Η έναρξη των απ’ευθείας διαπραγματεύσεων σε επίπεδο κορυφής για την επίλυση του κυπριακού χωρίς να υπάρχουν ούτε οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις επίτευξης δίκαιης και βιώσιμης λύσης του προβλήματος δεν μπορεί παρά να μας ανησυχεί.
Η αδιαλλαξία της Τουρκίας είναι πάγια και επιβεβαιώνεται με κάθε ευκαιρία και τούτο τη στιγμή που διεκδικεί, υποτίθεται, την είσοδό της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Υπό συνθήκες τουρκικής στρατιωτικής κατοχής στον βορρά, οι περισσότεροι τουρκοκύπριοι έχουν εκτοπιστεί από τους παράνομους εποίκους, οι οποίοι αποτελούν την πλειοψηφία στα κατεχόμενα. Η πολιτική έκφραση αυτού του καθεστώτος, ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, αποδεδειγμένα δεν διαθέτει το παραμικρό κύρος, την ελάχιστη ανεξαρτησία απέναντι στην Άγκυρα.
Οι επιδιώξεις του ΝΑΤΟϊκού ιμπεριαλιστικού παράγοντα, παρ’όλες τις διαφορές -ενίοτε και αντιθέσεις- μεταξύ Λονδίνου, Ουάσιγκτων και Βρυξελλών, παραμένουν οι ίδιες όπως και προ τετραετίας, όταν ασκούσαν ασφυκτικές πιέσεις στον Κυπριακό Λαό να αποδεχθεί το σχέδιο Ανάν. Το μόνο που έχει αλλάξει είναι η (επικοινωνιακή) τακτική τους: ενώ τότε επιχείρησαν ευθέως να επιβάλλουν “λύση”, σήμερα κρύβονται πίσω από το “εύρημα” αναζήτησης λύσης “από τους Κυπρίους για τους Κυπρίους”.
Η Κυπριακή Δημοκρατία, άν και χώρα-μέλος του ΟΗΕ, έχει επί δεκαετίες εμπλακεί σε ατέρμονες και αδιέξοδες “διακοινοτικές συνομιλίες”, υποβαθμίζοντας η ίδια ένα πελώριο διεθνές ζήτημα εισβολής, κατοχής, εθνοκάθαρσης και παράνομου εποικισμού σε απλή δικοινοτική “διαφορά”. Επίσης, από το 2004, αν και πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συναίνεσε στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την Ένωση, παρά το γεγονός ότι η πρώτη δεν την αναγνωρίζει, δεν εφαρμόζει το πρωτόκολλο τελωνιακής ένωσης και δεν ανοίγει τα λιμάνια και τα αεροδρόμια της στα κυπριακά πλοία και αεροπλάνα. Οι “χειρονομίες καλής θέλησης” της Κ.Δ., πέρα από την αποδοχή της “διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας” και της “πολιτικής ισότητας” των δύο κοινοτήτων, έφθασαν να αποδεχθούν, προκαταβολικά και άνευ ανταλλάγματος, πάγιες τουρκικές θέσεις όπως αυτή του “συνεταιρισμού” των δύο “συνιστώντων πολιτειών”, την εκ περιτροπής προεδρία και τη νομιμοποίηση μεγάλου αριθμού εποίκων. Άν υπήρχε πολιτική βούληση επίλυσης του κυπριακού από την άλλη πλευρά, αυτές οι “χειρονομίες” θα εύρισκαν κάποια τουλάχιστον ανταπόκριση. Το ανησυχητικό δεν είναι τόσο ότι τούτο δεν συμβαίνει -αντίθετα πολλαπλασιάζονται οι προκλήσεις και επιβεβαιώνεται η αδιαλλαξία- αλλά ότι παρά το γεγονός αυτό η Κ.Δ. δείχνει να σύρεται, παθητικά και μοιραία, σε μια πορεία αυτοκαταστροφής που τίποτα δεν φαίνεται ικανό να σταματήσει. Οι ανησυχίες εντείνονται από το γεγονός ότι το Εθνικό Συμβούλιο έχει πλήρως αδρανοποιηθεί και ο Πρόεδρος, αντί να επιζητεί τη μέγιστη συναίνεση και να αξιοποιεί διαπραγματευτικά τις εσωτερικές διαφωνίες, επιδιώκει τη φίμωση της αντίθετης άποψης και δηλώνει ότι δεν δεσμεύεται παρά μόνο από μια –απίθανη- ομοφωνία των πολιτικών δυνάμεων, διαφορετικά θα πράξει κατά βούληση. Τα παραπάνω είναι σημάδια νευρικότητας που ενισχύουν την εντύπωση ότι ο Πρόεδρος επείγεται να “κλείσει” το κυπριακό, άποψη άλλωστε που έχει επανειλημένα διατυπώσει, συνοδεύοντάς την με την επίκληση του φάσματος της διχοτόμησης.
Με την επίγνωση ότι ο μόνος σίγουρος δρόμος πρός την διχοτόμηση είναι η επιβολή “λύσης” άδικης και μη βιώσιμης και εν όψει του διαφαινομένου αδιεξόδου των απ’ ευθείας διαπραγματεύσεων, μήπως έφθασε πιά η ώρα για μια ριζική επανατοποθέτηση του κυπριακού ως διεθνούς θέματος εισβολής, κατοχής, εθνο-κάθαρσης και παράνομου εποικισμού και η αναζήτηση λύσης σύμφωνης με τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και με το ευρωπαϊκό κοινοτικό κεκτημένο, χωρίς “εγγυήτριες δυνάμεις” και βρετανικές στρατιωτικές βάσεις;
Ο δρόμος αυτός ασφαλώς δεν είναι στρωμένος με ρόδα. Είναι επιλογή αγώνα εθνικοαπελευθερωτικού και αντιιμπεριαλιστικού, αγώνα ενάντια στα εκατέρωθεν κατεστημένα που αποδεδειγμένα βολεύονται με την υπάρχουσα κατάσταση. Είναι αγώνας κοινός με τους αριστερούς τουρκοκύπριους που αντιπολιτεύονται τον Ταλάτ όπως αντιπολιτεύονταν τον Ντενκτάς. Στον αγώνα αυτό για την ελευθερία και το δίκαιο είναι σίγουρο ότι εκτός από την υποστήριξη της Ρωσίας, της Γαλλίας και της Κίνας θα έχουμε και αυτή των συντριπτικά περισσότερων χωρών και όλων των λαών, ακόμη και του τουρκικού.
Γιάννης Μαύρος
3/9/2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου