του Δαμιανού Βασιλειάδη
εκπαιδευτικού
«Από τη μορφή και τον τρόπο οργάνωσης του
κάθε πολιτικού σχήματος εξαρτάται, αν η ιδεολογία του
είναι ουσιαστικό ή διακοσμητικό στοιχείο της ύπαρξής του»
Νίκος Νικολαϊδης[1]
Εισαγωγή
Η πιο πάνω αποφθεγματική φράση του Νίκου Νικολαϊδη δηλώνει με σαφήνεια ότι υπάρχει αμοιβαία σχέση ανάμεσα στο οργανωτικό σχήμα και το περιεχόμενο της ιδεολογίας, όποια κι αν είναι αυτή. Μια ιδεολογία που στοχεύει στην χειραφέτηση της εργατικής τάξης, όπως λέει ο Μαρξ, πρέπει να αποτυπώνεται και στο ανάλογο οργανωτικό σχήμα, που δημιουργεί τις προϋποθέσεις και βάζει σε ενέργεια τις διαδικασίες εκείνες που επιτρέπουν και κάνουν δυνατή τη χειραφέτηση. Υπάρχει μ’ ένα λόγο διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην ιδεολογία και την οργανωτική μορφή. Περιεχόμενο και μορφή πρέπει να αποτελούν ένα ενιαίο, συνεκτικό και αρμονικό σύνολο, απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία και εφαρμογή στην πράξη της απελευθερωτικής στρατηγικής των εργαζομένων.
Ένας αυταρχικά δομημένος πολιτικός φορέας, εκφράζει στην πράξη μια αυταρχική ιδεολογία, έστω κι αν οι διακηρυγμένες ιδεολογικές αρχές ανταποκρίνονται θεωρητικά σ’ ένα απελευθερωτικό θεωρητικό πρότυπο. Η πράξη είναι πάντοτε εκείνη που αποδεικνύει και επιβεβαιώνει τη θεωρία (ιδεολογία) και όχι το αντίθετο. Αυτό πρέσβευε ο Μαρξ και Ένγκελς, αυτό πρέσβευε και ο Λένιν.
Με αυτή την έννοια έχει σημασία να ερευνήσουμε ποιο είναι το ενδεδειγμένο οργανωτικό σχήμα που με βάση μια συγκεκριμένη ιδεολογία θα οδηγήσει στην χειραφέτηση της εργατικής τάξης.
Στην έρευνά μας είμαστε υποχρεωμένοι να ανατρέξουμε σε θεωρίες οργάνωσης και εφαρμογής τους στην πράξη μέσα στην ιστορική εξέλιξη των κοινωνιών. Βασικά θα πρέπει να προσφύγουμε στους μεγάλους επαναστάτες της ιστορίας και στις παρακαταθήκες που κληρονομήσαμε απ αυτούς, αλλά και στα αποτελέσματα που είχαν οι παρακαταθήκες αυτές στις ιστορικές συνθήκες όπου εφαρμόστηκαν και στην τελική τους κατάληξη. Γιατί τελικά το αποτέλεσμα μετράει.
Μπορεί κάποιος να έχει τις καλύτερες προθέσεις και να επιδιώκει τους πιο ευγενικούς σκοπούς, όμως αν τα μέσα και οι μέθοδοι που ακολουθεί οδηγούν στο αντίθετο του επιθυμητού αποτέλεσμα, θα πρέπει να εξετάσουμε με τη μεγαλύτερη δυνατή αμεροληψία, τι είναι λάθος και τι σωστό, τι δεν αντιστοιχεί και δεν συνταιριάζει στον επιδιωκόμενο σκοπό και απαιτεί συνεπώς αναθεώρηση και αλλαγή.
Σημασία έχει να βγάλουμε τα απαραίτητα συμπεράσματα που θα μας βοηθήσουν να διαμορφώσουμε τη δική μας θεωρία, ως εναλλακτική πρόταση στη σημερινή συγκυρία.
Μπορεί τα πορίσματα να οδηγούν στην αποδοχή της αρχικής θεωρίας ή τα καινούργια ιστορικά δεδομένα να απαιτούν την προσαρμογή, την ανανέωσή ή την απόρριψής της και κατά συνέπεια τον επαναστοχασμό και τη διατύπωση μιας νέας θεωρίας, που να συνιστά τον απαραίτητο όρο της χειραφέτησης όλων εκείνων που γίνονται αντικείμενο καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Στην κατηγορία αυτή εμπίπτει ασφαλώς η εργατική τάξη, αλλά κι άλλες τάξεις και στρώματα της κοινωνίας, σύμφωνα με το σημερινό επίπεδο της εξέλιξης της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας.
1. Η κληρονομιά του Μαρξ και Ένγκελς στο οργανωτικό θέμα
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς δεν ασχολήθηκαν συστηματικά και επισταμένα με το οργανωτικό πρόβλημα της εργατικής τάξης. Πέρα από γενικές τοποθετήσεις, που προσδιορίζουν τη θέση και την δράση της εργατικής τάξης οι απόψεις τους στο θέμα αυτό είναι τελείως περιορισμένες έως και ανύπαρκτες.
Θα παραθέσουμε μερικά αποσπάσματα, που καταδεικνύουν τα όρια της δικής τους προβληματικής. Αναφερόμενοι στο θέμα της πολιτικής εξουσίας την προσδιορίζουν ως την «οργανωμένη βία μιας τάξης για την καταπίεση μιας άλλης».[2] Επιπλέον «η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας γίνεται το μεγάλο καθήκον του προλεταριάτου»[3].
Στις διατυπώσεις αυτές δεν διαφαίνεται ο τρόπος με τον οποίο θα επιτευχθεί ο στόχος, τη στιγμή που εκφράζεται σαφώς αυτός ο στόχος. Βέβαια γίνεται λόγος για την «οργανωμένη βία», που είναι ένα οργανωτικό χαρακτηριστικό, χωρίς να προσδιορίζεται περαιτέρω. Στο ίδιο πνεύμα διατυπώνονται και οι επόμενες απόψεις: «Οι κομμουνιστές θεωρούν ανάξιό τους να κρύβουν τις απόψεις και τις προθέσεις τους. Δηλώνουν ανοιχτά ότι οι σκοποί τους μπορούν να πραγματοποιηθούν μονάχα με τη βίαιη ανατροπή όλου του σημερινού κοινωνικού καθεστώτος». Πάρα πέρα τονίζεται ότι «Το προλεταριάτο παίρνει την κρατική εξουσία και μετατρέπει τα μέσα παραγωγής σε κρατική ιδιοκτησία».[4] Με τον ίδιο τρόπο και το ίδιο περίπου περιεχόμενο εκφράζεται ο Μαρξ και σε άλλες περιπτώσεις, χωρίς να αναλύει τα οργανωτικά μέσα και τρόπους που θα οδηγήσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Στοχεύει στο «τι» και όχι στο «πως».
Ιστορική ωστόσο είναι η φράση του, που αναφέρεται στην απελευθέρωση της εργατικής τάξης, όπου τονίζει με έμφαση ότι «Η χειραφέτηση της εργατικής τάξης πρέπει να κατακτηθεί από την ίδια την εργατική τάξη».[5] Στη βαρυσήμαντη αυτή φράση η λέξη «πρέπει», κατά την άποψή μας δεν είναι τυχαία. Μπορεί ο Μαρξ να μην καθορίζει ακόμη τα χαρακτηριστικά της οργανωτικής δομής που θα εφαρμόσει η εργατική τάξη για την χειραφέτησή της, εξηγεί όμως με κατηγορηματικό τρόπο ότι όποια κι αν είναι η οργανωτική μορφή, αυτήν θα την καθορίσει ή ίδια η εργατική τάξη και κανένας άλλος στη θέση της. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε κάτι πολύ σημαντικό: Ο Μαρξ δεν αναφέρει στην πιο πάνω φράση ποιος και με ποιο τρόπο θα διαμορφώσει η εργατική τάξη την συνείδηση εκείνη που θα την οδηγήσει στην χειραφέτηση. Τονίζει όμως με απόλυτα σαφή τρόπο, που δεν επιδέχεται παρερμηνείες, ότι η χειραφέτηση είναι έργο της εργατικής τάξης και μόνο και όχι της καθοδήγησης ενός εξωγενούς παράγοντα. Την χειραφέτηση την αποφασίζει και την επιβάλει τελικά η ίδια η εργατική τάξη. Αυτό είναι απολύτως σαφές και έχει την τεράστια σημασία του, όπως θα δούμε στη συνέχεια, όταν μιλήσουμε για τις αντιλήψεις του Λένιν στο θέμα των τρόπων και οργανωτικών μορφών χειραφέτησης της εργατικής τάξης.
Ο Μαρξ ο ίδιος, πέρα από ένα κατηγορηματικό ύφος, που δεν επιδέχονταν εύκολα αμφισβητήσεις, δεν ήταν παρ’ όλα αυτά μονολιθικός. Μελετώντας την αντικειμενική πραγματικότητα διαμόρφωνε ανάλογα και την θεωρία του, προσαρμόζοντάς την -σύμφωνα και με το θεωρητικό πρότυπο - στις καινούργιες συνθήκες, που δημιουργούσε η συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα. Αυτό προέκυπτε από την διαλεκτική θεώρηση των κοινωνικών φαινομένων.
Την πραγματικότητα αυτή ερμηνεύει παραστατικά ο Ένγκελς, αναφερόμενος στην διαλεκτική μέθοδο με τα εξής: «Έχουμε πάντα συνείδηση ότι οι γνώσεις που αποκτούμε είναι αναγκαστικά περιορισμένες. Ότι καθορίζονται από τις συνθήκες, όπου τις αποκτήσαμε».[6] Και σε ένα άλλο σημείο, επεξηγώντας τον επαναστατικό χαρακτήρα της χεγκελιανής διαλεκτικής, προσθέτει: «Η αλήθεια βρισκόταν τώρα στο ίδιο το προτσές της γνώσης. στη μακρόχρονη ιστορική εξέλιξη της επιστήμης, που από τις κατώτερες βαθμίδες της γνώσης ανεβαίνει διαρκώς σε ανώτερες, χωρίς όμως ποτέ να φτάσει με την ανακάλυψη μιας λεγόμενης απόλυτης αλήθειας σε σημείο που να μη μπορεί πια να προχωρήσει πιο πέρα».[7]
Κατηγορηματική είναι στο θέμα αυτό και η θέση του Λένιν, που επιβεβαιώνει τα λεγόμενα του Ένγκελς: Βασική αρχή της διαλεκτικής είναι: «δεν υπάρχει αφηρημένη αλήθεια, η αλήθεια είναι πάντα συγκεκριμένη».[8]
Με την παράθεση αυτών των θεωρητικών αρχών σχετικά με τη διαλεκτική μέθοδο θέλουμε απλώς να τονίσουμε ότι κάτι μπορούσε να είναι σωστό για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και όχι ανεξάρτητα από τους παράγοντες αυτούς.
Το βασικό πρόβλημα που έχουμε να εξετάσουμε είναι: Ποιος πολιτικός φορέας και με ποια οργανωτική δομή αποτελεί τον αναγκαίο παράγοντα χειραφέτησης του καταπιεζόμενου και εκμεταλλευόμενου λαού.
Ο Μαρξ λοιπόν, μελετώντας και αναλύοντας την Κομμούνα του Παρισιού του 1871, θέλει να πιστεύει πως ανακάλυψε την πολιτική και οργανωτική εκείνη μορφή του λαού που ανταποκρίνονταν στο αίτημα και συγχρόνως στην αναγκαιότητα «χειραφέτησης» της εργατικής τάξης. Και αυτό είναι το δεύτερο σημαντικό. Μας περιγράφει για το λόγο αυτό με ενθουσιασμό τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της: «Μόλις θα εγκαθιδρυόταν το καθεστώς της Κομμούνας στο Παρίσι και στα δευτερεύοντα κέντρα, η παλιά συγκεντρωτική κυβέρνηση θα έπρεπε και στις επαρχίες επίσης να παραχωρήσει τη θέση της στην αυτοκυβέρνηση των παραγωγών. Σε ένα σύντομο πρόχειρο σχέδιο για την εθνική οργάνωση, που η Κομμούνα δεν πρόλαβε να επεξεργαστεί παραπέρα, καθόριζε ρητά ότι η Κομμούνα θα αποτελούσε την πολιτική μορφή ακόμη και του πιο μικρού χωριού και ότι στην ύπαιθρο ο ταχτικός στρατός θα αντικατασταινόταν από μια λαϊκή πολιτοφυλακή με εξαιρετικά σύντομο χρόνο θητείας. Οι αγροτικές κοινότητες κάθε νομού θα διαχειρίζονταν τις κοινές τους υποθέσεις με μια συνέλευση από αντιπροσώπους τους στην πρωτεύουσα του νομού, και οι νομαρχιακές αυτές συνελεύσεις, με τη σειρά τους, θα στέλναν βουλευτές στην εθνοσυνέλευση των Παρισίων. Κάθε αντιπρόσωπος θα ήταν κάθε στιγμή ανακλητός και δεσμευμένος από τις επίσημες εντολές των εκλογέων του. Οι λίγες μα σημαντικές λειτουργίες, που ακόμη θα έμεναν στην αρμοδιότητα της κεντρικής κυβέρνησης δε θα εξαλειφόντουσαν, αλλά θα περνούσαν στην αρμοδιότητα υπεύθυνων κοινοτικών αντιπροσώπων. Η ενότητα του έθνους δε θα έσπαγε, αλλά αντίθετα θα οργανώνονταν στα πλαίσια ενός Κοινοτικού Συντάγματος. Θα γινόταν με την καταστροφή της κρατικής εκείνης εξουσίας, η οποία φέρονταν ως η εκπροσώπηση αυτής της ενότητας».[9]
Από την σαφή αυτή τοποθέτηση του Μαρξ βγαίνουν πολύτιμα συμπεράσματα, που εκφράζουν το πνεύμα και τις αντιλήψεις του Μαρξ και του Ένγκελς κατ’ ακολουθία, με βάση την εμπειρία της Κομμούνας:
1. Η εξουσία θα ήταν αποκεντρωμένη, μ’ έναν όρο που θα τον αποκαλούσαμε «δημοκρατικό αποκεντρωτισμό» σε αντιπαράθεση με το «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό» του Λένιν . Θα ξεκινούσε μάλιστα από την περιφέρεια και θα κατέληγε στο κέντρο.
2. Θα λειτουργούσε η αιρετότητα, η ανακλητότητα, ο έλεγχος και η δημοκρατική διαδικασία στη διαμόρφωση και τη λήψη των αποφάσεων και τέλος
3. Η κεντρική κρατική εξουσία, δηλαδή το κράτος - κομμούνα, θα υποχωρούσε στο βαθμό που η πλατιά και άμεση συμμετοχή του λαού στην άσκηση της εξουσίας θα αποδυνάμωνε το παλιό αστικό καθεστώς με τους συγκεντρωτικούς, καταπιεστικούς στρατιωτικούς και γραφειοκρατικούς μηχανισμούς του.
Δε γνωρίζουμε βέβαια ποια θα ήταν η τύχη της Κομμούνας και πώς και προς ποια κατεύθυνση αυτή θα εξελίσσονταν, αν και εφόσον επικρατούσε. Το ερώτημα αυτό πρέπει να κατατεθεί σαν παρακαταθήκη στην έρευνα του φαινομένου «Κομμούνα του Παρισιού του 1871». Ως όραμα ωστόσο δημιουργεί ευοίωνη προοπτική, γιατί προσδιορίζει με την επαναστατική αυθεντία του Μαρξ, την πολιτική και οργανωτική διάρθρωση και λειτουργία της μετακαπιταλιστικής κοινωνίας, που θα πρέπει να έχει αντιπροσωπευτικά και αμεσοδημοκρατικά χαρακτηριστικά στην οργάνωση και άσκηση της εξουσίας από το λαό.
«Αυτό το όραμα του Μαρξ», γράφει ο Ανδρέας Παπανδρέου, επεξηγώντας τις θέσεις του Μαρξ, «που ξεπήδησε από την Κομμούνα των Παρισίων, προσδίδει στην μετεπαναστατική δομή, που χαρακτηρίζεται από περιφερειακή αποκέντρωση, κοινωνικοποίηση και αυτοδιαχείριση. Το κράτος που διαδέχεται το συγκεντρωτικό αστικό κράτος δομείται με θεμέλιο την περιφερειακή (τοπική) αποκέντρωση στα πλαίσια συμβουλιακής δημοκρατίας, δηλαδή δημοκρατικής συμμετοχής του απελευθερωμένου λαού σ’ όλες τις αποφάσεις ανάμεσα στην εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία. Και είναι ιδιαίτερα παράξενο, πως ο Λένιν στο ‘Κράτος και επανάσταση’, αφού αναφέρεται στις σκέψεις του Μαρξ πάνω στην Κομμούνα, καταλήγει στο συμπέρασμα πως ο Μαρξ είναι ‘συγκεντρωτικός’, πως είναι ο θεωρητικός του ‘δημοκρατικού συγκεντρωτισμού’ - συμπέρασμα απόλυτα αθεμελίωτο και απαράδεκτο».[10] Η συμβουλιακή δημοκρατία (τα σοβιέτ) δεν μπορούν να χαρακτηριστούν συγκεντρωτικά. Το σύστημα για το οποίο μιλάει ο Ανδρέας Παπανδρέου έχει χαρακτήρα περιφερειακά αποκεντρωτικό και αμεσοδημοκρατικό.
Η αυτοκυβέρνηση των εργατών και η αυτοδιαχειριστική λογική που διακήρυττε ο Μαρξ με υπόδειγμα την Κομμούνα δεν είχε καμιά σχέση με τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό και το νόημα της πρωτοπορίας του κόμματος που διαμόρφωνε ο Λένιν για το προλεταριάτο. Ο τύπος της δικής του οργάνωσης, το κόμμα νέου τύπου, είχε στοιχεία που αντιστοιχούσαν στις συνωμοτικές και επιλεκτικές μορφές οργάνωσης των Ιακωβίνων και Μπλανκιστών.
«Στον Μπλανκί», έλεγε ο Ένγκελς στα 1874, «δεν πρόκειται για τη δικτατορία ολόκληρης της επαναστατικής τάξης, του προλεταριάτου, αλλά για τη δικτατορία της μειονότητας που έκανε το πραξικόπημα και ήδη έχει εκ των προτέρων οργανωθεί υπό την εξουσία του ενός ή λίγων»[11]
Σημασία έχει στο σημείο αυτό να δούμε επιπλέον την άποψη ενός από τους πρωτεργάτες της Ρωσικής Σοσιαλδημοκρατίας, θεωρητικούς και πολιτικούς αντιπάλους του Λένιν και βασικούς εκφραστές των Μενσεβίκων, του Μάρτοφ, που ερμηνεύει τις θέσεις του Λένιν σχετικά με την Κομμούνα, συμπαρατασσόμενος με την άποψη του Ένγκελς.
«Το δημοκρατικό πολιτειακό υπόδειγμα της Κομμούνας του 1871, ισχυρίζεται ο Μάρτοφ, χρησιμοποιείται από τον Λένιν και το κόμμα του, προκειμένου να συγκαλύψουν εκείνο που πράγματι υιοθετούν: το πολιτικό δικτατορικό υπόδειγμα της περιόδου 1792 –1794 που εισηγήθηκαν και υιοθέτησαν οι Γιακωβίνοι, για να το ακολουθήσουν στη συνέχεια οι Μπλανκιστές…Καθώς λοιπόν η Ρωσία του 1917, όπως τουλάχιστον την αντιμετωπίζει ο Μάρτοφ, δεν έχει αγγίξει τα αστικά όριά της, η όποια επίκληση του θεσμού των Σοβιέτ στην κατεύθυνση των αρχών που υπαγόρευσε η Κομμούνα του 1871, μόνον ιδεολογικό χαρακτήρα μπορεί να έχει»[12]
Η μπλαγκιστική ιδέα του υπερσυγκεντρωτισμού και της συνωμοτικότητας μιας μικρής ομάδας επαναστατών με αυστηρά ιεραρχική οργάνωση αντιστρατεύονταν τις αντιλήψεις του Μαρξ και του Ένγκελς για την οργανωτική μορφή του προλεταριάτου στις βασικές της δομές.
Παραθέτουμε τις απόψεις αυτές του Α. Παπανδρέου, του Ένγκελς και του Μάρτοφ εισαγωγικά, για να καταγράψουμε στη συνέχεια τη θεωρία του Λένιν τόσο για την οικοδόμηση του κόμματος νέου τύπου, όσο και για την βασική οργανωτική δομή του, που στηρίζεται στον «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό και τις συνέπειές του.
Πρώτα θα ασχοληθούμε με το θέμα της οικοδόμησης του κόμματος νέου τύπου και τα κύρια χαρακτηριστικά του.[13] Στην περίπτωση αυτή θα εξετάσουμε τα αποτελέσματα της οργάνωσης κόμματος νέου τύπου και του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού διαχρονικά, δηλ. Όχι μόνο πριν από την οκτωβριανή επανάσταση αλλά και μετά. Και μάλιστα έως και την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και ακόμη παρά πέρα. Έτσι μόνο μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα που θα μας βοηθήσουν στην αντικειμενική αποτίμηση της θεωρίας και πρακτικής.
Τη θεωρία του Λένιν θα την κρίνουμε από το τελικό της αποτέλεσμα και όχι αποσπασματικά από στιγμιαίες ή συγκυριακές επιτυχίες. Για να θέσουμε το ερώτημα με μεγαλύτερη σαφήνεια:
Η οικοδόμηση κόμματος νέου τύπου και ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, που αποτελούσε την πεμπτουσία του, ήταν οι γενεσιουργές αιτίες του υπαρκτού σοσιαλισμού, με τα φαινόμενα του μονολιθικού κράτους και του σταλινισμού, που οδήγησαν τελικά στην κατάρρευσή του ή όχι; Αυτό είναι το ερώτημα και συγχρόνως το πρόβλημα προς αδογμάτιστη έρευνα. Η διαμόρφωση ενός νέου οργανωτικού σχήματος εξαρτάται από την θετική ή αρνητική απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα.
2. Η θεωρία του Λένιν για την οικοδόμηση κόμματος νέου τύπου
«Στην πάλη του για την εξουσία
το προλεταριάτο δεν έχει άλλο
όπλο, εκτός από την οργάνωση»
Λένιν
Ο Λένιν ξεκινάει, όπως πάντα, από τις βασικές αρχές που καθόρισε ο Μάρξ. Στο οργανωτικό θέμα βέβαια δεν υπήρξαν από μέρους του Μαρξ λεπτομερειακές υποδείξεις, για το πώς έπρεπε να οικοδομηθεί ένα κόμμα της εργατικής τάξης, με σκοπό την ανατροπή της αστικής τάξης και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Υπήρχε όμως η θεμελιώδης αρχή της «χειραφέτησης» που θα έπρεπε να έχει τα οργανωτικά χαρακτηριστικά της Κομμούνας. Θα πρέπει να τονίσουμε προκαταβολικά ότι η δικτατορία του προλεταριάτου είναι αντίθετη με τη δικτατορία του κόμματος.
Με την έννοια αυτή αναφέρεται ο Λένιν σε μια άλλη βασική αρχή που είχε διατυπώσει ο Μαρξ και που την ερμηνεύει με δικό του τρόπο: «Το προλεταριάτο δεν μπορεί να ανατρέψει την αστική τάξη, χωρίς να κατακτήσει πρωτύτερα την πολιτική εξουσία, χωρίς ν’ αποκτήσει την πολιτική κυριαρχία και να μετατρέψει το κράτος στο ‘οργανωμένο σε κυρίαρχη τάξη προλεταριάτο».[14] Το οργανωμένο σε κυρίαρχη τάξη προλεταριάτο ωστόσο είχε τελείως διαφορετική μορφή από αυτήν που οραματίζονταν ο Μαρξ.. Ο Λένιν διαφοροποιείται ριζικά από τον Μαρξ στο οργανωτικό θέμα, όσον αφορά την ουσία του, δηλ. στο θέμα της χειραφέτησης. Στην ανάλυσή μας θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τις δύο αυτές διαφορετικές αντιλήψεις και τις ανάλογες συνέπειες.
Σημασία στο σημείο αυτό έχει και μια άποψη του Ένγκελς που αφορά το ρόλο της βίαιης επανάστασης, την οποία θέλει να στηρίξει ο Λένιν απέναντι στους αντιπάλους του. Γράφει ο Ένγκελς: «Ότι όμως η βία παίζει στην ιστορία κι έναν άλλο ρόλο, ρόλο επαναστατικό, ότι, όπως λέει ο Μαρξ, είναι η μαμή κάθε παλιάς κοινωνίας που κυοφορεί μια νέα, ότι η βία είναι το όργανο που με αυτό επιβάλλεται το κοινωνικό κίνημα και σπάει τις απολιθωμένες, απονεκρωμένες πολιτικές μορφές - για όλα αυτά δε θα βρούμε ούτε λέξη στον κ. Ντύρινγκ». [15]
Ο Λένιν αναγορεύει αυτή την άποψη σε γενικό και απαράβατο κανόνα στην οικοδόμηση του επαναστατικού του κόμματος: «Η ανάγκη της συστηματικής διαπαιδαγώγησης των μαζών στο πνεύμα αυτής και μόνο αυτής της άποψης για τη βίαιη επανάσταση βρίσκεται στη βάση όλης της διδασκαλίας του Μαρξ και του Ένγκελς…Η αντικατάσταση του αστικού κράτους από το προλεταριάτο είναι αδύνατη χωρίς βίαιη επανάσταση». Μια τέτοια θέση ήταν απαραίτητη, για να δικαιολογήσει την επαναστατική πορεία του κόμματος, που ετοίμαζε με πείσμα και αποφασιστικότητα στην θεωρία και την πράξη.[16]
Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Λένιν εργάζεται συστηματικά για να δημιουργήσει το θεωρητικό εκείνο υπόβαθρο, που θα τον βοηθήσει να διαφοροποιηθεί από τις παραδοσιακές μορφές οργάνωσης των κομμάτων της σοσιαλδημοκρατίας, κυρίως στη Δύση, που τις θεωρούσε τουλάχιστον για τις απολυταρχικές συνθήκες της Ρωσίας ανεπαρκείς να οδηγήσουν στη συντριβή του αυταρχικού δεσποτικού καθεστώτος. Στα πλαίσια αυτής τη λογικής τονίζει με έμφαση ότι «το προλεταριάτο μπορεί να γίνει και θα γίνει αναπόφευκτα ακατανίκητη δύναμη, μόνο όταν η ιδεολογική του συνένωση με βάση τις αρχές του μαρξισμού κατοχυρωθεί με την υλική ενότητα της οργάνωσης που συσπειρώνει εκατομμύρια εργαζομένων στη στρατιά της εργατικής τάξης».[17] Και προσθέτει εμφαντικά: «Στην πάλη του για την εξουσία το προλεταριάτο δεν έχει άλλο όπλο, εκτός από την οργάνωση».[18]
3. Το κόμμα νέου τύπου και ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός
Ήδη στα τέλη του 19 αιώνα άρχισαν να διαγράφονται αδρά μέσα στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Ρωσίας δύο διαφορετικές προσεγγίσεις για τον τύπο της οργάνωσης που θα ήταν ο καταλληλότερος για την αποτελεσματική πάλη ενάντια στο απολυταρχικό τσαρικό καθεστώς. Αυτή η θεωρητική διαπάλη οδήγησε με την όξυνσή της στη διάσπαση του κόμματος που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του δεύτερου συνεδρίου του το 1903. «Η απάντηση που δόθηκε σ’ αυτό το ζήτημα, από κάθε πλευρά, χώρισε τα μέλη του κόμματος σε μπολσεβίκους (πλειοψηφία) και μενσεβίκους (μειοψηφία). Εκφραστής της πρώτης φράξιας ήταν ο Λένιν και της δεύτερης ο Μάρτοφ. Η διάσπαση αυτή έγινε οριστική το 1912. Όμως η βασικότερη διαφορά που χώριζε τις δύο πλευρές, δηλαδή για το ποια ήταν η πιο κατάλληλη οργάνωση και τακτική ενός επαναστατικού κόμματος σε συνθήκες παρανομίας εξακολουθούσε να υπάρχει και να βαθαίνει.
Οι μπολσεβίκοι πίστευαν ότι σε συνθήκες απολυταρχίας που λειτουργούσε το ΠΣΔΕΚ θα έπρεπε πιο πολύ να δρα ως κόμμα στελεχών, αποτελούμενο από επαγγελματίες επαναστάτες, αφοσιωμένους στην επανάσταση και με συνωμοτικούς κανόνες συμπεριφοράς, προκειμένου να αντέξουν στις επιθέσεις του τσαρικού καθεστώτος. Αντίθετα οι μενσεβίκοι, χωρίς να αρνούνται τις παράνομες δραστηριότητες΄, πίστευαν ότι επειδή ο σκοπός του κόμματος ήταν η νόμιμη οργάνωση της εργατικής τάξης, κατά συνέπεια μέλη του θα έπρεπε να είναι όλες οι εργατικές ενώσεις».[19] Ο Λένιν κατηγορούσε την εσωκομματική αντιπολίτευση για δεξιά απόκλιση και οπορτουνισμό.
Προσπάθησε να κατοχυρώσει θεωρητικά τη διένεξη του με τον Μάρτοφ και τους μενσεβίκους, χωρίς τη φειδώ σε αρνητικούς χαρακτηρισμούς για τους αντιπάλους του. Στο περίφημο έργο του Τι να κάνουμε, όπου αναλύει τον σχετικό προβληματισμό περιλαμβάνεται και η ιστορική του θέση ότι «Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνημα», εννοώντας βασικά τη δική του «επαναστατική θεωρία».[20]
Ποια ήταν ωστόσο η επαναστατική θεωρία στο συγκεκριμένο αυτό ζήτημα της οργανωτικής μορφής του κόμματος; Η βασική του θέση, που αποτέλεσε και την οργανωτική αρχή των μπολσεβίκων είναι η ακόλουθη: «Η μοναδική οργανωτική αρχή για τους δραστήριους αγωνιστές του κινήματος μας πρέπει να είναι: ο πιο αυστηρός συνωμοτισμός, η πιο αυστηρή επιλογή των μελών και ο καταρτισμός των εξ επαγγέλματος επαναστατών».[21] Και προσθέτει: «…η οργάνωση των επαναστατών πρέπει ν’ αγκαλιάζει πριν απ’ όλα και κυρίως ανθρώπους που έχουν για επάγγελμα την επαναστατική δράση (γι’ αυτό άλλωστε μιλώ για οργάνωση επαναστατών, έχοντας υπόψη τους επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες). Μπροστά στο κοινό αυτό γνώρισμα των μελών μιας τέτοιας οργάνωσης πρέπει να σβήνει κυριολεκτικά κάθε διάκριση ανάμεσα σε εργάτες και διανοούμενους κι ούτε λόγος να γίνεται πως πρέπει να σβήνει και κάθε διάκριση ανάμεσα στα διάφορα επαγγέλματα. Η οργάνωση αυτή κατ’ ανάγκην πρέπει να μην είναι πολύ πλατιά και να είναι όσο το δυνατό πιο συνωμοτική».[22] Στο χωρίο αυτό κάνει ο Λένιν αναφορά και στη σχέση διανοούμενοι - εργάτες, που αποτελεί ένα από τα δυσεπίλυτα και περίπλοκα ζητήματα του επαναστατικού κινήματος και παρουσιάζει μια ξεχωριστή ιδιαιτερότητα.
Πιο κάτω θα ασχοληθούμε με το ακανθώδες αυτό θέμα, για να εκφράσουμε τη δική μας άποψη, όπως και για όλη την οργανωτική αντίληψη του Λένιν και των μπολσεβίκων κατ’ επέκταση και για τις συνέπειες που είχε αυτή στην κατοπινή εξέλιξη του κομμουνιστικού κινήματος.
Αναφερόμενος ο Λένιν στα οργανωτικά και πολιτικά καθήκοντα των σοσιαλδημοκρατών τονίζει ότι καθήκον τους είναι «να χρησιμοποιήσουν τις αναλαμπές πολιτικής συνείδησης, που γεννά ανάμεσα στους εργάτες η οικονομική πάλη για ν’ ανεβάσουν τους εργάτες ως το επίπεδο της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής συνείδησης».[23] Το καθήκον αυτό αναλαμβάνουν οι εξ επαγγέλματος επαναστάτες, που προωθούν παράλληλα με επιτυχία τις συνδικαλιστικές διεκδικήσεις των εργατών: Η αυτενέργεια των εργατών περιορίζεται από τον Λένιν στο επίπεδο των συνδικαλιστικών διεκδικήσεων. Τα πάντα ρυθμίζει και καθορίζει η επαναστατική οργάνωση, ακόμη και την κινητοποίηση των εργατών για τις οικονομικές τους διεκδικήσεις. «Ένας μικρός, συμπαγής πυρήνας από τους πιο σίγουρους, έμπειρους και ατσαλωμένους εργάτες, που έχει έμπιστους ανθρώπους στα κυριότερα διαμερίσματα και που συνδέεται σύμφωνα με όλους τους κανόνες της πιο αυστηρής συνωμοτικότητας με την οργάνωση των επαναστατών, θα μπορέσει να εκπληρώσει ολοκληρωτικά, με την πιο πλατιά βοήθεια της μάζας και χωρίς να πάρει μια ορισμένη μορφή, όλες τις λειτουργίες μιας συνδικαλιστικής οργάνωσης και μάλιστα να τις εκπληρώσει ακριβώς έτσι, όπως το θέλει η σοσιαλδημοκρατία. Μόνο μ’ αυτό τον τρόπο μπορούμε να πετύχουμε σε πείσμα των χωροφυλάκων, το στέριωμα και την ανάπτυξη του σοσιαλδημοκρατικού συνδικαλιστικού κινήματος».[24] Όλη αυτή η διαδικασία είναι απαραίτητη, για να μην υποπέσει η εργατική τάξη στην κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας, που και «παλιότερη» είναι και «καλοδουλεμένη» και διαθέτει απείρως περισσότερα μέσα διάδοσης, όπως λέει ο Λένιν. «Μια αυθόρμητη εξέλιξη του εργατικού κινήματος δεν οδηγεί παρά στην καθυπόταξή του στην αστική ιδεολογία».[25]
Η διαπίστωση αυτή του Λένιν είναι φυσικά αυτονόητη. Το θέμα όμως είναι: πως εξασφαλίζεται η χειραφέτηση της εργατικής τάξης, πως καταξιώνεται αυτή ως το δημιουργικό υποκείμενο της ιστορίας, τόσο για την ίδια όσο και για το σύνολο της κοινωνίας; Ο Λένιν βέβαια ομνύει στο προλεταριάτο, όμως δεν του αφήνει περιθώρια να αυτενεργεί, παρά θέλει να το καθοδηγεί. Ο τρόπος και οι μέθοδοι που εφάρμοσε δεν οδήγησαν στο επιθυμητό αποτέλεσμα, όπως γνωρίζουμε ήδη από τη γνωστή πραγματικότητα του υπαρκτού σοσιαλισμού. Το σημειώνουμε απλώς, για να συνειδητοποιήσουμε στην παρά πέρα ανάλυσή μας τα αίτια αυτής της αρνητικής εξέλιξης. Αντί για τη δικτατορία του προλεταριάτου, έχουμε τελικά τη δικτατορία του κόμματος επί του προλεταριάτου. Η αυστηρά ιεραρχική και συγκεντρωτική μορφή της εξουσίας δεν μπορούσε να «διαχυθεί» σε φορείς που δεν ελέγχονταν απόλυτα από το επαναστατικό κόμμα. Αυτή η εξέλιξη δεν προέκυψε τυχαία. Έχει την ερμηνεία της, την οποία θα παραθέσουμε στα ακόλουθα.
Σημαντικό είναι να δούμε πως φτάσαμε σ’ αυτό το αποτέλεσμα. Και δεν μιλάμε μόνο για λάθη, που με μια διορθωτική κίνηση θα μπορούσαν να αποφευχθούν στο μέλλον. Μιλάμε για βασικές θεωρητικές αρχές οργάνωσης ενός επαναστατικού κινήματος, που αρνείται ουσιαστικά τη διαχείριση της εξουσίας από το ίδιο το προλεταριάτο, όπως διακήρυττε ο Μαρξ. Απεναντίας τον ρόλο αυτόν αναθέτει ο Λένιν εργολαβικά - θα λέγαμε - στους επαγγελματίες επαναστάτες. Το ιεραρχικά και πυραμιδικά δομημένο κόμμα, με την αυστηρή πειθαρχία και συγκεντρωτική εξουσία, όπου η ηγεσία καθόριζε από τα πάνω όλες τις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων, καθιέρωνε στο επαναστατικό κόμμα την απόλυτη υπακοή των κατώτερων βαθμίδων της οργάνωσης και συνάμα την τυφλή υποταγή. Μια οργανωτική αρχή που ερχόταν σαφώς σε αντίθεση με τη μαρξιστική θέση της «χειραφέτησης» της εργατικής τάξης, σύμφωνα με το πρότυπο της Κομμούνας του Παρισιού. Αντί της χειραφέτησης η χειραγώγηση, της οποίας την ακραία έκφραση βιώσαμε ιστορικά με τα φαινόμενα του σταλινισμού.
Και το βασικό ερώτημα, που τίθεται στον σχετικό προβληματισμό, είναι: Γιατί και κατά πόσο οι οργανωτική δομή του επαναστατικού κόμματος, τύπου Λένιν, οδήγησε αναγκαστικά, με την έννοια της οργανωτικής συνέπειας στον Σταλινισμό;
Προκαταβολικά η άποψή μας είναι ότι με τον τρόπο που οικοδόμησε ο Λένιν το κόμμα νέου τύπου και τα βασικά του χαρακτηριστικά, θα κατέληγε ως λογική και πραγματική συνέπεια στον Σταλινισμό και στη συνέχεια στον αφανισμό. Ο λόγος είναι απλός: Σ’ οργανωτικά σχήματα με τα πιο πάνω χαρακτηριστικά μια μικρή ηγετική ομάδα, ένας αρχηγός ή ένα κομματικό κατεστημένο συγκεντρώνουν την απόλυτη εξουσία προς την οποία προσαρμόζονται ιεραρχικά από τα πάνω προς τα κάτω όλες οι λειτουργίες του κόμματος. Αν μάλιστα αυτή η εξουσία εξασφαλίζεται από κάποιο κατά τα φαινόμενα δημοκρατικό κατά την ουσία όμως ελεγχόμενο συνέδριο, τότε αποκτά και την απαραίτητη θεσμική νομιμοποίησή του.
Σ’ ένα τέτοιο οργανωτικό σχήμα «η κομματική πειθαρχία», λέει ο Νίκος Νικολαϊδης, «αναδεικνύεται έτσι κυρίαρχο στοιχείο, όχι μόνο της κομματικής συνοχής, αλλά και της κομματικής ύπαρξης και λόγου. Στο κυρίαρχο αυτό στοιχείο υποτάσσονται και ‘ρευστοποιούνται’ τα υπόλοιπα, συμπεριλαμβανομένης και της ιδεολογίας, η οποία διαμορφώνεται και τροποποιείται, ανάλογα με τις ‘ανάγκες της πολιτικής αγοράς’ και τις σκοπιμότητες ‘του πολιτικού παιχνιδιού’, μεταβαλλόμενη από σκοπό της πολιτικής ύπαρξης σε μέσο πολιτικής διακόσμησης και προπαγάνδας».[26]
Το βασικό ερώτημα στο πρόβλημα αυτό είναι: Ποιες ήταν πραγματικά οι γενεσιουργές αιτίες αυτού του φαινόμενου;
Για να απαντήσουμε στο κρίσιμο αυτό ερώτημα θα πρέπει να εξετάσουμε το βασικό δομικό στοιχείο της οργάνωσης νέου κόμματος που είναι ο λεγόμενος «δημοκρατικός συγκεντρωτισμός» που ο Λένιν και οι οπαδοί του θεωρούσαν ως το «το άκρον άωτον» της δημοκρατικότητας και αποτελεσματικότητας της εσωκομματικής λειτουργίας. Παρά τη φαινομενική αντιπροσωπευτικότητα και δημοκρατικότητα αυτού του συστήματος, η πράξη του υπαρκτού σοσιαλισμού έδειξε ότι τελικά μια τέτοια μορφή οργάνωσης θα οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην καθιέρωση μιας κεντρικής εξουσίας, ανεξέλεγκτης και αυταρχικής, αποκομμένης από τους εργαζομένους και την κοινωνία, αλλά, θα μπορούσε να πει κανείς, και σε σύγκρουση μαζί της. Φαίνεται πως ο «δημοκρατικός συγκεντρωτισμός» θα οδηγούσε αργά ή γρήγορα στην υπερεξουσία της κομματικής γραφειοκρατίας και τελικά στα φαινόμενα του σταλινισμού.
Ας συνοψίσουμε ωστόσο τα κύρια χαρακτηριστικά του κόμματος νέου τύπου.
Το πρώτο και κύριο χαρακτηριστικό συνίσταται στην στελέχωσή του με επαγγελματίες επαναστάτες. Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ο καθοδηγητικός του χαρακτήρας. Αυτά τα επαγγελματικά στελέχη ήταν επιφορτισμένα με την διαπαιδαγώγηση, την καθοδήγηση και την διδασκαλία. Αυτά θα αποτελούσαν την ηγεσία της εργατικής τάξης και την πρωτοπορία της. Τέτοια στελέχη που «επέλεγε» το επαναστατικό κόμμα ήταν φυσικό να αποκτήσουν τη νοοτροπία ότι αυτοί θα έπρεπε να κατευθύνουν, να δίνουν τις εντολές, εφόσον είχαν αποκτήσει την επαναστατική συνείδηση και αποτελούσαν τους καθοδηγητές και ηγέτες του προλεταριάτου. Αυτοί ήταν «επιφορτισμένοι», μάλιστα με ανταπόκριση στο μαρξιστικό ή λενινιστικό τους καθήκον να εισαγάγουν την επαναστατική συνείδηση απ’ έξω μέσα στο προλεταριάτο, που όμως ούτε αυτό τελικά έπραξαν. Η ερμηνεία του φαινομένου αυτού είναι απλή: Αν εισήγαγαν την επαναστατική συνείδηση στην εργατική τάξη, όπως διατυμπανίζονταν θεωρητικά, τότε δεν θα μπορούσαν να κρατήσουν την εξουσία για τον εαυτό τους. Είναι αυτονόητο!
Απεναντίας οι εργάτες θα έπρεπε τελικά για το καλό τους να υπακούνε, να πειθαρχούνε και να εκτελούν τις εντολές τους. Με βάση μάλιστα τον «συνωμοτισμό», τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό και την πυραμιδική μορφή της οργάνωσης, συνειδητά ή υποσυνείδητα θεωρούσαν αυτοί οι αυτόκλητοι «πεφωτισμένοι» καθοδηγητές, ότι ήταν χρέος τους να επιτελέσουν αυτό το έργο, αυτοαναγορεύοντας τους εαυτούς τους σε αδιαμφισβήτητες αυθεντίες απέναντι στην εργατική τάξη και για το υποτιθέμενο καλό της εργατικής τάξης. Με τον τρόπο αυτόν η δικτατορία του προλεταριάτου μόνο κατ’ ευφημισμόν ήταν δικτατορία του προλεταριάτου, δηλαδή εξουσία του προλεταριάτου, στην ουσία όμως δικτατορία του κόμματος επί του προλεταριάτου. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, πιστή στα διδάγματα του Μαρξ έκανε επανειλημμένα αυστηρότητα κριτική για να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη. Θα αναφέρουμε μόνο μία χαρακτηριστική κριτική της στο θέμα αυτό: «Αλλά αυτή η δικτατορία πρέπει να είναι το έργο της εργατικής τάξης και όχι μιας μικρής μειοψηφίας, που διευθύνει στο όνομα της τάξης. Μ’ άλλα λόγια πρέπει να προχωρεί ανάλογα με την ενεργό συμμετοχή των μαζών, να παραμένει κάτω από την άμεση επίδρασή τους, να υποτάσσεται στον έλεγχο ολόκληρου του λαού και να είναι προϊόν της αυξανόμενης πολιτικής διαπαιδαγώγησης των λαϊκών μαζών».[27]
Πέρα απ’ αυτό το σύστημα του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού «οδηγούσε όχι σπάνια σε διαφθορά δημοκρατικών συνειδήσεων. Η φυσιολογική και βιολογική φιλοδοξία των ανθρώπων για κοινωνική και κατ’ επέκταση κομματική αναγνώριση παγίδευε ακόμη αγνούς και καλοπροαίρετους δημοκράτες να αναζητούν την επιβεβαίωσή τους με αυταρχικούς και στην ουσία αντιδημοκρατικούς τρόπους και μεθόδους που τις ‘καθαγίαζε’ η φιλοσοφία του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού». [28]
Με όλα αυτά τα χαρακτηριστικά δεν ήταν δυνατό να αναπτυχθεί οποιοδήποτε πνεύμα δημοκρατίας και δημοκρατικής αντίληψης τόσο στο κόμμα όσο και στην «σοσιαλιστική» κοινωνία. Μια τέτοια εξέλιξη ήταν προδιαγεγραμμένη, γιατί η φύση του ανθρώπου είναι τέτοια, όταν του δίνεται απλόχερα η δυνατότητα να διαχειριστεί εξουσία, να την κρατάει για τον εαυτό του με οποιοδήποτε πρόσχημα, εφόσον δεν υπάρχουν οι μορφές και οι τρόποι που θα μπορούσαν να αναχαιτίσουν μια τέτοια εξέλιξη. «Η αυτόνομη δράση των μαζών», όπως την οραματίζονταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ στο πνεύμα του Μαρξ ήταν αδύνατη. Έτσι η γραφειοκρατικοποίηση του κόμματος ήταν αναπόφευκτη.
4. Το κόμμα νέου τύπου και ο δημοκρατικός αποκεντρωτισμός
Το αίτημα ενός πραγματικού εκδημοκρατισμού, όχι ως απλής διαδικασίας, αλλά ως θεμελιώδους καθεστωτικού μετασχηματισμού, καθίσταται σήμερα περισσότερο επιτακτικό από ποτέ.
Κορνήλιος Καστοριάδης
Μόνο εκεί που λειτουργεί η δημοκρατία υπάρχει η δυνατότητα να αποφευχθούν τέτοιες αρνητικές εξελίξεις. Αλλά ποια δημοκρατία και με ποια χαρακτηριστικά;
Στο σημείο αυτό υπάρχει μεγάλη - για να μην πούμε - απόλυτη σύγχυση. Γιατί για χρόνια ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός εθεωρείτο το άκρον άωτον της δημοκρατικότητας και αποτελεσματικότητας. Και αυτό όχι μόνο στα κομμουνιστικά κόμματα, αλλά στην πράξη και στα αστικά και σοσιαλδημοκρατικά. Όλα ήταν διαμορφωμένα κατά τέτοιον τρόπο και επέλεγαν ένα τέτοιο οργανωτικό σχήμα, που τα επέτρεπε να χειραγωγούν το λαό και μάλιστα τις περισσότερες φορές με τη δική του συναίνεση. Γι’ αυτό τονίζει με έμφαση ο Ν. Νικολαϊδης: «Στα συγκεντρωτικά και πυραμιδικά οργανωτικά σχήματα, όπου ένας αρχηγός, μια ηγετική ομάδα ή κομματική κάστα αποτελούν το κέντρο αποφάσεων και πρωτοβουλιών, το συνεκτικό στοιχείο της πολιτικής οργάνωσης είναι η κομματική πειθαρχία που αργά ή γρήγορα εξελίσσεται σε ‘αναγνώριση, θαυμασμό, πίστη και υποταγή’ στη ‘φωτισμένη ηγεσία’, η οποία μάλιστα, αν αντλεί την νομιμοποίησή της από ένα δημοκρατικό ή έστω δημοκρατικοφανές συνέδριο, δικαιολογείται και θεσμοθετείται με την αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού».[29] Η αναγωγή κατ’ αυτόν τον τρόπο του κόμματος ως του αλάνθαστου υποκειμένου των ιστορικών εξελίξεων δεν ήταν μακριά. Γνωρίζουμε από την εμπειρία μας τόσο στην Ελλάδα, όσο και διεθνώς τις καταστροφικές του συνέπειες. Και οι συνέπειες αυτές υπήρξαν σ’ όλα τα επίπεδα. Κυρίως όμως στη δημιουργία μιας μονολιθικής και δογματικής αντίληψης των πραγμάτων, που έβαλε φραγμούς σε κάθε δημιουργική πρωτοβουλία και ανάπτυξη.
Απέναντι σ’ αυτό το αποδεδειγμένα από την ιστορική πραγματικότητα αποτυχημένο, αν το κρίνουμε από τα αποτελέσματά του, οργανωτικό σχήμα, που λέγεται δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, αντιπαρατίθεται ένα αποκεντρωμένο, που τα στοιχεία του εντοπίζουμε σε μεγάλο βαθμό, όσο παράξενο κι αν φαίνεται αυτό, στη παρακαταθήκη του Μαρξ, που διατυπώνεται στην Κομμούνα του Παρισιού του 1871.
Εκεί, όπως είδαμε ο Μαρξ μιλάει για την αυτοκυβέρνηση του λαού, η οποία θα προκύψει από μια συγκεκριμένη οργανωτική διαδικασία. Η διαδικασία αυτή έχει στοιχεία αμεσοδημοκρατικά και αντιπροσωπευτικά. Είναι σημαντικό να ανατρέξουμε στον Μαρξ, ο οποίος θεώρησε πως συνέλαβε το οργανωτικό σχήμα που θα υλοποιούσε την βασική του αρχή για την χειραφέτηση του εργαζόμενου λαού.
Βασικά πιο πάνω περιγράψαμε αναλυτικά τις απόψεις του Μαρξ στο οργανωτικό σχήμα, που περιλαμβάνει τις δημοκρατικές διαδικασίες οι οποίες ξεκινούν με εκλογές από τη βάση και την περιφέρεια προς τα κεντρικά όργανα. Αυτό που λέει ο Μαρξ για την εθνική οργάνωση μπορεί κάλλιστα να αποτελεί πρότυπο και παράδειγμα για την οργάνωση των πολιτικών φορέων, που έχουν την αξίωση να είναι πραγματικά δημοκρατικοί, ώστε να υλοποιείται η αρχή από το λαό, με το λαό για το λαό.
Πως επιτυγχάνεται αυτό; Η πρώτη προϋπόθεση που πρέπει να έχει ένας τέτοιος στόχος είναι να κατοχυρώνει με τη μεγαλύτερη δυνατή προσέγγιση την εξουσία και τον έλεγχο της βάσης, που μόνο ένα σύστημα δημοκρατικού αποκεντρωτισμού είναι σε θέση να πετύχει. Πως λειτουργεί όμως η αρχή του δημοκρατικού αποκεντρωτισμού;
Κυρίαρχο όργανο είναι η οργάνωση βάσης, η οποία εκλέγει την τοπική ή κλαδική επιτροπή, η οποία με τη σειρά της εκλέγει τους αντιπροσώπους της στην περιφερειακή οργάνωση, ορίζοντας έτσι τα μέλη της περιφερειακής συνέλευσης, νομού επαρχίας και πόλης. Στη συνέχεια οι περιφερειακές οργανώσεις εκλέγουν τους εκπροσώπους τους στην κεντρική επιτροπή. Το σημαντικό είναι ότι η διαδικασία αυτή είναι διαρκής και ανοιχτή. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι η οργάνωση βάσης και με τη σειρά της η περιφερειακή μπορεί ανά πάσα στιγμή να εκλέξει άλλους εκπροσώπους στη θέση τους. Στο σημείο αυτό δεν υπάρχει φραγμός.
Στην ουσία πρόκειται για μια δημοκρατική διαδικασία σε διαρκή εξέλιξη. Σε περίπτωση που τα διάφορα όργανα στην δημοκρατικά δομημένη ιεραρχία έκριναν ότι κάποια εκλεγμένα μέλη τους δεν ανταποκρίνονταν στα καθήκοντά τους υπήρχε η δυνατότητα αντικατάστασής τους με απόφαση της οργάνωσης της κάθε οργανωτικής βαθμίδας. Η εναλλαγή στα αξιώματα της οργάνωσης δεν καθορίζεται μόνο από ένα συνέδριο που λαμβάνει χώρα σε ένα συγκεκριμένο χρόνο.
Το οργανωτικό αυτό σχήμα έχει ορισμένα πλεονεκτήματα απέναντι στον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. «Η καινοτομία της ανάδειξης των μελών των περιφερειακών και κεντρικών συνελεύσεων και επιτροπών από τις οργανώσεις βάσης», ισχυρίζεται ο Νίκος Νικολαϊδης «είχε πολλαπλά θετικά αποτελέσματα. Πρώτο, βάση και κορυφή συμπίπτανε. Τα μέλη όλων των οργάνων σε όλες τις βαθμίδες ήταν μέλη οργανώσεων βάσης. Χωρίς αυτή την ιδιότητα, χωρίς συμμετοχή στις διαδικασίες και χωρίς απ’ ευθείας εκλογή από τη βάση και τις περιφερειακές οργανώσεις δε μπορούσε κανείς να γίνει μέλος οργάνου σε οποιοδήποτε επίπεδο». Δεύτερον αυτή η μορφή της οργάνωσης έχει το πλεονέκτημα να αμβλύνονται οι αντιθέσεις ανάμεσα στη βάση και την ηγεσία και να δημιουργείται ανάχωμα σε οποιαδήποτε προσπάθεια της ηγεσίας να ποδηγετήσει τη βάση. Επιπλέον περιορίζονταν η γραφειοκρατία και η έλλειψη πληροφόρησης.
Ένα σημαντικό πλεονέκτημα ακόμη έχει σχέση με την κάθετη και οριζόντια διασύνδεση και πληροφόρηση. Στοιχείο σημαντικό για μια δημοκρατικά συγκροτημένη οργάνωση. Η υποκριτική άποψη ότι η οριζόντια διασύνδεση κι επικοινωνία δημιουργεί παράκεντρα εξουσίας δεν έχει καμία σχέση με μια συλλογική διαδικασία. Η αλληλοενημέρωση προς όλες τις κατευθύνσεις και η συνεργασία όλων των οργανώσεων μεταξύ τους και με την ηγεσία σε ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά θέματα αποτελεί στοιχείο διαλόγου και δημιουργικής δράσης των οργανώσεων σε όλα τα επίπεδα. Αναπτύσσεται κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα οργανωτικό σχήμα δικτύων, που μπορεί ευρέως να αξιοποιήσει την πληροφορική και το διαδίκτυο (ιντερνέτ).
Μια τέτοιας μορφής οργάνωση, που έχει τη δυνατότητα να αναπτύσσει πρωτοβουλίες, να ασκεί έλεγχο και να μετέχει άμεσα ή έμμεσα στις αποφάσεις του πολιτικού φορέα ξεπερνά τα ασφυκτικά όρια του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, όπου η ανάδειξη στελεχών προς την ηγεσία καθορίζεται στην πράξη από τα πάνω. Επιπλέον η προώθηση μελών της οργάνωσης προς τα ανώτερα κλιμάκια προϋποθέτει την εύνοια και την έγκριση του λεγόμενου καθοδηγητικού οργάνου. Το συγκεντρωτικό αυτό σχήμα, που την εμπειρία του διαπιστώσαμε στα πλαίσια του υπαρκτού σοσιαλισμού μετέτρεπε την ιδεολογία σε θρησκεία και την πολιτική σε διαιώνιση της εξουσίας μιας μικρής ηγετικής ομάδας ή ενός κομματικού δικτάτορα της οποίας ή του οποίου την εύνοια αναζητούσαν τα κομματικά στελέχη που ήθελαν να αναρριχηθούν στα ανώτερα αξιώματα της κομματικής ιεραρχίας. Ένα τέτοιο σύστημα οδηγούσε σε τελευταία ανάλυση σε προσαρμογή ή υποταγή τα στελέχη, που φιλοδοξούσαν να ανέλθουν στα αξιώματα αυτά. Τέτοια φαινόμενα ήταν κατά βάση αδύνατο ή εν πάση περιπτώσει δύσκολο να αναπτυχθούν στα πλαίσια του δημοκρατικού αποκεντρωτισμού, όπου η ηγεσία εγγυημένα προέρχεται και ελέγχεται από τη βάση του πολιτικού φορέα.
[1] Νίκος Νικολαϊδης, πρώην Γενικός Γραμματέας της ΕΔΗΝ και στη διάρκεια της χούντας της ΕΚ-ΕΔΗΝ στο εξωτερικό. Εμπνευστής της δημοκρατικότερης οργάνωσης Νεολαίας, που υπήρξε ποτέ στην Ελλάδα, τουλάχιστον μετά τον εμφύλιο. Αν η ιδεολογία της ΕΔΗΝ ήταν σοσιαλιστική τότε θα είχαμε ένα πρότυπο οργάνωσης μιας σοσιαλιστική Νεολαίας.
[2] Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Κομμουνιστικό Μανιφέστο, στο Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Διαλεκτά Έργα, τόμ. Ι, σ. 4.
[3] Κ. Μαρξ, Γενικό Καταστατικό της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών, στο Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Διαλεκτά Έργα, τόμ. Ι, ο.π. σ. 455.
[4] Φ. Ένγκελς, Η εξέλιξη του σοσιαλισμού, Διαλεκτά Έργα, τόμ. ΙΙ, σ. 166.
[5] Κ. Μαρξ, Γενικό Καταστατικό της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών, ο.π., σ. 452.
[6] Φ. Ένγκελς, Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, στο Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμ. ΙΙ, σ. 449.
[7] Ο.π., σ. 418 -419.
[8] Ι. Λένιν, Ένα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω, στο Λένιν Άπαντα, τόμ. 7, σ. 403.
[9] Κ. Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, στο Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμ. Ι, σ. 622.
[10] Α. Γ. Παπανδρέου, "ο Μαρξ, ο Λένιν και η ΄Δικτατορία΄ του Προλεταριάτου", έκδοση του ΚΕΜΕΔΙΑ του ΠΑΣΟΚ, Νοέμβριος 1975 σ. 44.
[11] Βλ. Κώστας Παπαϊωάννου, Η ψυχρή ιδεολογία, εκδ. Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα, σ. 24., όπου παρατίθεται η άποψη του Ένγκελς.
[12] Α. Χρύσης, "Ο Μάρτοφ, κριτικός του Λένιν", Αφιέρωμα του περιοδικού «Το Στίγμα» στον Γιούλι Μάρτοφ, τεύχος 15, Φεβρουάριος - Μάρτιος 2005.
[13] Για περισσότερα βλ. Δαμιανός Βασιλειάδης, Δημοκρατικός σοσιαλισμός ή το όραμα του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η εφαρμογή του στην πράξη, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 2006.
[14] Βλ. Ι. Λένιν, Κράτος και επανάσταση, ο.π., σ. 416.
[15] Βλ. Φ. Ένγκελς, Αντι - Ντύρινγκ ή η ανατροπή της επιστήμης από τον κ. Ούγκεν Ντύρινγκ, εκδ. «Αναγνωστίδης», Αθήνα 1963, σ. 271.
[16] Βλ. Ι. Λένιν, Κράτος και επανάσταση, ο.π., σ. 410 - 411.
[17] Βλ. Ι. Λένιν, Ένα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω, ο.π., σ. 406.
[18] Βλ. Ι. Λένιν, ο.π., σ. 406.
[19] Βλ. Δ. Κατσορίδας, «Η άποψη του Λένιν για την οικοδόμηση κόμματος νέου τύπου», περιοδικό «Θέσεις», Ιανουάριος - Μάρτιος 2005, τεύχος 90
[20] Ι. Λένιν, Τι να κάνουμε, στο Λένιν Άπαντα, ο.π., σ. 372.
[21] Βλ. Ι. Λένιν, ο.π., σ. 487.
[22] Βλ. Ι. Λένιν, ο.π., σ. 458.
[23] Βλ. Ι. Λένιν, ο.π., σ. 421.
[24] Βλ. Ι. Λένιν, ο.π., σ. 465.
[25] Βλ. Ι. Λένιν, ο.π., σ. 388.
[26] Βλ. Ν. Νικολαϊδης, Τι ήταν η ΕΔΗΝ - οργάνωση και ιδεολογία, Διήμερο ιστορικό συμπόσιο: ΕΔΗΝ «Τριάντα χρόνια μετά», «χορηγός έκδοσης Μ. Μπαρμπουνάκης» Μάιος 1995, ο.π. σ. 64.
[27] Ρ. Λούξεμπουργκ, «Δημοκρατία και ελευθερία», στο Ρόζα Λούξεμπουργκ, Όλα τα έργα, τόμ. Ι, εκδ. «Υδροχόος», Αθήνα 1972, σ. 84.
[28] βλ. Ν. Νικολαϊδης, ο.π., σ, 54.
[29] βλ. Ν. Νικολαϊδης, ό.π., σ. 63.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου