του Δαμιανού Βασιλειάδη, εκπαιδευτικού Αθήνα, 9.8.2007
Ο τίτλος προκαλεί. Γίνεται σκόπιμα. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει μια εξόφθαλμη εμπειρία. Ποια είναι αυτή η εμπειρία; εξηγούμαι: Διαπιστώνω μελετώντας την πραγματικότητα στον θεωρητικό τομέα, ότι υπάρχει απόλυτη ταύτιση ή σημαντική προσέγγιση ανάμεσα σ’ αυτούς που είναι οι στυλοβάτες και κύριοι εκφραστές της «εσυγχρονιστικής» αστικής ιδεολογίας και μιας σχολής σκέψης της αριστεράς, που ισχυρίζεται ότι πιστεύει στην ταξική πάλη, γι’ αυτό είναι εναντίον του έθνους.
Αυτό πραγματικά είναι εκ πρώτης όψεως ανεξήγητο. Πως συμβαίνει π.χ. να ταυτίζονται η κ. Γιαννάκου με την κ. Ρεπούση και τον κ. Αλαβάνο, σχετικά με το βιβλίο της ΣΤ΄Δημοτικού. Πως είναι δυνατό να ταυτίζονται οι απόψεις στα εθνικά θέματα ή στα θέματα περί έθνους των κυρίων εκφραστών της αστικής ιδεολογίας, όπως είναι π.χ. ο κ. Αντώνης Λιάκος, ο κ. Θ. Βερέμης, οι καθηγητές του ΕΛΙΑΜΕΠ και μια χωρία άλλων πνευματικών ανθρώπων με την αριστερή σχολή του Γιάννη Μηλιού, του Ηλία Ιωακείμογλου, του Άκη Γαβριηλίδη και τόσων άλλων «αριστερών» διανοουμένων;
Αυτές οι διαπιστώσεις με αφήνουν πραγματικά άναυδο και μου δημιουργούν βασανιστικά ερωτηματικά, στα οποία απεγνωσμένα, είναι αλήθεια, προσπαθώ να βρω κάποια ικανοποιητική απάντηση. Και δεν είναι το τελευταίο απλώς σχήμα λόγου.
Θα προσπαθήσω περισσότερο να θέσω ερωτήματα, παρά να απαντήσω, γιατί ειλικρινά δεν γνωρίζω, αν είμαι σε θέση να δώσω ικανοποιητικές απαντήσεις, που να ανταποκρίνονται στην αντικειμενική πραγματικότητα. Όμως θα αποτολμήσω το εγχείρημα, έχοντας σαν όπλο την ειλικρινή μου πρόθεση να αναζητήσω την αλήθεια.
Πριν όμως από κάθε διάλογο πρέπει κανείς, για να μπορεί να κάνει τον διάλογο, να καθορίσει τα κριτήρια αυτού του διαλόγου:
Ποια είναι αυτά εν προκειμένω:
1. Το ήθος είναι υπεράνω ιδεολογίας, γιατί την ιδεολογία μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει για διάφορες σκοπιμότητες, το ήθος όμως ποτέ. Εκτός αν ήθος και ιδεολογία ταυτίζονται.
2. Όλα τα θέματα και στο προκείμενο περί έθνους «οφείλουμε ... και να το συζητήσουμε και να το προσεγγίσουμε ήρεμα και σε βάθος και προπαντός με νηφαλιότητα, ορθολογικότητα και σεβασμό στην άλλη άποψη» λέει ο Άλκης Ρήγος σε ένα άρθρο του στο περιοδικό της ΑΚΟΑ «Εποχή», (8.7.07). Αυτό ισχύει εφόσον ισχύει, θα έλεγα εγώ, το πρώτο περί ήθους. Aναρωτιέμαι παρεμπιπτόντως αν το να αποκαλείς, όπως κάνουν ορισμένοι αυτοαποκαλούμενοι αριστεροί, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Ν. Σβορώνου κ.λπ «νεκρόφιλους» αποτελεί σεβασμό στην άλλη άποψη κι έχει να κάνει με νηφαλιότητα και ορθολογικότητα. Και γιατί άραγε εξαιρούν από τους νεκρόφιλους τον Μανώλη Γλέζο, που το βιβλίο του «Εθνική Αντίσταση» αποτελεί έναν ύμνο σ’ αυτό που λέει ο ποιητής Ρίτσος: «Τι Ρωμιοσύνη μη την κλαις. ..κ.λπ. Θα μπορούσε λοιπόν ο Μανώλης Γλέζος να θεωρηθεί ο κατ’ εξοχήν νεκρόφιλος, κατά τον κ. Άκη Γαβριηλίδη και τους ομοϊδεάτες του. Υπάρχει μήπως κάποια σκοπιμότητα σ’ αυτό; Ύστερα είναι ηθικά προσβλητική η συνειδητή επιλογή αυτού του όρου «νεκρόφιλος», γιατί αφήνει να υπονοείται και να αιωρείται και μια κάποια σεξουαλική σχέση και όχι μόνο μεταφορική, έτσι για να είναι ακόμη πιο προσβλητική η αμφισημία της λέξης.
3. Οι δύο παραπάνω όροι σημαίνουν ότι υπάρχουν αντικειμενικά και πραγματικά δύο κατά βάση αντίθετες σχολές σκέψεις γύρω από το πρόβλημα του έθνους και των πολιτικών και κοινωνικών συνεπειών του: η μία είναι η «πατριωτική» και η άλλη η «διεθνιστική». Υπάρχει ή δεν υπάρχει διαλεκτική σχέση ανάμεσα σ’ αυτούς του όρους ή βρίσκονται σε αγεφύρωτη αντίθεση μεταξύ τους; Είναι ένα κρίσιμο ερώτημα.
Για την απάντηση του ερωτήματος αυτού αναγκαστικά ανατρέχει κανείς στους κλασικούς θεωρητικούς, που καταπιάστηκαν με αυτά τα θέματα. Στους πρώτους βέβαια ανήκει ο Μαρξ και ο Ένγκελς. Από κει θα ξεκινήσουμε. Στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος υπάρχει μια τοποθέτηση στο θέμα που αξίζει να την αναφέρουμε: «Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα. Δε μπορείς να τους πάρεις αυτό που δεν έχουν. Μα μια και το προλεταριάτο πρέπει πρώτα να καταχτήσει την πολιτική εξουσία, να ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους, είναι και το ίδιο επίσης εθνικό, αν και σε καμιά περίπτωση με την έννοια της αστικής τάξης»[1] Τι σημαίνει αυτή η φράση του Μαρξ. Σημαίνει απλούστατα ότι ο αγώνας της εργατικής τάξης γίνεται στα πλαίσια του έθνους, έως ότου η εργατική τάξη κατακτήσει την εξουσία. Άρα πρέπει να υπάρχει κάποιο έθνος για να γίνει ταξική πάλη. Αντί λοιπόν για την εθνική αστική τάξη που κατείχε την εξουσία είναι τώρα το προλεταριάτο που στα πλαίσια του έθνους κατέχει την εξουσία. Γι’ αυτό χαρακτηρίζει ο Μαρξ το προλεταριάτο «εθνικό». Η διεθνιστική αλληλεγγύη είναι δυνατή μόνο κάτω από αυτήν την προϋπόθεση. Αν δεν υπάρχει δηλαδή έθνος δεν μπορεί να υπάρξει διεθνισμός.
Στο τέλος του Μανιφέστου διατυπώνεται και η περίφημη έκκληση: «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε!»[2]. Η τελευταία φράση θα μπορούσε να διατυπωθεί και αλλιώς: «Προλετάριοι όλων των εθνών - κρατών ενωθείτε!» Στην παράθεση του πρώτου εδαφίου από το Μανιφέστο διαπιστώνουμε μια φαινομενική αντίφαση. Ενώ το προλεταριάτο δεν έχει πατρίδα, θα πρέπει το ίδιο να αναδειχτεί σε εθνικό. Στο δεύτερο εδάφιο δεν μας αναλύουν οι συγγραφείς του Μανιφέστου, πως θα γίνει η Ένωση των προλεταρίων. Υπάρχει λοιπόν μια σχετική ασάφεια. Θα πρέπει να καταργηθούν τα έθνη - κράτη και κάτω από ποιες προϋποθέσεις;
Στα ερωτήματα αυτά δίνει ο Μαρξ μια πιο ξεκάθαρη απάντηση σε ένα βασικό του κείμενο, όπου εκφράζει την ακόλουθη άποψη: «Ένας κοινωνικός σχηματισμός ποτέ δεν εξαφανίζεται, προτού αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει, και νέες, ανώτερες παραγωγικές σχέσεις ποτέ δεν εμφανίζονται, προτού ωριμάσουν οι υλικοί όροι της ύπαρξής τους μέσα στους κόλπους της ίδιας της παλιάς.[3]
Η θέση αυτή του Μαρξ σημαίνει ότι ο καπιταλισμός αποτελεί προοδευτική φάση της ιστορικής εξέλιξης των κοινωνιών και ο νεοφιλελευθερισμός, που προωθεί τη διεθνοποίηση της αγοράς, την ανώτατη βαθμίδα του. Με μια λέξη: Ό,τι παρεμβάλλεται ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργατική τάξη, άρα και το έθνος - κράτος, ανάμεσα στα άλλα, πρέπει να εξαλειφθεί για να μείνει πια καθαρή και αποεθνοποιημένη η αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας και συνεπώς μόνη της, χωρίς άλλα εμπόδια και παρεμβολές η ταξική πάλη. Άρα η κατάργηση των εθνών - κρατών που επιδιώκει ο νεοφιλελευθερισμός στα πλαίσια της νέας τάξης αποτελεί, κατά μία εκδοχή, προοδευτική μορφή της ιστορικής εξέλιξης, γιατί καταργεί τα έθνη - κράτη, που μπαίνουν εμπόδιο στην ταξική πάλη. Στο σημείο αυτό βέβαια υπάρχει ταύτιση της αστικής ιδεολογίας (του νεοφιλελευθερισμού) με την μαρξιστική ιδεολογία, έτσι όπως την αντιλαμβάνεται η συγκεκριμένη σχολή σκέψης της αριστεράς που είναι υπέρ της κατάργησης του έθνους - κράτους. Απλώς η στρατηγική είναι διαφορετική. Η αστική τάξη, δηλαδή το κεφάλαιο, επιδιώκει την μεγαλύτερη δυνατή εξάπλωση της αγοράς, καταργώντας τα έθνη - κράτη (δεν μιλάμε φυσικά για τα κράτη - προτεκτοράτα της νέας τάξης). Επιδιώκει δηλαδή τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου, καταργώντας τα οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά και πολιτιστικά σύνορα των εθνών - κρατών, που μπαίνουν εμπόδιο στη διεθνοποίηση του κεφαλαίου. Από την άλλη η συγκεκριμένη αριστερά θεωρεί μια τέτοια εξέλιξη θετική. Γιατί ο καπιταλισμός εξαφανίζοντας όλα
τα ενδιάμεσα εμπόδια ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργατική τάξη, απελευθερώνει τις δυνάμεις της για την ταξική πάλη.
Στο σημείο αυτό υπάρχει και μια μεγάλη σύγχυση. Στην εποχή του Μαρξ ηγεμόνευε η λυσσαλέα αντίθεση των αστικών τάξεων μεταξύ τους, έχοντας ως κυρίαρχο στοιχείο τον εθνικισμό. Ηγεμόνευε ο εθνικός ιμπεριαλισμός. Αυτό συνέβαινε έως πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά τον πόλεμο αυτόν οι εθνικές αστικές τάξεις συνεργάζονται μεταξύ τους σε διεθνές επίπεδο. Έτσι επικρατεί ο διεθνικός ιμπεριαλισμός. Θα έλεγε κανείς ότι πραγματοποιήθηκε αντί για την ένωση των προλεταρίων η ένωση των αστικών τάξεων μεταξύ τους. Το κεφάλαιο διεθνοποιήθηκε. Και επί εποχής Μαρξ υπήρχε αυτή η τάση, αλλά τότε οι αστικές τάξεις στην ιμπεριαλιστική τους πολιτική ήταν λυσσαλέα αντιμέτωπες μεταξύ τους. Αυτή τη σημαντική αλλαγή - φαίνεται - πως δεν την συνειδητοποίησε η συγκεκριμένη σχολή σκέψης της αριστεράς.
Κάποια ηγετική μειοψηφία του Συνασπισμού και της Νεολαίας του και μεμονωμένες περιπτώσεις από τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ στηρίζουν, όπως φαίνεται, για τον λόγο αυτό την αστική τάξη της πατρίδας μας στην πολιτική τους διάλυσης του έθνους - κράτους (βλ. και το βιβλίο της ΣΤ΄ τάξης του Δημοκτικού) με την εξαφάνιση ή δυνατόν κάθε εθνικής συνείδησης, εθνικής ταυτότητας και συνοχής, ενώ σύμφωνα με τον Μαρξ, αυτή η εξαφάνιση του έθνους -κράτους θα γίνει μετά την κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο. Τότε θα ίσχυε το: «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε!».
Η κ. Ρεπούση που χαίρει εκτίμησης στους ηγετικούς κύκλους κυρίως του Συνασπισμού (ανήκε κάποτε στο ΚΚΕ Εσωτερικού και δεν είναι τυχαίο το γεγονός), λέει ότι οι αντιδράσεις στο βιβλίο της ΣΤ΄ τάξης προήλθαν από «συντηρητικούς, δεξιούς και εθνικιστικούς κύκλους». (Συνέντευξη στην Ελευθεροτυπία, 5.8.2007). Η κυρία Γιαννάκου που την στηρίζει θα πρέπει κανονικά να ανήκει στους επαναστατικούς κύκλους! Ο δε πολύς κ. Αντώνης Λιάκος εκφράζει ακολούθως τον αποτροπιασμό του για τους εθνικόφρονες: «Που να τα πεις όμως αυτά στον ορυμαγδό της ασχετοσύνης, του φανατισμού και της δημαγωγίας που ξεσηκώθηκε σαν κουρνιαχτός και συμπαρέσυρε ακόμη και αυτούς που θα έπρεπε να δείξουν σοβαρότητα και υπευθυνότητα;» (εφημ. «Το Θέμα», 31.7.2007). Αλλά ας παραθέσω ακόμη ένα απόσπασμα από άρθρο της Σίσσυ Βωβού, μέλους της ΑΚΟΑ, Νάσου Θεοδωρίδη, μέλους του ΣΥΝ και Γιάννη Μηλιού, μέλους του ΣΥΡΙΖΑ: «οι ‘εμμονές περί έθνους’ είναι εντελώς - μα εντελώς (και δίχως περιστροφές) - ασυμβίβαστες με τη μαρξιστική και εν γένει ταξική θεώρηση της ιστορίας...».[4]
Έχει συμπληρωματικά νόημα να παραθέσω και την άποψη της προέδρου της βουλή Άννας - Ψαρούδας Μπενάκη κατά την ορκωμοσία του κ. Παπούλια ως προέδρου της δημοκρατίας στις 8.2.2005, που είναι αποκαλυπτική και εντάσσεται στο ίδιο πνεύμα: «Τα εθνικά σύνορα και ένα μέρος της εθνικής κυριαρχίας θα περιοριστούν χάριν της
ειρήνης, της ευημερίας και της ασφάλειας στη διευρυμένη Ευρώπη, τα δικαιώματα
του ανθρώπου και του πολίτη θα υποστούν μεταβολές, καθώς θα μπορούν να προστατεύονται, αλλά και να παραβιάζονται από αρχές και εξουσίες πέραν των καθιερωμένων...».
Ίσως είναι πολύ διδακτικό και συμπληρωματικό προς την τοποθέτηση της κ. Άννας Ψαρούδας Μπενάκη αυτό που είπε ο αρχιτέκτονας της νέας τάξης Χένρι Κίσιγκερ, μιλώντας κατά την βράβευσή του από Αμερικανούς μεγαλοεπιχειρηματίες στην Ουάσιγκτον (Σεπτέμβρης 1994):
«Ο ελληνικός λαός είναι δυσκολοκυβέρνητος και γι’ αυτό πρέπει να τον πλήξουμε βαθιά στις πολιτισμικές του ρίζες. Τότε ίσως συνετισθεί. Εννοώ δηλαδή να πλήξουμε τη γλώσσα, τη θρησκεία, τα πνευματικά και ιστορικά του αποθέματα, ώστε να εξουδετερώσουμε κάθε δυνατότητα του να αναπτυχθεί, να διακριθεί, να επικρατήσει, για να μη μας παρενοχλεί στα Βαλκάνια, στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Μέση Ανατολή, σε όλη αυτή τη νευραλγική περιοχή, μεγάλης στρατηγικής σημασίας για μας, για την πολιτική των ΗΠΑ».
Η αστική τάξη ενδιαφέρεται μόνο για το κεφάλαιο και την παγκόσμια επικράτηση και επιβολή του. Τα περί έθνους, πατρίδας, θρησκείας, οικογένειας, που προπαγανδίζει είναι για τους αφελείς ή για κείνους που εμπορεύονται τις αρχές και αξίες του έθνους. Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα. Συνεπώς δεν το ενδιαφέρει ουσιαστικά ούτε η πατρίδα, ούτε η θρησκεία, ούτε η οικογένεια, ούτε καμία άλλη αξία, πλην του χρήματος. Αυτό μπορεί να συνέβαινε, αν συνέβαινε, πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η αστική τάξη ήταν εθνική.
Ο εργάτης όμως έχει και πρέπει να έχει πατρίδα, την οποία οφείλει να απαγκιστρώσει από τον υποκριτικό και φαρισαϊκό εναγκαλισμό του κεφαλαίου, δηλαδή της αστικής τάξης. Πρέπει να υπερασπίζεται το έθνος, γιατί χωρίς έθνος δεν υπάρχει διεθνισμός.
Πως εξηγείται αλήθεια το φαινόμενο να ταυτίζονται οι δύο διαμετρικά αντίθετες σχολές σκέψεις στο σχέδιο Ανάν, την αλυτρωτική πολιτική των Σκοπίων και γενικά την υποχώρηση και ενδοτικότητα σ’ όλα τα εθνικά θέματα, απέναντι στην ιμπεριαλιστική πολιτική των Αγγλοαμερικάνων και του τουρκικού επεκτατικού κατεστημένου;
Τι παράξενο φαινόμενο πραγματικά να ταυτίζεται, από ορισμένους αυτοαποκαλούμενους αριστερούς, η ταξική θεώρηση της ιστορίας με την αστική;
Το συμπέρασμα που βγαίνει κατά την άποψή μου από τη συνοπτική αυτή ανάλυση είναι ότι η απελευθέρωση της εργατικής τάξης και των εργαζομένων γενικότερα στην πατρίδα μας και στα άλλα κράτη, μόνο από τις πατριωτικές δυνάμεις είναι δυνατή. Η σύγχυση που γίνεται, συνήθως εσκεμμένα ανάμεσα στον πατριωτισμό και τον εθνικισμό (και κατ’ επέκταση σοβινισμό, ρατσισμό κ.λπ) δεν έχει καμία βάση. Η προσπάθεια να παρουσιάσουν τον Έλληνα σώνει και καλά εθνικιστή, υποδηλώνει απλώς ότι η πραγματικότητα δεν ταιριάζει στη θεωρία τους, άρα πρέπει να αλλάξει η πραγματικότητα, όπως καθορίζει θεωρητικά η δική τους σχολή σκέψης, που στο κάτω κάτω της γραφής δεν αγγίζει καθόλου, μα καθόλου την εργατική τάξη, την οποία θέλουν να σώσουν με το στανιό οι αυτόκλητοι σωτήρες.
Και ένα τελευταίο: Γράφει πολύ σωστά στο άρθρο που αναφέραμε ο Άλκης Ρήγος, ότι το έθνος είναι «...το πληρέστερο και ανθεκτικότερο συλλογικό υποκείμενο της ανθρώπινης ιστορίας. Διαψεύδοντας τις κυρίαρχες μεταπολεμικές ιδεολογήσεις, αστών και μαρξιστών διανοουμένων, που θεωρούσαν τα Έθνη ως παρωχημένες κοινωνικές ολοκληρώσεις ή ιδεολογικά νεφελώματα, τα οποία έτειναν σε μαρασμό μέσα από τη διεθνοποίηση της Αγοράς ή του Παγκόσμιου προλεταριάτου».
[1] Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, στο Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. Ι, εκδοτικό της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, 1951, σ. 40 -41
[2] Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, ο.π., σ. 58.
[3] Κ. Μαρξ, Κριτική της πολιτικής οικονομίας, (πρόλογος), στο Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς κοινωνίας» (βλ, Διαλεχτά έργα, τόμ. Ι, εκδοτικό της Κ.Ε. του ΚΚΕ, εκδ. «Νέα Ελλάδα», 1951,σ. 424.
[4] Άρθρο τους στην «Εποχή», 24.12.2006.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου