Είναι καθιερωμένο σήμερα στην Ελλάδα να μιλάμε για «το κυπριακό» ως άλλο ένα θέμα -σημαντικό ίσως- σίγουρα όμως όχι το θέμα της πολιτικής μας ζωής. Αυτό δεν ήταν πάντα έτσι. Στη δεκαετία του 1950, όταν ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας στην Κύπρο ήταν σε έξαρση, η Ελλάδα ήταν στους δρόμους και, διαδηλώνοντας υπέρ της απελευθέρωσης των κυπρίων αδελφών, διαδήλωνε ταυτόχρονα και υπέρ της δικής της απελευθέρωσης από τα δεσμά του κράτους της δεξιάς και της υποτέλειας στον αγγλοαμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Ο αγώνας τότε ήταν κοινός.
Έπρεπε να περάσουμε από την αυτοδιάθεση -που μας ένωνε- στην βεβιασμένη και ψευδεπίγραφη «ανεξαρτησία» του κράτους της Ζυρίχης και του Λονδίνου και μέσα από τις προδοσίες της αμερικανοκίνητης χούντας των Παπαδόπουλου και Ιωαννίδη για να φτάσουμε στον νέο εθνικό διχασμό της μεταπολίτευσης όπου, ενώ η Κύπρος μάτωνε και σκλαβωνόταν, η Ελλάδα πανηγύριζε την πτώση της δικτατορίας και πρωθυπουργικά χείλη δήλωναν πως «η Κύπρος είναι μακριά», αθετώντας τις υποχρεώσεις της χώρας ως «εγγυήτριας» της ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας….
Μεσολάβησαν τρείς δεκαετίες άγονων και ατέρμονων «διακοινοτικών συνομιλιών» που οδήγησαν στο αδιέξοδο του Σχεδίου Ανάν και, χάρη στο συντριπτικό ΟΧΙ του Κυπριακού Λαού, στη διάσωση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ήταν η στιγμή που, υπακούοντας στην λαϊκή εντολή και αναγνωρίζοντας τα αδιέξοδα της μέχρι τότε πολιτικής τους, οι ηγεσίες στην Κύπρο και στην Ελλάδα όφειλαν να επανατοποθετήσουν «επιθετικά» το κυπριακό ως διεθνές ζήτημα εισβολής και κατοχής, τόσο στον ΟΗΕ όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προτείνοντας λύση σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το ευρωπαϊκό κοινοτικό κεκτημένο. Η στιγμή ήταν κατάλληλη και γιατί οι αγγλοαμερικάνοι ήσαν εγκλωβισμένοι στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, η Ρωσία και η Γαλλία υποστήριζαν σθεναρά την Κύπρο και η Τουρκία αντιμετώπιζε το κουρδικό και διεκδικούσε να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δυστυχώς δεν τόλμησαν!
Η εκλογή Χριστόφια έφερε μια νέα κινητικότητα στο κυπριακό και δημιούργησε σε πολλούς την προσδοκία ότι λύση στη βάση «δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας» ήταν εφικτή και μπορούσε να είναι βιώσιμη, εξασφαλίζοντας στον νέο Πρόεδρο μεγάλη περίοδο χάριτος. Η μέχρι σήμερα όμως πορεία δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας. Δεν είναι μόνο οι συνεχείς δηλώσεις αδιαλλαξίας του Ταλάτ και των Τούρκων αξιωματούχων.
Μεγαλύτερη ανησυχία εμπνέει η στάση της δικής μας πλευράς.
Θα αναφερθώ στα πιο κραυγαλέα κατά τη γνώμη μου περιστατικά:
1. Σε πλείστες περιστάσεις, τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά, ο Πρόεδρος Χριστόφιας έχει δηλώσει ότι το κυπριακό είναι πρωτίστως θέμα εισβολής και κατοχής και πως η λύση του εξαρτάται από την Άγκυρα. Στην πράξη, όμως, αφήνει την Τουρκία στο απυρόβλητο. Ακόμη και στρατιωτικά θέματα συζητούνται με τον Ταλάτ, παρά το γεγονός ότι αυτός δεν διαθέτει καμία εξουσία και είναι πλήρως εξαρτημένος από τον τουρκικό στρατό κατοχής, όπως εξ άλλου ομολογεί ο ίδιος. Έτσι, όχι μόνο δεν βρίσκεται η Τουρκία υπό διεθνή πίεση για να αποσύρει τα κατοχικά στρατεύματα αλλά ψηφίζεται ως μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για τα επόμενα δύο χρόνια και το κυπριακό υποβαθμίζεται ξανά σε «διακοινοτική διαφορά».
2. Ο Πρόεδρος Χριστόφιας, ενώ ‘αναγνωρίζει’ στα λόγια ότι η Κυπριακή Δημοκρατία, εκτός από τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και το διεθνές δίκαιο, έχει ισχυρά ερείσματα και ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ως προνομιούχος εταίρος της Ρωσίας, ταυτόχρονα επείγεται να ‘κλείσει’ το κυπριακό, επισείοντας μάλιστα το φάσμα της διχοτόμησης, στάση που βεβαίως αδυνατίζει σημαντικά αν δεν ακυρώνει εντελώς την διαπραγματευτική του θέση.
3. Οι ‘ομάδες εργασίας’ και ‘τεχνικές επιτροπές’ που συστήθηκαν για να προετοιμάσουν το έδαφος για τις «απ’ ευθείας διαπραγματεύσεις» σε επίπεδο κορυφής στελεχώθηκαν σχεδόν αποκλειστικά από υποστηρικτές του Σχεδίου Ανάν, ενέργεια άκρως περιφρονητική προς την ετυμηγορία της συντριπτικής πλειοψηφίας του Κυπριακού Λαού!
4. Οι προεκλογικές δεσμεύσεις Χριστόφια για «απαλλαγή της Κύπρου από τον εποικισμό» αναιρέθηκαν αμέσως με την μονομερή, άνευ προφανούς αιτίας και ανταλλάγματος, δήλωση περί νομιμοποίησης 50.000 εποίκων!
5. Για να δικαιολογήσει την έναρξη των απ’ ευθείας διαπραγματεύσεων με τον Ταλάτ, παρά το γεγονός ότι οι εργασίες των ομάδων και των επιτροπών δεν παρουσίαζαν ικανοποιητικά αποτελέσματα, ο Πρόεδρος Χριστόφιας εμφάνισε τον Ταλάτ συμφωνούντα επί της αρχής της μιας κυριαρχίας και μιας ιθαγένειας ενώ ο τελευταίος το διέψευδε.
6. Τις προεκλογικές δεσμεύσεις για «δίκαιη, βιώσιμη και λειτουργική λύση» που θα κατοχυρώνει μια κυριαρχία, μια ιθαγένεια κλπ ακολούθησαν μετεκλογικά και ακύρωσαν δηλώσεις Χριστόφια για «πολιτική ισοτιμία», για «συνεταιρισμό» δύο «συνιστώντων κοινοτήτων ή πολιτειών ή κρατών», για εκ περιτροπής προεδρία και ρυθμίσεις που παραχωρούν τουρκοκυπριακό (δηλαδή τουρκικό) «βέτο» στην ομόσπονδη κυβέρνηση κλπ.
7. Προεκλογικά αλλά και μετεκλογικά ο Πρόεδρος Χριστόφιας υποστήριζε τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων σε επίπεδο κορυφής με το επιχείρημα ότι τυχόν αδιαλλαξία της άλλης πλευράς θα την εξέθετε διεθνώς. Με διαπιστωμένη και επιβεβαιωμένη όμως σήμερα αυτή την αδιαλλαξία, παρά τις τόσες ‘χειρονομίες καλής θέλησης’ από πλευράς του, ο Πρόεδρος Χριστόφιας, αντί να την καταγγείλει δήλωσε προ ημερών ότι για την καθυστέρηση στις διαπραγματεύσεις «ευθύνονται και οι δύο συνομιλητές»!
Πώς να εξηγήσει κανείς τις ανακολουθίες και τις αντιφάσεις, την ασυνέπεια λόγων και έργων; Ανεξάρτητα αν είναι τα ίδια αποτέλεσμα σύγχυσης και αμηχανίας ή, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι, εξαρτήσεων ή ιδεολογικών αγκυλώσεων, το βέβαιο είναι ότι προκαλούν σύγχυση και απογοήτευση και αντί να εμψυχώνουν και να ενδυναμώνουν αποθαρρύνουν και αδυνατίζουν το εσωτερικό μέτωπο ενώ ταυτόχρονα αποθρασύνουν την άλλη πλευρά.
Εν όψει όλων αυτών προβάλλουν αμείλικτα ορισμένα ερωτήματα:
1. Υπάρχει από πλευράς μας εναλλακτική τακτική (plan B) ή βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι σε έναν διάλογο απ’ όπου πρέπει να εξέλθουμε πάση θυσία με μια λύση, όποια και να είναι αυτή;
2. Διαπραγματευόμαστε δηλαδή υπό το κράτος του φόβου ότι μη λύση ίσον διχοτόμηση; Αν αυτό ισχύει πραγματικά γιατί να υποθέσουμε ότι η άλλη πλευρά επιθυμεί την όποια λύση και όχι τη διχοτόμηση; Λογικό να υποθέσουμε ότι υπό τις συνθήκες θα επεδίωκε λύση μόνο αν αυτή ήταν καλλίτερη γι’ αυτήν από τη διχοτόμηση.
3. Μήπως λοιπόν φοβούμενοι τη διχοτόμηση και προβαίνοντας σε συνεχείς παραχωρήσεις στο όνομα της αποφυγής της οδηγούμαστε σε λύσεις χειρότερες από τη διχοτόμηση;
4. Μια «δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία» τύπου Σχεδίου Ανάν, με «πολιτική ισότητα» ισχυρών συνιστώντων κρατών και αδύναμης ομοσπονδιακής κυβέρνησης, όπου θα υπάρχει τουρκοκυπριακό (δηλαδή τουρκικό) βέτο, με μόνιμες αποκλίσεις από το κοινοτικό κεκτημένο θεσμοθετημένες ως πρωτογενές δίκαιο, είναι «λύση» καλλίτερη ή χειρότερη από την παράταση της ντε φάκτο διχοτόμησης;
5. Μια παρόμοια «λύση» που θα νομιμοποιούσε τα κατοχικά τετελεσμένα και θα αναγνώριζε το τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος ως «συνιστών» ομόσπονδο κράτος μήπως θα αποτελούσε ένα ακόμη βήμα προς την de jure διχοτόμηση που θα ακολουθούσε νομοτελειακά την αναπόφευκτη διάλυση μιας δυσλειτουργικής (συν)ομοσπονδίας; Η εμπειρία του κράτους της Ζυρίχης όπως και οι πρόσφατες δυτικές αναγνωρίσεις του Κοσόβου ως ανεξάρτητου κράτους θα έπρεπε να μας διδάσκουν.
6. Μπορεί υπό τις περιστάσεις να υπάρξει λειτουργική και βιώσιμη «δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία» όταν παρόμοιο σύστημα δεν πέτυχε να επιβιώσει στις απείρως ευνοϊκότερες συνθήκες της Τσεχοσλοβακίας και είναι τουλάχιστον αμφίβολο αν θα επιζήσει στο Βέλγιο; Γιατί δεν το προτείνουν οι θιασώτες του και στη FYROM;
7. Αν οι σημερινές ηγεσίες Κύπρου και Ελλάδας δεν είναι άξιες να αγωνιστούν και να επιτύχουν δίκαιη και βιώσιμη λύση του κυπριακού με ποιό δικαίωμα μπορούν να στερήσουν τις ηγεσίες του μέλλοντος από τη δυνατότητα να το επιχειρήσουν;
8. Όταν στο όνομα του «ρεαλισμού» και της σκοπιμότητας να μην ανοίξει η Κύπρος δεύτερο μέτωπο, ο Πρόεδρος Χριστόφιας δεν θέτει θέμα απομάκρυνσης των βρετανικών βάσεων μήπως καθιστά περίπου υποχρεωτικό για την Τουρκία να επιμείνει στον δικό της «εγγυητικό» ρόλο; Μήπως δηλαδή είναι, αντίθετα, ουτοπικό το να μη θέτουμε θέμα βάσεων, περιμένοντας ότι θα μπορούσε ποτέ να δεχθεί η Τουρκία να παραδώσει την Κύπρο στον αποκλειστικό στρατηγικό έλεγχο των αγγλοαμερικανών; Μήπως δηλαδή αν επιζητούμε ένα νέο σύστημα πραγματικών εγγυήσεων ασφαλείας, χωρίς (ψευτο)«εγγυήτριες» δυνάμεις το πρώτο που θα έπρεπε να κάνουμε είναι να ζητήσουμε την απομάκρυνση των βάσεων;
9. Τι νόημα έχει όλη η φιλολογία περί «αποστρατιωτικοποίησης» της Κύπρου όταν δεν τίθεται ταυτόχρονα θέμα απομάκρυνσης των βρετανικών βάσεων; Ποιός κοροϊδεύει ποιόν;
10. Αν ο Πρόεδρος Χριστόφιας δεν δείχνει να έχει «κόκκινες γραμμές» άμυνας στις διαπραγματεύσεις, το ίδιο ισχύει και για τις δυνάμεις που τον στηρίζουν; Μήπως η συνεχής διολίσθηση που παρατηρείται στις θέσεις του είναι αποτέλεσμα και του ότι στην Κύπρο δεν υπάρχει μέχρι στιγμής σοβαρή και συγκροτημένη αντιπολίτευση; Μήπως τα κόμματα που τον στηρίζουν στην ουσία τελούν υπό συνθήκες ομηρίας συμμετέ-χοντας στην κυβέρνηση; Μήπως ήρθε η ώρα να αναθεωρήσουν τη στάση τους πριν η κατάσταση καταστεί μη αναστρέψιμη;
I.MΑΥΡΟΣ (12/11/2008)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου