Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2008

ΚΡΙΣΗ του ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ή ΚΡΙΣΗ της ΕΡΓΑΣΙΑΣ;

του Δημήτρη Α. Κατσορίδα*
7/11/2008

Είναι, πλέον, γνωστό ότι ο βασικότερος λόγος της χρηματοπιστωτικής κρίσης είναι η ανεξέλεγκτη χορήγηση δανείων για αγορά κατοικιών και τοποθετήσεων υψηλού κινδύνου, από μέρους των τραπεζών, ώστε να δημιουργήσουν προϋποθέσεις υψηλής κερδοφορίας. Δηλαδή, το κεφάλαιο, προκειμένου να επεκτείνει τα κέρδη του, αύξησε την κατανάλωση, όχι όμως μέσω της αύξησης των μισθών, οι οποίοι βρίσκονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, αλλά με τη χορήγηση επισφαλών δανείων για αγορά κατοικίας σε ανθρώπους, οι οποίοι δεν είχαν κανένα οικονομικό πόρο για να την αγοράσουν. Έτσι, δημιουργήθηκε μια χρηματιστηριακή φούσκα, ένα «χρηματιστήριο κατοικίας» με τιμές που δεν είχαν σχέση με το κόστος. Και όπως γνωρίζουμε οι φούσκες είναι φτιαγμένες για να σκάνε. Την ίδια στιγμή, βέβαια, τα δάνεια χρησιμοποιήθηκαν από τους κρατούντες και ως μέσο για την υπονόμευση των κοινωνικών αγώνων και την περαιτέρω πειθάρχηση της εργατικής τάξης. Διότι, όταν το χρέος γίνεται ο βασικός τρόπος βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των πιο φτωχών κοινωνικών στρωμάτων, τότε οι χρεωμένοι μισθωτοί αναγκάζονται να εργάζονται περισσότερο, να είναι πιο παραγωγικοί και πιο πειθήνιοι, ώστε να μπορούν να αποπληρώνουν τις δόσεις των δανείων τους.

Όμως, αυτή η τακτική του συστήματος αποδείχτηκε και η αδυναμία του. Διότι, ο χρεωμένος μισθοσυντήρητος και ο επισφαλής εργαζόμενος δεν είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν τα δάνειά τους, όταν οι τράπεζες άρχισαν να αυξάνουν τα επιτόκια. Αυτό ήταν η απαρχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης.

Τελικά, ποιος είναι ο χαρακτήρας της τωρινής κρίσης;

Με βάση τα μαρξιστικά εργαλεία υπάρχουν διάφορες ερμηνείες της κρίσης, με πιο δημοφιλή αυτήν της κρίσης υπερσυσσώρευσης.

Κατά τη γνώμη μου, η παρούσα κρίση είναι στο πλαίσιο του οικονομικού κύκλου. Είναι κρίση ρύθμισης του χρηματιστικού κεφαλαίου, το οποίο είναι υπερβολικά ελεύθερο στον τρόπο που λειτουργεί, ενώ έχει πιο πολύ τα χαρακτηριστικά ενός σοβαρού ρήγματος στις διαδικασίες αναπαραγωγής και όχι τα τυπικά χαρακτηριστικά μιας κρίσης υπερσυσσώρευσης, όπως διατείνονται αρκετές αναλύσεις στον χώρο της Αριστεράς. Και λέμε ρήγμα στις διαδικασίες αναπαραγωγής, με την έννοια ότι εκδηλώθηκε με υπερπαραγωγή κυρίως στον τομέα της αγοράς των κατοικιών και συνακόλουθες χρεοκοπίες τραπεζών, η οποία όμως τείνει να μεταφερθεί στην πραγματική οικονομία, με κλείσιμο επιχειρήσεων ή μείωση της παραγωγής, αύξηση των απολύσεων και της ανεργίας, συρρίκνωση της ζήτησης και άρα οικονομική ύφεση. Όμως, η οικονομική κρίση λειτουργεί, ταυτόχρονα, εκκαθαριστικά για το καπιταλιστικό σύστημα και για τα συσσωρευμένα προβλήματά του, μέχρις ότου αποκατασταθεί εκ νέου η διαταραγμένη ισορροπία του οικονομικού κυκλώματος.

Τι είναι, όμως, η κρίση υπερσυσσώρευσης; Με πολύ απλά λόγια είναι η ύπαρξη υπερβολικά πολλών κεφαλαίων και άρα προϊόντων σε σύγκριση με τη δυνατότητα για ζήτηση, τα οποία δεν μπορούν να αξιοποιηθούν επαρκώς. Και δεν μπορεί το πλεονάζον κεφάλαιο να αξιοποιηθεί επαρκώς όταν γίνεται «… ανίκανο να εκμεταλλεύεται την εργασία στο βαθμό εκείνο της εκμετάλλευσης που απαιτεί η ΄΄υγιής’’, ΄΄ομαλή’’ ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού προτσές παραγωγής…» (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος τρίτος, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1978, σελ. 323).

Με βάση αυτή την προσέγγιση η χρηματοπιστωτική κρίση που διανύουμε δεν είναι μια κλασική κρίση υπερσυσσώρευσης. Και αυτό για τους εξής λόγους:

Πρώτον, το καπιταλιστικό σύστημα έχει προχωρήσει σε όλες τις αναγκαίες αντι-μεταρρυθμίσεις (ιδιωτικοποιήσεις, διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας, αποδυνάμωση των συνδικάτων, κλπ.) που εμπόδιζαν την εύρυθμη λειτουργία του, επαναπροσδίδοντας στην οικονομία το χαμένο δυναμισμό της. Η διαμόρφωση ενός φτηνού, ευέλικτου και δίχως συνδικαλιστική δύναμη εργατικού δυναμικού, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη μείωση του κόστους παραγωγής, την επανάκτηση του ποσοστού του κέρδους και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, ως αποτέλεσμα μιας ιστορικής ήττας της εργατικής τάξης, η οποία επέτρεψε μια δραματική αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων υπέρ του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, η φτώχεια και η ανισότητα, έχουν επιδεινώσει ακόμη περισσότερο την κατάσταση της εργατικής τάξης.

Δεύτερον, τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων έχουν και πάλι διευρυνθεί, ενώ, κατά πως φαίνεται, έχει αποκατασταθεί το ποσοστό κέρδους, το οποίο βρίσκεται περίπου στα ίδια επίπεδα με αυτό της δεκαετίας του 1960. Σύμφωνα με παλαιότερα στοιχεία του Μichel Ηusson (αναφέρεται στο Τ. Αναστασιάδης, «Το χρηματιστικό κεφάλαιο στο σύγχρονο καπιταλισμό», στη μπροσούρα: Χρηματιστικό κεφάλαιο και κερδοσκοπία, έκδοση του Μαρξιστικού Ομίλου Οικονομικών και Κοινωνικών Μελετών, Αθήνα 1999), πριν από το 1974 (περίοδος της αναπτυξιακής φάσης) το ποσοστό του κέρδους ήταν υψηλό (16%, περίπου, μέσος όρος, κατά τη δεκαετία του 1960). Κατόπιν παρουσίασε πτώση, αγγίζοντας το 12% και 10% κατά τα έτη 1974 και 1980 αντίστοιχα και μόνο μετά το 1983, δηλαδή με την εισαγωγή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, άρχισε να εμφανίζει, πάλι, σημάδια ανάκαμψης, ενώ αποκαθίσταται στα επίπεδα του 15%, κατά τη δεκαετία του 1990. Εδώ είναι αναγκαίο να επισημάνουμε ότι μια μικρή πτώση στο ποσοστό κέρδους που παρουσιάζεται τα τελευταία χρόνια είναι, μάλλον, στο πλαίσιο των διακυμάνσεών του. Και αυτό οφείλουμε να το επισημάνουμε και φυσικά να παρακολουθούμε τα στοιχεία, ώστε να δούμε αν ισχύει κάτι τέτοιο. Διότι, άλλο πράγμα είναι οι διακυμάνσεις στο ποσοστό κέρδους και άλλο η πτώση του ποσοστού κέρδους.

Τρίτον, έχει γίνει σε εκτεταμένη κλίμακα εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στην απασχόληση, καθώς επίσης έχουν επέλθει μεγάλες αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας στο εσωτερικό των επιχειρήσεων.

Τέταρτον, η διεθνοποίηση των οικονομιών σε συνδυασμό με την ευρωπαϊκή ενοποίηση, δημιούργησε νέες μεγάλες αγορές. Το άνοιγμα της τεράστιας αγοράς της Κίνας, της Ινδίας, της Ρωσίας, της Βραζιλίας και των χωρών του πρώην λεγόμενου υπαρκτού «σοσιαλισμού», έδωσε τη δυνατότητα να αγοραστούν ή να εγκατασταθούν επιχειρήσεις, στις οποίες εργάζονται εργάτες και εργάτριες με χαμηλό εργατικό κόστος. Ήταν, λοιπόν, λογικό ότι αυτή η τεράστια αγορά, η οποία περιλαμβάνει φθηνούς, πειθήνιους και μορφωμένους εργάτες, να προσελκύσει την προσοχή των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών.

Αν συντρέχουν όλα τα παραπάνω, τότε δεν έχουμε κρίση υπερσυσσώρευσης όπου το κεφάλαιο είναι «… ανίκανο να εκμεταλλεύεται την εργασία στο βαθμό εκείνο της εκμετάλλευσης που απαιτεί η ΄΄υγιής’’, ΄΄ομαλή’’ ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού προτσές παραγωγής…», όπως έλεγε ο Μαρξ, αλλά ακριβώς το αντίθετο: την ικανότητα του κεφαλαίου να εκμεταλλεύεται την εργασία χωρίς προσκόμματα.

Επιπροσθέτως, αν δεχθούμε τις μαρξιστικές ερμηνείες της καπιταλιστικής κρίσης, οι οποίες θεωρούν ότι το ποσοστό κέρδους είναι άμεσα συνδεδεμένο με την τεχνολογική πρόοδο και την συσσώρευση κεφαλαίου, τότε συμπεραίνουμε ότι η είσοδος των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή, η αύξηση της παραγωγικότητας και ιδιαίτερα η αποκατάσταση του ποσοστού κέρδους σε υψηλά επίπεδα είναι βασικοί όροι για να πούμε ότι η τωρινή κρίση δεν είναι κρίση υπερσυσσώρευσης.

Παρ’ όλ’ αυτά, μόνο ένα ενδεχόμενο υπάρχει για ξέσπασμα δομικής κρίσης: να μην μπορούν οι κυβερνήσεις να ελέγξουν τα προβλήματα στον χρηματοπιστωτικό τομέα, σε συνδυασμό με την άνοδο των τιμών των πρώτων υλών και με την άνοδο των κοινωνικών αγώνων. Ιδιαίτερα για το τελευταίο σημείο και λαμβάνοντας υπόψη τους υπάρχοντες συσχετισμούς δύναμης, κατά πως φαίνεται, το καπιταλιστικό σύστημα δεν διατρέχει, ακόμη, κίνδυνο. Αντιθέτως, αυτό το οποίο έχουμε, δεν είναι κρίση του συστήματος, εφόσον δεν συντρέχουν λόγοι απειλής του από την εργατική τάξη, αλλά κρίση της εργασίας, με την έννοια ότι υπάρχει ακόμη ανεργία, χαμηλοί μισθοί, φτώχεια, κλπ.

Επομένως, η αναγνώριση της υπάρχουσας κατάστασης της εργατικής τάξης είναι η αναγκαία αφετηρία για την αντιμετώπιση της πραγματικότητας και για τους όρους υπέρβασής της. Δηλαδή, να αναγνωρίσουμε ότι δεν έχει αλλάξει, ακόμη, η συγκυρία στην ταξική πάλη, πως δεν έχει διαμορφωθεί μια νέα εργασιακή ηθική και πως τα νέα στρώματα της εργατικής τάξης δεν έχουν αποκτήσει συνείδηση του ρόλου και του έργου τους.

Κατά συνέπεια, ως Αριστερά, έχουμε αρκετό δρόμο να διανύσουμε, ώστε να βρούμε τους τρόπους έκφρασης, οργάνωσης και εκπροσώπησης μιας νέας κοινωνικής συμμαχίας.

* Το εν λόγω κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η Εποχή, στο ένθετο «εντός εποχής», στις 7/12/2008.

Δεν υπάρχουν σχόλια: