Ενώ στην Ελλάδα η δημοσιότητα κυριαρχείται από τα αστυνομικά δελτία, τους κομματικούς καβγάδες και τα παρελκόμενα της οικονομικής κρίσης, στην Κύπρο οι διαπραγματεύσεις Χριστόφια-Ταλάτ καλά κρατούν, παρ’ όλες τις δυσκολίες και τα αδιέξοδα, ελλείψει προφανώς εναλλακτικής πολιτικής. Διακηρυγμένος κοινός στόχος όλων των πλευρών, μετά το καταλυτικό ΟΧΙ του Κυπριακού Λαού στο σχέδιο Ανάν, είναι μια λύση “από τους Κυπρίους και για τους Κυπρίους” στη βάση μιας “δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας”.
Νομιμοποιητική αφετηρία της τελευταίας αποτελούν οι συνομιλίες Μακαρίου-Ντενκτάς του 1977 καθώς και το “επιχείρημα” ότι κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι πιό πατριώτης από τον Μακάριο. Οι υποστηρικτές αυτής της προσέγγισης αναφέρονται πονηρά σε ανύπαρκτη “συμφωνία” Μακαρίου-Ντενκτάς και επιλέγουν να “ξεχνούν” δύο μικρές λεπτομέρειες: πρώτον ότι ο ίδιος ο Μακάριος αποκήρυξε δημόσια, στην τελευταία του ομιλία στην Πλατεία Ελευθερίας, τη διζωνική και, δεύτερον, ότι τον Νοέμβριο του 1983 ιδρύθηκε το κατοχικό ψευδοκράτος το οποίο έκτοτε αναπτύσσει αδιάλειπτα μια προκλητική πολιτική εποικισμού, που συνιστά έγκλημα πολέμου, καταστροφής μνημείων και αλλαγής τοπωνυμίων και αρνείται πεισματικά να λογοδοτήσει για τους χιλιάδες αγνοούμενους του 1974.
Εκτός των παραπάνω, που δείχνουν αδιάψευστα τις προθέσεις της άλλης πλευράς, είναι γεγονός ότι η “διζωνική”, όπως την αντιλαμβάνεται η τελευταία, είναι αντίθετη με τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κοινοτικό κεκτημένο διότι οι δύο “ζώνες” αποτελούν προϊόν εγκλήματος (εισβολής, κατοχής και εθνοκάθαρσης) και τυχόν νομιμοποίησή τους θα ισοδυναμούσε με υπονόμευση έως ακύρωση του δικαιώματος επιστροφής των προσφύγων στις εστίες τους και ανάκτηση των περιουσιών τους καθώς και περιορισμό του δικαιώματος εγκατάστασης στα σημερινά κατεχόμενα των Ελλήνων -Κυπρίων και Ελλαδιτών- τη στιγμή που το δικαίωμα αυτό θα είχαν οι πολίτες όλων των υπολοίπων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, η “διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία”, όταν νοείται με όρους “πολιτικής ισότητας” των δύο κοινοτήτων, κατ’ ανάγκην αντιστρατεύεται την δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας και οδηγεί σε συνομοσπονδία και τελικά σε διχοτόμηση, αν όχι σε τερατογεννέσεις τύπου σχεδίου Ανάν με εκ περιτροπής προεδρίες, ρατσιστικά εγγυημένες πλειοψηφίες, ρατσιστικά διαχωρισμένους κυβερνητικούς και πολιτειακούς θεσμούς κλπ που κάθε άλλο παρά την “επανένωση” της Κύπρου προοιωνίζουν.
Προεκλογική δέσμευση του Προέδρου Χριστόφια υπήρξε η αναζήτηση λύσης που θα εξασφάλιζε μία κυριαρχία, μία ιθαγένεια, μία διεθνή προσωπικότητα καθώς και την ενότητα του χώρου και της οικονομίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι φανερό ότι οι διαπραγματεύσεις με τον Ταλάτ δεν οδηγούν σε αυτή την κατεύθυνση. Το αντίθετο μάλιστα. Ο λόγος βέβαια είναι ότι ο συνομιλητής του Προέδρου δεν είναι πραγματικά εκπρόσωπος της τουρκοκυπριακής κοινότητας (δεδομένου ότι οι μισοί τουρκοκύπριοι έχουν διαφύγει στο εξωτερικό και η συντριπτική πλειοψηφία του εκλεκτορικού σώματος απαρτίζεται από εποίκους) αλλά πολιτικός επίτροπος των τουρκικών κατοχικών δυνάμεων.
Όσο συνεχίζεται αυτή η κατάσταση, δίκαιη και βιώσιμη λύση του κυπριακού δεν μπορεί να υπάρξει και το βάφτισμα της παρωδίας των “διαπραγματεύσεων” ως διαδικασίας “κυπριακής” αποτελεί πολιτική απάτη στην οποία ενέχονται συνειδητά όλοι οι εμπλεκόμενοι. Και αν από την πλευρά της Τουρκίας και των συμμάχων της οι σκοπιμότητες γι αυτό είναι έκδηλες, το ίδιο δεν συμβαίνει σε ότι αφορά την Κύπρο και την Ελλάδα. Μόνο ως προϊόν αδυναμίας, προϊόν εξάρτησης και υποτέλειας, τόσο της Αθήνας όσο και της Λευκωσίας, απέναντι στην Άγκυρα, την Ουάσιγκτων και το Λονδίνο, μπορεί να νοηθεί η “πολιτική” που ακολουθεί η “δική μας” πλευρά. Ενώ η Ελλάδα κρύβεται μονίμως πίσω από την Κύπρο –στην οποία “συμπαρίσταται” θεωρητικά- η πρώτη κίνηση Χριστόφια στη διεθνή σκηνή, όταν εξελέγη Πρόεδρος, ήταν να επισκεφθεί το Λονδίνο και να διαβεβαιώσει τον Βρετανό Πρωθυπουργό ότι δεν τίθεται θέμα βρετανικών βάσεων, θέση που υποστήριξε επικαλούμενος τον “ρεαλισμό” της αποφυγής ανοίγματος πρόσθετου μετώπου. Εκτός του ότι η στάση του “καλού παιδιού”, όποτε έχει δοκιμασθεί -από όλες τις δυνάμεις του πολιτικού φάσματος- έχει επιφέρει οδυνηρά αποτελέσματα, είναι ασύγνωστη αφέλεια -εκτός από αναξιοπρέπεια- να διεκδικεί η Κυπριακή Δημοκρατία τις “καλές υπηρεσίες” του πιό ύπουλου εχθρού της. Και είναι διπλή αφέλεια να ελπίζει ότι θα μπορούσε ποτέ η Τουρκία να παραιτηθεί από τον “εγγυητικό” της ρόλο στην Κύπρο –ακόμα και αν απέσυρε (κάποια από) τα στρατεύματά της- όσο παραμένει η Βρετανία επικυρίαρχος δια των βάσεων.
Βεβαίως η Τουρκία έχει γεωστρατηγικές (γεωοικονομικές και γεωπολιτικές) βλέψεις στην Κύπρο και πέραν της Κύπρου, πρός τον Νότο και πρός Δυσμάς. Η Κυπριακή Δημοκρατία όμως δεν είναι άοπλη. Εκτός από το διεθνές δίκαιο, τις αποφάσεις του ΟΗΕ, του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Συμβουλίου της Ευρώπης, είναι πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από την ψήφο της θα κριθεί η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας τον προσεχή Απρίλιο και Δεκέμβριο. Επίσης έχει ισχυρούς ιστορικούς δεσμούς με τη Ρωσία, τον Αραβικό κόσμο και άλλες σημαντικές χώρες.
Το πρόβλημα της Κύπρου όμως είναι η Ελλάδα. Η Ελλάδα που συνομωτούσε με τους Βρετανούς και τους Τούρκους το 1955 και το 1957, που υποχρέωνε τους Κυπρίους να συνθηκολογήσουν στη Ζυρίχη και στο Λονδίνο το 1959 και το 1960, η Ελλάδα που, δια του Παπαδόπουλου, την αφόπλισε αποσύροντας τη Μεραρχία το 1967 και, δια του Ιωαννίδη, την ματοκύλησε το 1974, η Ελλάδα του Καραμανλή που την έβλεπε τότε “μακριά” και του Ανδρέα που την έβαζε “στο ράφι” του Νταβός και που, το 2004, οι Σημίτης, Παπανδρέου, Κωνσταντόπουλος -και όλο το πολιτικοεκδοτικό κατεστημένο των Αθηνών- την πίεζαν να αυτοχειριαστεί δεχόμενη το επαίσχυντο Σχέδιο Ανάν. Η Ελλάδα που μέχρι σήμερα δεν έχει δικάσει τους πραξικοπηματίες και δεν έχει τιμήσει τους πεσόντες. Η Ελλάδα που δεν τολμά –μόνη αυτή- να διεκδικήσει τις γερμανικές αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο. Η Ελλάδα της υποτέλειας. Η Ελλάδα της διαπλοκής και της διαφθοράς. Η Ελλάδα όπως την θέλουν κάποιοι. Η Ελλάδα την οποία δεν μπορούμε ποτέ να δεχθούμε εμείς.
Γ.Μ.
13/3/2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου