Η έναρξη των απ’ευθείας διαπραγματεύσεων σε επίπεδο κορυφής για την επίλυση του κυπριακού χωρίς να υπάρχουν ούτε οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις επίτευξης δίκαιης και βιώσιμης λύσης προβληματίζει και ανησυχεί κάθε έλληνα, κύπριο ή ελλαδίτη. Δύσκολα θα διαφωνήσει κανείς με τα ακόλουθα:
Η αδιαλλαξία της Τουρκίας είναι πάγια και επιβεβαιώνεται με κάθε ευκαιρία και τούτο τη στιγμή που διεκδικεί, υποτίθεται, την είσοδό της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Υπό συνθήκες τουρκικής στρατιωτικής κατοχής στον βορρά, οι περισσότεροι τουρκοκύπριοι έχουν εκτοπιστεί από τους παράνομους εποίκους, οι οποίοι αποτελούν την πλειοψηφία στα κατεχόμενα. Η πολιτική έκφραση αυτού του καθεστώτος, ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, αποδεδειγμένα δεν διαθέτει το παραμικρό κύρος, την ελάχιστη ανεξαρτησία απέναντι στην Άγκυρα.
Οι επιδιώξεις του ΝΑΤΟϊκού ιμπεριαλιστικού παράγοντα, παρ’όλες τις διαφορές -ενίοτε και αντιθέσεις- μεταξύ Λονδίνου, Ουάσιγκτων και Βρυξελλών, παραμένουν οι ίδιες όπως και προ τετραετίας, όταν ασκούσαν ασφυκτικές πιέσεις στον Κυπριακό Λαό να αποδεχθεί το σχέδιο Ανάν. Το μόνο που έχει αλλάξει είναι η (επικοινωνιακή) τακτική τους: ενώ τότε επιχείρησαν ευθέως να επιβάλλουν “λύση”, σήμερα κρύβονται πίσω από το “εύρημα” αναζήτησης λύσης “από τους Κυπρίους για τους Κυπρίους”. Τόσο σήμερα, όμως, όπως και τότε, το “ενδιαφέρον” τους για την επίλυση του κυπριακού, ορίζεται απολύτως από την εξυπηρέτηση των γεωπολιτικών τους συμφερόντων, όπως βεβαίως τα αντιλαμβάνονται οι ιθύνουσες ελίτ. Το μείζον για αυτούς ζητούμενο είναι η εξασφάλιση της παραμονής των βρετανικών βάσεων στο νησί. Σχεδόν ίσης σημασίας, από τη στιγμή που η Κυπριακή Δημοκρατία έγινε πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι η αναζήτηση “λύσης” που θα επιτρέπει -ή και θα διευκολύνει- την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας προς την Ε.Ε..
Η Ελλάδα, “εγγυήτρια δύναμη”, κατά τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, της ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας, αφού πρώτα τις κατέλυσε με το εγκληματικό χουντικό πραξικόπημα και την προδοτική στάση της χούντας κατά την τουρκική εισβολή, στη συνέχεια -στη “μεταπολίτευση”- ανακάλυψε ότι η Κύπρος “είναι μακριά” και κρύφτηκε πίσω από το βολικό –και υποκριτικό- δόγμα “η Λευκωσία αποφασίζει και η Αθήνα συμπαρίσταται”, έχοντας εν τω μεταξύ εγκαταλείψει, στο όνομα του “ρεαλισμού”, κάθε προσπάθεια επίλυσης του ζητήματος στον ΟΗΕ, εγκλωβίζοντάς το στα ασφυκτικά πλαίσια του ΝΑΤΟ, στις αδιέξοδες διμερείς διαβουλεύσεις με την Άγκυρα και την Ουάσιγκτων ή ακόμη στο –πραγματικά μακρινό- Νταβός. Το κυπριακό μεταπολεμικά εκφυλίστηκε από εθνικό χρέος μιας Ελλάδας ανίκανης να το διαχειριστεί ως τέτοιο, σε ενοχλητικό μπελά, σε “αγκάθι” των ελληνοτουρκικών και ελληνοαμερικανικών και, τέλος, ευρωτουρκικών σχέσεων, σε σημείο που οι ισχυρότερες πιέσεις στη Λευκωσία για να δεχθεί να αυτοχειριαστεί με το Σχέδιο Ανάν ασκήθηκαν από την Αθήνα που έφθασε να πρωτοστατεί υπέρ της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση….Πουθενά αλλού δεν αποτυπώνεται καθαρότερα η υποτέλεια των Αθηνών στην Ουάσιγκτων, το Λονδίνο και τις Βρυξέλλες όσο στη στάση της διαχρονικά στο κυπριακό, από την Τριμερή του 1955 και τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου του 1959 μέχρι το Σχέδιο Ανάν. Η άλλη όψη του ιδίου νομίσματος είναι το “ενοχικό σύνδρομο” της Αθήνας, ολόκληρου του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος, απέναντι στην Κύπρο το οποίο ορίζεται τόσο από το γεγονός ότι η Κύπρος αποτέλεσε στο λαϊκό υποσυνείδητο το “τίμημα” της “αποκατάστασης της δημοκρατίας” (ο Κίσσινγκερ είχε πεί ότι η Ελλάδα πρέπει να είναι και ευχαριστημένη) όσο και από το διαχρονικό σκάνδαλο της επίσημης συγκάλυψης του εγκλήματος από το κράτος των Αθηνών που μέχρι σήμερα δεν έχει παραπέμψει την υπόθεση στη Δικαιοσύνη….
Η Κυπριακή Δημοκρατία, υπό αυτές τις συνθήκες, οδηγήθηκε σε ατέρμονες και αδιέξοδες “διακοινοτικές συνομιλίες”, συντελώντας η ίδια στην υποβάθμιση ενός πελώριου διεθνούς ζητήματος εισβολής, κατοχής, εθνοκάθαρσης και παράνομου εποικισμού σε απλή δικοινοτική “διαφορά”. Θα μπορούσε ίσως να ισχυριστεί κανείς ότι η εξέλιξη αυτή ήταν περίπου αναπόφευκτη λόγω των συσχετισμών δυνάμεων που επικρατούσαν τόσο κατά την περίοδο του διπολισμού όσο και κατά τη δεκαετία του 1990 της αμερικανικής μονοκρατορίας. Με την ένταξη της Κ.Δ. στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όμως, θα περίμενε κανείς μια αλλαγή πολιτικής της Λευκωσίας υπαγορευόμενη τόσο από τις νέες διεθνείς συνθήκες όσο και από τα αδιέξοδα του παρελθόντος και την αξίωση του Κυπριακού Λαού με το συντριπτικό ΟΧΙ στο Σχέδιο Ανάν. Αντ’ αυτού, η Κ.Δ. συναίνεσε στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την Ένωση, παρά το γεγονός ότι η πρώτη δεν την αναγνωρίζει, δεν εφαρμόζει το πρωτόκολλο τελωνειακής ένωσης και δεν ανοίγει τα λιμάνια και τα αεροδρόμια της στα κυπριακά πλοία και αεροπλάνα. Οι “χειρονομίες καλής θέλησης” της Κ.Δ., πέρα από την αποδοχή της “διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας” και της “πολιτικής ισότητας” των δύο κοινοτήτων, έφθασαν στις μέρες μας στην προκαταβολική και άνευ ανταλλάγματος αποδοχή πάγιων τουρκικών θέσεων όπως αυτής του “συνεταιρισμού” των δύο “συνιστώντων πολιτειών”, της εκ περιτροπής προεδρίας, της νομιμοποίησης μεγάλου αριθμού εποίκων κλπ. Άν υπήρχε η όποια πολιτική βούληση επίλυσης του κυπριακού από την άλλη πλευρά, αυτές οι “χειρονομίες” θα εύρισκαν κάποια τουλάχιστον ανταπόκριση. Το ανησυχητικό δεν είναι τόσο ότι τούτο δεν συμβαίνει -αντίθετα πολλαπλασιάζονται οι προκλήσεις και επιβεβαιώνεται η αδιαλλαξία- αλλά ότι, παρά το γεγονός αυτό, η Κ.Δ. δείχνει να σύρεται σε μια πορεία αυτοκαταστροφής που τίποτα δεν φαίνεται ικανό να σταματήσει. Οι ανησυχίες εντείνονται από το γεγονός ότι το Εθνικό Συμβούλιο έχει πλήρως αδρανοποιηθεί και ο Πρόεδρος Χριστόφιας, αντί να επιζητεί τη μέγιστη συναίνεση και να αξιοποιεί διαπραγματευτικά τις εσωτερικές διαφωνίες, δείχνει να ενοχλείται από την έκφραση αντίθετης άποψης και δηλώνει ότι δεν δεσμεύεται παρά μόνο από μια –απίθανη- ομοφωνία των πολιτικών δυνάμεων, ενώ διαφορετικά θα πράξει κατά βούληση. Τα παραπάνω σημάδια ενισχύουν την εντύπωση ότι ο Πρόεδρος επείγεται να “κλείσει” το κυπριακό, άποψη άλλωστε που έχει επανειλλημένα διατυπώσει, συνοδεύοντάς την με την επίκληση του φάσματος της διχοτόμησης.
Το σκεπτικό του στηρίζεται σε μια θεώρηση του παρελθόντος όπου η “μη λύση” ισοδυναμούσε ντε φάκτο με την εδραίωση των τετελεσμένων, την αύξηση των εποίκων, την αρπαγή περιουσιών, την καταστροφή μνημείων κλπ. Είναι η γνωστή θεωρία των “χαμένων ευκαιριών”, η άποψη ότι ο χρόνος “δουλεύει” εις βάρος της Κύπρου. Είναι το υπόβαθρο μιας πολιτικής που οδήγησε από παραχώρηση σε παραχώρηση μέχρι που φτάσαμε στο Σχέδιο Ανάν που θα καταργούσε την Κυπριακή Δημοκρατία και θα θέσπιζε ένα προτεκτοράτο της Τουρκίας και των τριών ξένων δικαστών. Το ΟΧΙ του Κυπριακού Λαού στο δημοψήφισμα του 2004 και η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση που ακολούθησε κατάφεραν σοβαρότατα πλήγματα στη θεωρία αυτή. Μόνο κακόπιστοι μπορούν σήμερα να ισχυριστούν ότι το Σχέδιο Ανάν ήταν μια χαμένη ευκαιρία. Ακόμα και αυτοί που υποστηρίζουν, ομολογουμένα ή ανομολόγητα, λύση “στη βάση” του Σχεδίου Ανάν, αποκλείουν βεβαίως τις πιό ακραίες και εξωφρενικές πρόνοιές του. Γιατί όμως εξακολουθούν να θεωρούν ότι ο χρόνος δουλεύει εις βάρος της Κύπρου όταν αποδεδειγμένα τούτο δεν συμβαίνει πιά; Γιατί δεν αξιολογούνται επαρκώς η ένταξη της Κ.Δ. στην Ε.Ε. καθώς και πρόσφατες ευνοϊκές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων; Γιατί δεν αξιολογείται και αξιοποιείται αναλόγως η επιδίωξη της Τουρκίας να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Η ενισχυμένη θέση της παγίως φιλικής Ρωσίας; Τα αδιέξοδα των αγγλοαμερικανών στη Μέση Ανατολή; Οι ευνοϊκές τοποθετήσεις της Γαλλίας; Γιατί η Κύπρος καλείται, όχι μόνο από τον εισβολέα ή τους ιμπεριαλιστές συμμάχους του αλλά από τον ίδιο τον Πρόεδρο (!), να επιλέξει μεταξύ μιας κακής λύσης και της διχοτόμησης; Γιατί δεν τίθεται ακόμη το ερώτημα, εν όψει του διαφαινόμενου αδιεξόδου των απ’ ευθείας διαπραγματεύσεων, για μια ριζική επανατοποθέτηση του κυπριακού ως διεθνούς θέματος εισβολής, κατοχής, εθνο-κάθαρσης και παράνομου εποικισμού και την αναζήτηση λύσης σύμφωνης με τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και με το ευρωπαϊκό κοινοτικό κεκτημένο, χωρίς “εγγυήτριες δυνάμεις” και βρετανικές στρατιωτικές βάσεις;
Πόσο “ρεαλιστικός” είναι αυτός ο δρόμος; Ο Πρόεδρος Χριστόφιας έχει δηλώσει, στο όνομα πάντα του “ρεαλισμού”, ότι το θέμα των βάσεων δεν είναι του παρόντος. Όταν όμως συγκατατίθεται στον ντε φάκτο “εγγυητικό” ρόλο των βρετανών στην Κύπρο, το …ρεαλιστικό επακόλουθο είναι βέβαια η Τουρκία να επιμείνει στον δικό της “εγγυητικό” ρόλο. Αυτός ο “ρεαλισμός” έχει υποβαθμίσει το κυπριακό σε δικοινοτική “διαφορά”, έχει οδηγήσει τον “Φάκελλο της Κύπρου” στο αρχείο και την εθνική μας αξιοπρέπεια στο υποθηκοφυλακείο. Αρκετά βαδίσαμε σ’αυτή τη κατηφόρα. Είναι καιρός να ξαναθυμηθούμε Σολωμό* και Κάλβο**. Ο δρόμος αυτός ασφαλώς δεν είναι στρωμένος με ρόδα. Είναι επιλογή αγώνα εθνικοαπελευθερωτικού, αγώνα ενάντια στα εκατέρωθεν κατεστημένα που αποδεδειγμένα βολεύονται με την υπάρχουσα κατάσταση. Είναι αγώνας λαϊκός, αντιιμπεριαλιστικός, αγώνας κοινός με τους αριστερούς τουρκοκύπριους που αντιπολιτεύονται τον Ταλάτ όπως αντιπολιτεύονταν τον Ντενκτάς. Στον αγώνα αυτό για την ελευθερία και το δίκαιο είναι σίγουρο ότι εκτός από την υποστήριξη της Ρωσίας, της Γαλλίας και της Κίνας θα έχουμε και αυτή των συντριπτικά περισσοτέρων χωρών καθώς και ΟΛΩΝ των λαών, ακόμη και του τουρκικού.
Γιάννης Μαύρος
18/9/2008
* “το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί Εθνικόν ότι είναι Αληθές”
** “θέλει αρετή και τόλμη η Ελευθερία”
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου