εισβολής, κατοχής, εθνοκάθαρσης και εποικισμού σε απλή διακοινοτική «διαφορά». Αυτή η στρατηγική της «διεθνούς κοινότητας», με πρωτομάστορες πάντα τους αγγλοαμερικάνους και πειθήνιους υπηρέτες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τους κρατούντες στην Ελλάδα και την Κύπρο, που επί τρεισήμισι δεκαετίες εξυπηρετούσε απλώς τα σχέδια των πρώτων και τη βολή των δευτέρων, σήμερα, με την Τουρκία αναβαθμισμένη σε περιφερειακή δύναμη που χτυπά την πόρτα της ΕΕ με τις ευλογίες των ΗΠΑ, καθίσταται εκ των πραγμάτων επιβεβλημένη και επιτακτική, πράγμα που διαπιστώσαμε άλλωστε με τη λυσσαλέα υποστήριξη που παρείχε στο Σχέδιο Ανάν ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της Δύσης (στην οποία κάποιοι ντόπιοι και ξένοι μας θέλουν να ‘ανήκουμε’) παρά τον εξόφθαλμα εκτρωματικό και δυσλειτουργικό του χαρακτήρα. Και αν είναι εύλογη η κλιμάκωση πιέσεων των ξένων σε Ελλάδα και Κύπρο για μια οποιαδήποτε «λύση» εν όψει του ‘ραντεβού’ του Δεκεμβρίου, η στάση του Προέδρου Χριστόφια, που εμφανίζεται πρόθυμος να συζητάει ατέρμονα, παρά το γεγονός ότι η άλλη πλευρά, δηλαδή η Τουρκία δια του Ταλάτ, δεν δείχνει καμία διάθεση συμβιβασμού, είναι τουλάχιστον δυσνόητη, όπως δυσνόητη είναι άλλωστε και η στάση της Ελληνικής Κυβέρνησης και των πολιτικών κομμάτων που αρκούνται να παρέχουν ανέξοδα φραστική ‘στήριξη’ στον Κύπριο Πρόεδρο ενώ στη πράξη, όταν δεν γίνονται ιμάντες μεταβίβασης πιέσεων προς την Λευκωσία, αποστασιοποιούνται, αφήνοντάς την να αντιμετωπίζει αβοήθητη την τουρκική αδιαλλαξία. Η σημασία και η επίδραση της πολιτικής της Ελλάδας στο κυπριακό δεν πρέπει να υποτιμάται, είτε αυτή αφορά σε πράξεις είτε σε παραλείψεις. Όπως και δεν πρέπει να υποτιμόνται και οι παραδοσιακοί δεσμοί του κυβερνώντος ΑΚΕΛ με το Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας. Ασχέτως όμως κινήτρων και ελαφρυντικών, το αποτέλεσμα είναι ότι δεν φαίνεται η Κύπρος να έχει στρατηγική (που προϋποθέτει την ύπαρξη ‘plan B’ ή ‘σενάριο εξόδου’) και δείχνει να σύρεται παθητικά και μοιραία σε συνομιλίες δίχως τέλος που και μόνο επειδή διεξάγονται εξασφαλίζουν κέρδη για την Τουρκία. Η επιμονή Χριστόφια για συνομιλίες χωρίς χρονοδιάγραμμα μαρτυρά αδυναμία και απουσία εναλλακτικής πολιτικής, γεγονός που έχει οδηγήσει σε απαράδεκτες μονομερείς παραχωρήσεις, (πχ. την αποδοχή παραμονής 50.000 Τούρκων εποίκων, την εκ περιτροπής Προεδρία, τον συνεταιρισμό δύο «συνιστώντων πολιτειών» κλπ) οι οποίες ισοδυναμούν με συνθηκολόγηση, ουσιαστική αναγνώριση του ψευδοκράτους και κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και βρίσκονται σε κατάφωρη αντίθεση όχι μόνο με την εντολή του Κυπριακού Λαού στο Δημοψήφισμα του 2004 αλλά και με τις προεκλογικές δεσμεύσεις που του εξασφάλισαν την Προεδρία.
Η υποχρέωση της Ελλάδας να υπερασπιστεί την Κυπριακή Δημοκρατία δεν περιορίζεται στον ρόλο της ως «εγγυήτριας δύναμης» και δεν αφορά ‘μόνο’ τον κυπριακό ελληνισμό αλλά και την άμυνα και ασφάλεια της ίδιας της Ελλάδας. Η κλιμάκωση των τουρκικών προκλήσεων και διεκδικήσεων στο Αιγαίο θα ήταν αδιανόητες αν η Ελλάδα και η Κύπρος τηρούσαν σθεναρή στάση στο Κυπριακό, επιμένοντας στην διεθνή του διάσταση και θέτοντας την Τουρκία –και τη Βρετανία- στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Άντ’ αυτού η ακολουθούμενη πολιτική απειλεί να «κλείσει» το κυπριακό με όρους που προσπαθεί να επιβάλλει η Άγκυρα, ενδεχόμενο που θα καθιστούσε την Ελλάδα όμηρο μιας «ελληνικής κοινότητας» υπό πίεση -αν όχι υπό διωγμόν- και θα έστρεφε την τουρκική επιθετικότητα αποκλειστικά προς το Αιγαίο και τη Θράκη.
Εν όψει των απειλών που διαγράφονται και της ευκαιρίας που παρέχει η Σύνοδος του Δεκεμβρίου, η συνομωσία σιωπής του «πολιτικού κόσμου» στην Ελλάδα γύρω από τα εθνικά θέματα αποτελεί πράξη μέγιστης ανευθυνότητας, αν όχι μειοδοσίας, και ισοδυναμεί ουσιαστικά με απόπειρα υφαρπαγής από τον Ελληνικό Λαό στις προσεχείς εκλογές εν λευκώ εξουσιοδότησης για τον χειρισμό και το επιδιωκόμενο «κλείσιμο» των εθνικών θεμάτων και πρωτίστως του κυπριακού και του «μακεδονικού», τα οποία ενδιαφέρουν άμεσα και επιτακτικά τον «συμμαχικό παράγοντα» και τους ευρωπαίους εταίρους μας.