Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2008

Ο Μαρξ, ο Λένιν, ο Γκράμσι και η πολιτισμική ηγεμονία της Αριστεράς

του Δαμιανού Βασιλειάδη
εκπαιδευτικού


«Χωρίς επαναστατική θεωρία
δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνημα»
Λένιν

Εισαγωγή
Η αξία της κριτικής σκέψης

Το ανωτέρω αξίωμα του Λένιν έχει καθολική εφαρμογή. Η θεωρία, είτε επαναστατική είτε μη επαναστατική, είναι γενικά απαραίτητη για κάθε ατομικό ή συλλογικό υποκείμενο που θέλει να ξεφύγει από το τυχαίο, αυθόρμητο και στατικό και σκοπεύει συνειδητά να αναλύσει την πραγματικότητα, να βάλει στόχους στη δράση του και να προγραμματίσει τους τρόπους και την οργανωτική μεθοδολογία εφαρμογής τους. Έχει βασικά σχέση με το σοφό που διακήρυξε ο Μαρξ ότι «οι φιλόσοφοι μονάχα εξηγούσαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε».[1]

Η αλλαγή φυσικά δεν μπορεί να γίνει στην τύχη και στα τυφλά. Προϋποθέτει την θεωρία ή οποία διαμορφώνει τα κριτήρια - έννοιες με τα οποία θα αναλυθεί η πραγματικότητα και θα καθοριστεί η στρατηγική και τακτική για την αλλαγή της.

Βασικά η θεωρία δημιουργεί το αξιακό σύστημα, με βάση το οποίο ερευνάται και κρίνεται η πραγματικότητα και επιχειρείται, με την διαμορφωμένη από την κοσμοθεωρία ιδεολογία, η αλλαγή της. Παράδειγμα η αστική ή η σοσιαλιστική ιδεολογία, με τις αρχές και αξίες που την προσδιορίζουν. Αφορά με την έννοια αυτή μια συνειδητή επιλογή ενός ατομικού ή συλλογικού ιστορικού υποκειμένου. Η αναφορά στην ιδεολογία είναι προϋπόθεση για σχηματισμούς πολιτικής ενότητας, γιατί δείχνει την στρατηγική κατεύθυνση του πολιτικού προγραμματισμού.

Επειδή αποτελεί βαθιά πεποίθηση μας ότι η κρίση της Αριστεράς έγκειται στη θεωρία και κατ’ επέκταση στην ιδεολογία., γι αυτό θεωρούμε την εκ των ων ουκ άνευ αναγκαιότητα της αναλυτικής προσέγγισης του θέματος αυτού.

Η διεργασία αυτή λοιπόν δεν μπορεί να γίνει χωρίς την ενασχόλησή μας και - αν θέλουμε -χωρίς την αντιπαράθεσή μας, με εκείνους τους στοχαστές της ιστορίας που δημιούργησαν κατά βάση τις θεωρητικές-ιδεολογικές υποδομές για την αλλαγή της πραγματικότητας προς μια συγκεκριμένη και καθορισμένη από την θεωρία κατεύθυνση. Αντιπαράθεση βέβαια με την έννοια είτε της προσαρμογής της θεωρίας τους στη σημερινή συγκυρία, είτε ακόμη και της αναθεώρησής της κάτω από τις επιταγές των σημερινών κοινωνικών δεδομένων. Ο λόγος: Άλλες ήταν οι προκλήσεις του χθες και άλλες είναι οι προκλήσεις του σήμερα. Ούτως ή άλλως είμαστε υποχρεωμένοι να καταπιαστούμε με τους μεγάλους θεωρητικούς στον τομέα αυτόν, που η αυθεντία τους έχει μια γενικότερη αναγνωρισιμότητα, που δεν μπορούμε να την παραγνωρίσουμε. Στη χωρία αυτή ανήκουν: ο Μαρξ, ο Λένιν, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Τρότσκι, ο Γκράμσι και οι επίγονοί τους.

Η ενασχόλησή μας με αυτές τις παγκοσμίου εμβέλειας και κύρους προσωπικότητες είναι αναγκαστική, γιατί οι δικές μας θέσεις ή η δική μας θεωρία, χωρίς αυτό να αποτελεί «ύβριν», θα προκύψει, για να έχει κάποιαν αξία, από την αντιπαράθεσή μας με τα θεωρητικά εργαλεία-έννοιες, που χρησιμοποίησαν εκείνοι για να διαμορφώσουν τη δική τους θεωρία.

Με την έννοια αυτή ο σεβασμός στην προσωπικότητά τους δεν σημαίνει αυτομάτως και αποδοχή της θεωρίας τους. Κάθε θεωρία, ως γνωστόν, αποτελεί προσπάθεια ερμηνείας και κατανόησης της αντικειμενικής πραγματικότητας, χωρίς αυτή η προσπάθεια να έχει τέλος. Η αλήθεια είναι διαλεκτική, δηλαδή οδεύει στο άπειρο, όπως οι ίδιοι αυτοί οι κολοσσοί της σκέψης αποδέχονται. Με την έννοια αυτή μόνο προσέγγιση της αλήθειας είναι δυνατή και τα όρια της καθορίζει κάθε φορά ο χώρος και ο χρόνος, η δεδομένη «χωροχρονική» συγκυρία. Ταυτόσημη άποψη εκφράζει και ο Ένγκελς: «Έχουμε πάντα συνείδηση, ότι οι γνώσεις που αποχτούμε είναι αναγκαστικά περιορισμένες, ότι καθορίζονται από τις συνθήκες, όπου τις αποκτήσαμε».[2] Κάτω από αυτήν την οπτική θα μπορούσαμε, τη ρήση του Μαρξ για τους φιλοσόφους, να την εφαρμόσουμε και για τον ίδιο, λέγοντας ότι οι μαρξιστές μονάχα εξηγούσαν με διάφορους τρόπους τον Μαρξ, το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε. Εξάλλου και ο ίδιος ο Μαρξ, όταν μερικοί προσπαθούσαν να τον κάνουν δόγμα, δήλωνε ότι δεν είναι μαρξιστής.

Καθήκον, λοιπόν, του φιλοσόφου, και όχι μόνο, είναι να αμφιβάλλει για οποιαδήποτε θεωρία για να διατηρεί αλώβητη την ανεξάρτητη κριτική του σκέψη. Γιατί σε τελευταία ανάλυση αυτό έχει σημασία, δηλαδή η ανεξαρτησία της κριτικής σκέψης, γιατί μόνο αυτή μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις μιας θετικής εξελικτικής πορείας της κοινωνίας. Αλλιώς καταλήγουμε σε μεσσιανισμούς, όπου το δόγμα και η πίστη είναι το καθοριστικό στοιχείο. Το δόγμα και η πίστη όμως σε τελευταία ανάλυση δεν έχουν σχέση με την επιστήμη, παρά με τη θρησκεία. Όταν ο μαρξισμός αναγορεύτηκε από τα κομμουνιστικά κόμματα σε θρησκεία (πίστευε και μη ερεύνα) κάποιου επίγειου παραδείσου, χωρίς αυτό φυσικά να ομολογείται, τότε καταλήξαμε στα καταστροφικά αποτελέσματα του υπαρκτού σοσιαλισμού, που όλοι γνωρίζουμε. Η μονολιθικότητα και ο δογματισμός, που έπνιξε την κριτική σκέψη, ήταν ένα από τα αρνητικά αποτελέσματα.

Συμπέρασμα: Την κριτική μας σκέψη δεν πρέπει να την χαρίζουμε σε κανέναν και για τίποτε. Προτιμότερη είναι η κριτική μας σκέψη που αμφισβητεί και ερευνά, από την αποδοχή οποιασδήποτε αυθεντίας, ας θεωρείται και η πιο μοναδική στον κόσμο.

Με αυτό το κριτήριο θα ασχοληθούμε με ορισμένα καθοριστικής σημασίας θέματα της θεωρίας, που έχουν όμως άμεσες επιπτώσεις στο περιεχόμενο και τη μορφή δράσης των ανθρώπων. Σε τελευταία ανάλυση αυτό μας ενδιαφέρει, γιατί από αυτό θα κριθεί και η αξία της θεωρίας.

Το πρώτο και καθοριστικό θέμα είναι το πρόβλημα του «κοινωνικού είναι και της συνείδησης ή της βάσης και του εποικοδομήματος». Το δεύτερο έχει σχέση με την ιδεολογική ηγεμονία, το τρίτο με αυτό που αποκαλείται από τον Γκράμσι «συναίνεση» και το τέταρτο με την έννοια του συλλογικού οργανικού διανοούμενου. Βασικά θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τις απόψεις των κύριων εκφραστών του μαρξισμού: Μαρξ, Λένιν και Γκράμσι, για να βγάλουμε ορισμένα συμπεράσματα που είναι χρήσιμα για τη πράξη, για τον σχεδιασμό της στρατηγικής του λαϊκού κινήματος.


1. Κοινωνικό είναι και συνείδηση ή βάση και εποικοδόμημα

Μία από τις βασικές θέσεις του Μαρξ που υπέχουν τη μορφή αξιώματος είναι αυτή που εκφράζεται ως «κοινωνικό είναι και συνείδηση». Γράφει ο Μαρξ συγκεκριμένα, δίνοντας τον ορισμό της σχέσης ανάμεσα στις δύο έννοιες: «Στην κοινωνική τους ζωή οι άνθρωποι έρχονται σε καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέλησή τους σχέσεις, σε παραγωγικές σχέσεις, που αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων. Το σύνολο αυτών των παραγωγικών σχέσεων αποτελεί την οικονομική διάρθρωση της κοινωνίας, την πραγματική βάση, που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν ορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης. Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει την κοινωνική, πολιτική και πνευματική πορεία της ζωής γενικά. Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το είναι τους, μα αντίθετα το κοινωνικό είναι τους καθορίζει τη συνείδηση τους.

Η έννοια του «κοινωνικού είναι και της συνείδησης» αποτελεί τον πυρήνα της φιλοσοφίας του Μαρξ για την ιστορία. Η σωστή ή λανθασμένη ερμηνεία τους και η αντίστοιχη εφαρμογή τους στην πράξη καθόρισε τις θετικές ή αρνητικές εξελίξεις του επαναστατικού κινήματος. Στην θεμελιακή αυτή τοποθέτηση του Μαρξ οφείλουμε να κάνουμε ορισμένες παρατηρήσεις, που αποκαλύπτουν κατά την άποψή μας βασικές αντιφάσεις
Ο Μαρξ, όπως ακριβώς και ο Χέγκελ, πριν απ’ αυτόν, μιλάει για καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέληση των ανθρώπων σχέσεις. Τις σχέσεις αυτές καθορίζει νομοτελειακά ο τρόπος παραγωγής, που αποτελεί την βασική έννοια του ιστορικού υλισμού. Ο ισχυρισμός αυτός έρχεται σε αντίθεση με άλλες δηλώσεις του ίδιου του Μαρξ καθώς και του Ένγκελς, όπου η θέληση του ανθρώπου παρουσιάζεται ανεξάρτητη και καθορίζουσα. Στις «Θέσεις για τον Φόυερμπαχ» γράφει ο Μαρξ τα ακόλουθα: «Η υλιστική διδασκαλία ότι οι άνθρωποι είναι προϊόντα των συνθηκών και της αγωγής και ότι επομένως οι άνθρωποι που έχουν αλλάξει είναι προϊόντα άλλων συνθηκών και αλλαγμένης αγωγής, ξεχνούν ότι τις συνθήκες τις αλλάζουν ακριβώς οι άνθρωποι και ότι πρέπει να διαπαιδαγωγηθεί και ο ίδιος ο διαπαιδαγωγητής… Η σύμπτωση της αλλαγής των συνθηκών με την αλλαγή της ανθρώπινης δράσης μπορεί να θεωρηθεί και να κατανοηθεί σωστά μονάχα σαν ανατρεπτική πράξη».[3]
Άσχετο με το πως πρέπει να κατανοηθεί η αλλαγή συνθηκών με την αλλαγή της ανθρώπινης δράσης, γεγονός είναι ότι στην άποψη αυτή εξυφαίνεται η ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης, που είναι ανεξάρτητη από αδήριτες αναγκαιότητες.
Και σ’ ένα άλλο σημείο, που έχει σχέση με το πρόβλημα των ιστορικών νόμων και της ελευθερίας του ανθρώπου, προσθέτει το περιβόητο: «Οι φιλόσοφοι μονάχα εξηγούσαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε».[4] Στο ίδιο πνεύμα μιλάει και ο Λένιν, παραφράζοντας τον Μαρξ: «...η συνείδηση του ανθρώπου όχι μόνο αντανακλά τον αντικειμενικό κόσμο, αλλά και τον δημιουργεί...δηλαδή, ο κόσμος δεν ικανοποιεί τον άνθρωπο και ο άνθρωπος με τη δράση του αποφασίζει να τον αλλάξει».[5]
Αν είναι αληθινά αυτά που ισχυρίζεται πιο πάνω ο Μαρξ και ο Λένιν τότε τίθεται και πάλι το επιτακτικό ερώτημα: Ποιος θα επιφέρει την αλλαγή, η θέληση του ανθρώπου ή θα έρθει αυτή από μόνη της ή εν πάση περιπτώσει από μια νομοτελειακή αναγκαιότητα, την οποία καθορίζουν οι ανεξάρτητοι από τη θέληση του ανθρώπου «σιδερένιοι» νόμοι της εξέλιξης, που όμως κι’ αυτοί υπάγονται στους οικονομικούς όρους;
Η ίδια ακαθοριστία παρατηρείται ακόμα πιο έκδηλα στον Ένγκελς. Στο γράμμα του προς τον Μπλοχ εκφράζεται πολλές φορές τελείως αντιφατικά. Παραθέτουμε ορισμένα σημεία του γράμματός του: «Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, ο καθοριστικός παράγοντας στην ιστορία είναι σε τελευταία ανάλυση η παραγωγή και η αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής.
Ούτε ο Μαρξ ούτε εγώ ισχυριστήκαμε ποτέ τίποτα παραπάνω. Αν κάποιος τώρα το διαστρεβλώνει αυτό, έτσι που να βγαίνει πως ο οικονομικός παράγοντας είναι ο μοναδικά καθοριστικός, τότε μετατρέπει εκείνη τη θέση σε αφηρημένη, παράλογη φράση, που δε λέει τίποτα. Η οικονομική κατάσταση είναι η βάση, αλλά τα διάφορα στοιχεία του εποικοδομήματος: οι πολιτικές μορφές της ταξικής πάλης και τα αποτελέσματά της - τα Συντάγματα, που τα καθορίζει η νικήτρια τάξη ύστερα από τη μάχη που κέρδισε κ.λπ. - οι νομικές μορφές, κι ακόμα περισσότερο οι αντανακλάσεις όλων αυτών των πραγματικών αγώνων στον εγκέφαλο αυτών που συμμετέχουν στην πάλη - οι πολιτικές, νομικές, φιλοσοφικές θεωρίες - οι θρησκευτικές αντιλήψεις και η παραπέρα ανάπτυξή τους σε συστήματα στην πορεία των ιστορικών αγώνων και σε πολλές περιπτώσεις, αυτά κυρίως καθορίζουν τη μορφή τους. Είναι μια αλληλεπίδραση όλων αυτών των στοιχείων, μέσα στην οποία επιβάλλεται σε τελευταία ανάλυση, σαν αναγκαιότητα, η οικονομική κίνηση μέσα από το ατελείωτο πλήθος των συμπτώσεων (δηλαδή των πραγμάτων και γεγονότων που η μεταξύ τους εσωτερική συνάφεια είναι τόσο μακρινή ή τόσο αναπόδειχτη που μπορούμε να τη θεωρήσουμε σαν ανύπαρχτη και να μη τη λογαριάζουμε)… Την ιστορία μας, την κάνουμε εμείς οι ίδιοι, την κάνουμε όμως, πρώτα, κάτω από πολύ ορισμένες προϋποθέσεις και όρους. Απ’ αυτούς οι οικονομικοί είναι που αποφασίζουν τελικά».[6]

Βλέπουμε στα παραπάνω την απεγνωσμένη προσπάθεια του Ένγκελς να προσδώσει αντικειμενική ύπαρξη και στη συνείδηση του ανθρώπου, αλλά από την άλλη δεν θέλει να θεμελιώσει την ψευδαίσθηση ή τη βεβαιότητα στον μελετητή, ότι αυτή είναι σε θέση να καθορίζει τις εξελίξεις σύμφωνα με δικούς της στόχους και επιλογές, ούτε να της προσδώσει πρωτογενές χαρακτήρα, που θα ανέτρεπε τη θεωρία του ιστορικού υλισμού. Για τον Μαρξ και τον Ένκγελς η παραγωγή και αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής καθορίζονται νομοτελειακά από τις σχέσεις παραγωγής. Οι οικονομικοί νόμοι, οι νόμοι που υπαγορεύονται από την «αδήριτη» οικονομική αναγκαιότητα, δεν επιδέχονται σε τελευταία ανάλυση καμία απολύτως αμφισβήτηση. Έτσι αναιρείται λογικά αλλά και στην πράξη η δυνατότητα διαμόρφωσης των εξελίξεων με βάση το εποικοδόμημα. Αυτή η «παράλογη» λογική συνεχίζεται και με μια σειρά παρόμοιους διαλογισμούς, την οποία επαναλαμβάνουν και πολλοί από τους επιγόνους, που εξάρουν και τη σημασία του ιδεολογικού εποικοδομήματος, αλλά τελικά ασπάζονται αυτό που αποτελεί το καταληκτικό συμπέρασμα του Ένγκελς.
Σε ένα γράμμα του στον Στάρκενμπουργκ επανέρχεται ο Ένγκελς στην ίδια επιχειρηματολογία: «Η πολιτική, νομική, φιλοσοφική, θρησκευτική, φιλολογική, καλλιτεχνική κ.λπ. ανάπτυξη βασίζεται στην οικονομική. Όλες τους όμως αντεπιδρούν επίσης η μια πάνω στην άλλη και πάνω στην οικονομική βάση. Τα πράγματα όμως δεν έχουν καθόλου έτσι, ότι δηλ. η οικονομική κατάσταση είναι η μόνη που δρα, ενώ όλα τα άλλα είναι μόνον παθητικό αποτέλεσμα. Εδώ έχουμε αλληλεπίδραση πάνω στην βάση της οικονομικής αναγκαιότητας που επιβάλλεται πάντα σε τελευταία ανάλυση».[7] Και ακόμη μια πιο προχωρημένη θέση του Ένγκελς στο ίδιο θέμα: «Οι κύριοι αυτοί ξεχνούν συχνά σκόπιμα, ότι ένας ιστορικός παράγοντας μόλις γεννηθεί από άλλα, σε τελευταία ανάλυση οικονομικά αίτια, αντιδρά αυτός, και μπορεί να αντεπιδράσει στο περιβάλλον του ακόμη και στα ίδια τα αίτιά του».[8]
Στην τοποθέτηση αυτή τονίζεται με μεγαλύτερη έμφαση το σχήμα της διαλεκτικής αλληλεπίδρασης βάσης και εποικοδομήματος, αλλά στην ουσία δεν υπάρχει καμιά διαφοροποίηση από τη γενική και σταθερή επιχειρηματολογία, ότι τελικά το κοινωνικό είναι καθορίζει την συνείδηση, ότι το δεύτερο επικαθορίζεται από το πρώτο.
Δεν μπορεί κανείς να μην παραξενευτεί με αυτό το «ναι μεν αλλά» των απόψεων και ερμηνειών του Ένγκελς. Δεν μπορούμε να εξηγήσουμε λογικά, πώς την ιστορία τους την κάνουν οι άνθρωποι οι ίδιοι και από την άλλη όχι, δεν την κάνουν οι ίδιοι, γιατί τελικά εκείνοι που αποφασίζουν είναι οι οικονομικοί όροι. Ή το ένα θα συμβαίνει ή το άλλο ή και τα δυο μαζί, μέσα σ’ ένα πλέγμα διαλεκτικής σχέσης. Στο δίλημμα αυτό είναι φυσικά δεδομένη η απάντηση του Ένγκελς υπέρ του οικονομικού παράγοντα. Όλα τα άλλα αποτελούν γι’ αυτόν διαστρέβλωση της πραγματικότητας.
Το ίδιο ισχυρίζεται και αλλού: «Οι άνθρωποι φτιάχνουν την ιστορία τους, όποια κι αν είναι η έκβασή της, επιδιώκοντας ο καθένας τους δικούς του συνειδητά θελημένους σκοπούς, και η συνισταμένη αυτών των πολλών θελήσεων που δρουν προς διάφορες κατευθύνσεις, και η πολλαπλή τους επίδραση στον εξωτερικό κόσμο αποτελεί ακριβώς την ιστορία».[9] Και σ’ αυτή την περικοπή φαίνεται έκδηλα το παράλογο του ισχυρισμού, ότι ο άνθρωπος θέτει, συνειδητά μάλιστα, σκοπούς οι οποίοι όμως, τελικά, δεν μπορούν να καθορίζουν το αποτέλεσμα, αλλά βασικά μόνο οι οικονομικοί όροι. Αυτή η μονόπλευρη και σταθερά οικονομίστικη αντίληψη για τον πρωτογενή καθοριστικό ρόλο του «κοινωνικού είναι» απέναντι στην «συνείδηση», όπου ούτε λίγο ούτε πολύ ο άνθρωπος μεταβάλλεται σε οικονομική μονάδα, είχε καταλυτικές αρνητικές συνέπειες στην πρακτική εφαρμογή του. Η μονοδιάστατη αυτή αντίληψη εκφράζει την πεποίθηση, ότι τελικά η ουσία του ανθρώπου είναι η παραγωγική του δραστηριότητα. Έτσι ο άνθρωπος μεταβάλλεται σε οικονομική μονάδα και μ’ αυτό τον τρόπο αποβάλλει τον ανθρωπιστικό του χαρακτήρα. Ο μαρξισμός, έτσι όπως εξελίχτηκε σε δόγμα, έχασε την ανθρώπινή του διάσταση. Μάλιστα πολλοί, οδηγώντας αυτή τη λογική του Μαρξ και Ένγκελς στα άκρα διατυπώνουν την άποψη, ότι «ο άνθρωπος είναι, ό,τι τρώει» (Der Mensch ist, was er ißt), που έρχεται σε αντίθεση με το «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος». Τι από τα δύο είναι άραγε ο άνθρωπος; Η δική μας απάντηση είναι σαφής: Ούτε το ένα, ούτε το άλλο, αλλά και τα δυο μαζί;
Στο σημείο αυτό ταυτίζεται η άποψη του Ένγκελς απόλυτα με τον ισχυρισμό του Μαρξ: «Η ιστορία δεν πράττει τίποτε, δεν διαθέτει κάποιον απερίγραπτο πλούτο δυνατοτήτων, δεν μάχεται αγώνες! Αντίθετα, ο άνθρωπος είναι εκείνος που ενεργεί, που έχει όλες τις δυνατότητες, που αγωνίζεται. Δεν είναι διόλου η ‘ιστορία’ που, σαν να ήταν κάποιο ιδιαίτερο άτομο, μεταχειρίζεται τον άνθρωπο ως μέσον για να επιτύχει τους στόχους της. Η ιστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι πράξεις των ανθρώπων που επιδιώκουν τους δικούς τους σκοπούς».[10]
Ένας κοινός νους βγάζει αναγκαστικά το συμπέρασμα, διαβάζοντας αυτές τις απόψεις, ότι τελικά ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να βάζει στόχους και να αποφασίζει, χωρίς να υπάρχουν κάποιοι κρυφοί νόμοι και μάλιστα οικονομικής μορφής, που καθορίζουν τις επιλογές του και τη δράση του.
Στο θέμα αυτό έχει ενδιαφέρον να μελετήσουμε την άποψη του Λένιν.

2. Η διαφοροποίηση του Λένιν στο θέμα του κοινωνικού είναι και της συνείδησης
Ο Λένιν, σε αντίθεση με τον Μαρξ και τον Ένγκελς, οδηγώντας στα άκρα τη λογική της αυτενέργειας του ανθρώπου ως δημιουργού της ιστορίας, εκφράζει στην ανάλυσή του για το αυθόρμητο και τη συνείδηση του προλεταριάτου την άποψη, ότι καθοριστικό και πρωτογενή ρόλο παίζει η συνείδηση του ανθρώπου και ότι η επαναστατική συνείδηση του προλεταριάτου, δηλαδή η συνειδητοποίηση και ανάδειξη της «ιστορικής του αποστολής», δεν παράγεται από το ίδιο, αλλά εισάγεται σ’ αυτό απ’ έξω, από την επαναστατική αστική διανόηση. Το προλεταριάτο δεν είναι σε θέσει να υψωθεί πάνω από τα συνδικαλιστικά του συμφέροντα, να αναπτύξει την ταξική του συνείδηση και ιδεολογία, ώστε να προχωρήσει αυτόβουλα στην κοινωνική επανάσταση. «Μια αυθόρμητη εξέλιξη του εργατικού κινήματος», έλεγε ο Λένιν, «δεν οδηγεί παρά στην καθυπόταξή του στην αστική ιδεολογία»
Η σοσιαλιστική συνείδηση, λέει ο Λένιν «γεννήθηκε από τις φιλοσοφικές, ιστορικές και οικονομικές θεωρίες που τις επεξεργάστηκαν οι πεπαιδευμένοι εκπρόσωποι των κυρίαρχων τάξεων, από τους διανοούμενους. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς, θεμελιωτές του επιστημονικού σοσιαλισμού, ήταν κι αυτοί, από την κοινωνική τους τοποθέτηση, αστοί διανοούμενοι. Το ίδιο και στη Ρωσία, το θεωρητικό δόγμα της σοσιαλδημοκρατίας εμφανίστηκε εντελώς ανεξάρτητα από την αυθόρμητη ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Υπήρξε το φυσικό και αναπόφευκτο προϊόν της ανάπτυξης της σκέψης στους σοσιαλιστές επαναστάτες διανοούμενους». (Βλ. Λένιν, Τι να κάνουμε, .....). Οι θέσεις αυτές του Λένιν έρχονται σε κατάφορη αντίθεση με την θεωρία του Μαρξ για την πρωτοκαθεδρία του κοινωνικού είναι απέναντι στη συνείδηση.
Ο Λένιν δεν αναλύει το περιεχόμενο της συνείδησης, πιθανόν αποδεχόμενος τις θέσεις του Μαρξ και του Ένγκελς στο πρόβλημα αυτό. Τον ενδιαφέρουν βασικά ο φορείς αυτής της συνείδησης, που τους χαρακτηρίζει ως αστούς, επαναστάτες διανοούμενους καθώς και ο τρόπος που αυτή η συνείδηση επηρεάζει την εργατική τάξη.
Σχολιάζοντας αυτή τη θέση του Λένιν ο Κώστας Παπαϊωάννου, που ασχολήθηκε διεισδυτικά και εμπεριστατωμένα με τον μαρξισμό - λενινισμό, διατυπώνει την ακόλουθη κριτική άποψη: «Πρόκειται εδώ για αναπάντεχη αντιστροφή μιας από τις θεμελιώδεις προτάσεις του Μαρξισμού: δεν καθορίζει πια το είναι τη συνείδηση, οι ιδέες δεν είναι πια ‘αντανακλάσεις’ της κοινωνικής κατάστασης, αλλά αναπτύσσονται αυθόρμητα, σύμφωνα με τη δική τους λογική, ανεξαρτήτως κάθε ταξικής ή άλλης κατάστασης, και καταλήγουν να καθορίζουν αυτές το είναι. Επιπλέον: το είναι του προλεταριάτου καθορίζεται τελικά από τη συνείδηση των διανοουμένων».[11]
Οι διανοούμενοι, οι οποίοι ανήκουν σαφώς στην αστική ή μικροαστική τάξη είναι εκείνοι τελικά που είναι σε θέση να στοχαστούν και να συλλάβουν την ιστορική εξέλιξη και την επαναστατική διαδικασία της ιστορίας, ενώ η εργατική τάξη, αφημένη στον εαυτό της, μπορεί να φτάσει μόνο στην συνδικαλιστική συνείδηση, στην τρεϊντ-γιουνιονίστικη συνείδηση, όπως λέει ο Λένιν.
Ένας τέτοιος στοχασμός ωστόσο, που θέτει και το θέμα της χειραφέτησης της εργατικής τάξης από μέρους του Λένιν σε διαφορετική βάση, δεν εκφράζει τον Μαρξ και τον Ένγκελς, οι οποίοι υποστηρίζουν πάντοτε την ίδια βασική θέση, ότι δηλαδή οι οικονομικές συνθήκες είναι εκείνες που καθορίζουν τελικά τα κοινωνικά δρώμενα και όχι οι πράξεις των ανθρώπων, ως απόρροια συνειδητών επιλογών, κι’ ας προσπαθεί ο Ένγκελς απεγνωσμένα και με επιχειρήματα, που δεν αντέχουν στην αυστηρά κριτική σκέψη, να τη διαφοροποιήσει. Υπάρχει σ’ αυτή την άποψη, πέρα από την αυθαίρετη επιχειρηματολογία, μια αιτιοκρατία «ένας ντετερμινισμός», που δεν αφήνει περιθώρια για άλλες, διαφορετικές σκέψεις και επιχειρήματα, για παρέκκλιση από την οικονομική νομοτελειακή πραγματικότητα, όσο κι’ αν προσπαθούν πολλοί από τους επιγόνους να πείσουν, ότι γίνεται παραποίηση της αλήθειας. Τελικά όμως η προσπάθεια του Μαρξ και του Ένγκελς να κατοχυρωθεί το «αξίωμα» του Μαρξ με επιστημονικούς όρους, φαίνεται πως αποτυγχάνει, γιατί δεν υπάρχουν τα αποδεικτικά εκείνα στοιχεία, που να εδραιώνουν λογικά παρόμοιους διαλογισμούς.
Πολλές φορές επανέρχεται ο Μαρξ, αλλά κυρίως ο Ένγκελς, στην πιο πάνω επιχειρηματολογία, η οποία σε τελευταία ανάλυση καταλήγει, όπως τονίσαμε επανειλημμένα, στη γνωστή θέση, ότι «το κοινωνικό είναι» καθορίζει τη «συνείδηση» του ανθρώπου. Αυτό το κοινωνικό είναι αποτελεί τη βάση, πάνω στην οποία οικοδομείται η συνείδηση και που χαρακτηρίζεται με άλλον όρο ως εποικοδόμημα ή υπερδομή.
Ισχυρίζεται επιπλέον ο Μαρξ ότι με την αλλαγή της οικονομικής βάσης ανατρέπεται αργότερα ή γοργότερα, ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα. Δεν είναι όμως ένας τέτοιος ισχυρισμός παράλογος; Πώς μπορεί να καταστραφεί πρώτα η βάση ενός οικοδομήματος και μετά όλο το οικοδόμημα; Και πού και πότε άλλαξε ένας κάποιος οικοδόμος τα θεμέλια ενός κτιρίου, για ν’ ανατρέψει μετά (αργά η γρήγορα) το επ-οικοδόμημα; Αυτό τουλάχιστον μας λέει και ο ίδιος ο Μαρξ σε άλλες περιπτώσεις. Αναφέρουμε πάλι ένα παράδειγμα παρμένο από την ανάλυσή του: Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία: «Η πολιτική κυριαρχία του παραγωγού δεν μπορεί να υπάρχει παράλληλα με τη διαιώνιση της κοινωνικής του υποδούλωσης. Γι’ αυτό η Κομμούνα θα έπρεπε να χρησιμεύει σαν μοχλός, για ν’ ανατραπούν οι οικονομικές βάσεις, που πάνω τους στηρίζεται η ύπαρξη των τάξεων και επομένως η ταξική κυριαρχία. Όταν θα έχει πια χειραφετηθεί η εργασία, κάθε άνθρωπος γίνεται εργάτης και η παραγωγική δουλειά παύει να αποτελεί ταξική ιδιότητα».[12] Εδώ με πολιτική κυριαρχία εννοείται η κυβέρνηση της εργατικής τάξης, δηλαδή η νομική και πολιτική μορφή αυτής της εξουσίας, που σύμφωνα με τον Μαρξ και τον Ένγκελς αποτελούν καθοριστική μορφή του εποικοδομήματος ή της συνείδησης. Η πολιτική κυριαρχία της Κομμούνας θα έθετε τις καινούργιες οικονομικές βάσεις καταργώντας τις παλιές, που σημαίνει σ’ αυτή την περίπτωση, ότι η συνείδηση καθορίζει το κοινωνικό είναι.
Στο σημείο αυτό ταυτίζεται η άποψη του Ένγκελς απόλυτα με τον ισχυρισμό του Μαρξ: «Η ιστορία δεν πράττει τίποτε, δεν διαθέτει κάποιον απερίγραπτο πλούτο δυνατοτήτων, δεν μάχεται αγώνες! Αντίθετα, ο άνθρωπος είναι εκείνος που ενεργεί, που έχει όλες τις δυνατότητες, που αγωνίζεται. Δεν είναι διόλου η ‘ιστορία’ που, σαν να ήταν κάποιο ιδιαίτερο άτομο, μεταχειρίζεται τον άνθρωπο ως μέσον για να επιτύχει τους στόχους της. Η ιστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι πράξεις των ανθρώπων που επιδιώκουν τους δικούς τους σκοπούς».[13] Ένας κοινός νους βγάζει αναγκαστικά το συμπέρασμα, διαβάζοντας αυτές τις απόψεις, ότι τελικά ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να βάζει στόχους και να αποφασίζει, χωρίς να υπάρχουν κάποιοι κρυφοί νόμοι που καθορίζουν τις επιλογές του και τη δράση του.
Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει και πολλά άλλα παραδείγματα, που έχουν να κάνουν με αυτό το βασικό πρόβλημα, όμως και μόνο αυτά αρκούν για να αποδεχτούμε τουλάχιστον, ότι όχι μόνο το κοινωνικό είναι του ανθρώπου καθορίζει τη συνείδησή του, αλλά και η συνείδησή του καθορίζει το κοινωνικό του είναι, άσχετα με το οντολογικό πρόβλημα, αν η συνείδηση είναι πνευματική η υλική, δηλαδή προϊόν της ύλης. Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση στο θέμα αυτό. Το πρόβλημα βρίσκεται αλλού, στον καθορισμό απλούστατα της διαλεκτικής τους αλληλεπίδρασης, με άλλα λόγια πότε και κάτω από ποιες συνθήκες η μια καθορίζει την άλλη, γιατί το γεγονός της αλληλεπίδρασης δεν το αρνείται κανείς. Αν θέλουμε να απλουστεύσουμε ακόμη περισσότερο τον προβληματισμό αυτόν θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε τη βάση σαν τις ρίζες ενός δέντρου και το εποικοδόμημα σαν τον κορμό, τα κλαδιά και τα φύλλα του. Είναι αυτονόητο ότι χωρίς τις ρίζες δεν μπορεί το δέντρο να επιβιώσει, αλλά χωρίς τα φύλλα και τα κλαδιά δεν θα επιζούσαν και οι ρίζες.
Πριν κλείσουμε την σύντομη αυτή περιγραφή της θεμελιακής φιλοσοφικής θεωρίας του Μαρξ, επιθυμούμε μαζί με τον Ένγκελς να τονίσουμε την ουσιαστική του προσφορά στην ανθρωπότητα. Λέει λοιπόν ο Ένγκελς: «Αυτές τις δύο μεγάλες ανακαλύψεις: την υλιστική αντίληψη της ιστορίας και την αποκάλυψη του μυστικού της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής με την υπεραξία, τις χρωστάμε στον Μαρξ».[14]
Η πρώτη μεγάλη ανακάλυψη αποτελεί τον λόγο που υποχρεώνει τον Ένγκελς να επιμένει πάντοτε ότι οι οικονομικοί όροι είναι οι καθοριστικοί. Αν δεν δινόταν αυτή η ερμηνεία θα κατέρρεε αυτομάτως ο ιστορικός υλισμός. Και αυτό είναι αυτονόητο. Γι’ αυτό η «εναγώνια» προσπάθεια να αποφευχθεί η παρεξήγηση, όταν τονίζεται και η επίδραση της συνείδησης πάνω στην οικονομική βάση. Η κάθε φορά επαναφορά στον ισχυρισμό, ότι τελικά οι υλικοί όροι είναι το πρωταρχικό, «σώζει» τη θεωρία του ιστορικού υλισμού, δεν αλλάζει όμως την πραγματικότητα, η οποία μπορεί να είναι τελείως η μερικώς διαφορετική απ’ ότι την καθορίζει η θεωρία.

Πολύ σημαντική είναι η ίδια η ομολογία του Μαρξ, για τη δική του προσφορά στην ιστορία, που δίνει αφορμή να κριθεί αυτή η προσφορά στη συγκεκριμένη αντικειμενική πραγματικότητα. Στο γράμμα του στον Βαϊντερμάγιερ με ημερομηνία 5.3.1852 εκφράζει τα ακόλουθα αποκαλυπτικά: «Όσο για μένα, δε μου ανήκει η τιμή ούτε ότι εγώ ανακάλυψα την ύπαρξη των τάξεων στη σύγχρονη κοινωνία, ούτε ότι εγώ ανακάλυψα την πάλη ανάμεσά τους. Πολύ πριν από μένα αστοί ιστορικοί είχαν περιγράψει την ιστορική εξέλιξη αυτής της πάλης των τάξεων και αστοί οικονομολόγοι - την οικονομική ανατομία των τάξεων. Ό,τι καινούργιο έκαμα εγώ ήταν να αποδείξω: 1. ότι η ύπαρξη των τάξεων συνδέεται απλώς με ορισμένες ιστορικές φάσεις ανάπτυξης της παραγωγής (historischen Entwicklungsphasen der Produktion), 2. ότι η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στη δικτατορία του προλεταριάτου 3. ότι αυτή η ίδια η δικτατορία αποτελεί απλώς το πέρασμα προς την κατάργηση όλων των τάξεων και προς μια αταξική κοινωνία…».

Κατά πόσο οι αποδείξεις του Μαρξ επαληθεύτηκαν από την ίδια την πραγματικότητα, που αποτελεί για τους Μαρξιστές αποδεικτικό στοιχείο της αλήθειας, θα αναλύσουμε στα επόμενα. Προκαταβολικά δηλώνουμε, ότι η πράξη δεν επαλήθευσε τα συμπεράσματα του Μαρξ[15] και οι λεγόμενες «αποδείξεις» του αποτελούν ζητούμενο.

3. Η συνείδηση ως πολιτισμική ηγεμονία. Η διαφοροποίηση του Γκράμσι από τον Μαρξ και τον Λένιν
Ενώ για το «κοινωνικό είναι» υπάρχει μια διεξοδικότερη ανάλυση για τον προσδιορισμό και τη σημασία του, για τη «συνείδηση» οι έννοιες που την καθορίζουν είναι συγκεχυμένες. Τι εννοούμε άραγε, όταν μιλάμε για συνείδηση; Έναν πρώτο προσδιορισμό μας δίνει ο Μαρξ κάνοντας αντιδιαστολή ανάμεσα στο κοινωνικό είναι, που είναι η πραγματική βάση, που όπως λέει ο ίδιος «πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν ορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης». Παρακάτω συμπληρώνει διατυπώνοντας την άποψη, ότι «Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει την κοινωνική, πολιτική και πνευματική πορεία της ζωής γενικά». Και συνεχίζει πιο αναλυτικά: «Όταν εξετάζουμε τέτοιες ανατροπές, πρέπει να κάνουμε πάντα τη διάκριση ανάμεσα στην υλική ανατροπή στους οικονομικούς όρους της παραγωγής, που μπορούμε να τους διαπιστώσουμε με ακρίβεια φυσικών επιστημών και στις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές, κοντολογίς τις ιδεολογικές μορφές, μέσα στις οποίες οι άνθρωποι συνειδητοποιούν αυτή τη σύγκρουση και παλεύουν ως τη λύση της».[16]
Στο σημείο αυτό της θεωρίας παρεμβαίνει ο Γκράμσι για να δώσει μια άλλη διάσταση στην βασική θέση του Μαρξ. Ο Γκράμσι απορρίπτει τον οικονομικό αυτοματισμό του Μαρξ και αναλύει το περιεχόμενο αυτού που ο Μαρξ αποκαλεί «μορφές κοινωνικής συνείδησης» ή ιδεολογικές μορφές, εννοώντας ότι την ηγεμονία στην κοινωνία δεν καθορίζουν πρωταρχικά οι κοινωνικές σχέσεις παραγωγής με κυριαρχικό στοιχείο την υλική βάση, δηλαδή την παραγωγή και αναπαραγωγή της οικονομικής ζωής μόνο, αλλά κυρίως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ιδεολογίας, που όπως λέει ο Μαρξ και ο Ένγκελς είναι οι νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές κ.λπ μορφές, που με μια λέξη θα τις εντάσσαμε στις πολιτιστικές μορφές και δραστηριότητες μιας ανεπτυγμένης πολυεπίπεδης και πολύπλοκης κοινωνίας πολιτών.
Το καινούργιο που προσθέτει ο Γκράμσι στην θεωρία και που ενυπήρχε ως αντίληψη του Μαρξ και του Ένγκελς ως πυρήνας, αλλά του δόθηκε δευτερεύουσα σημασία, ως παράγωγο της οικονομικής βάσης και αντανάκλασή του στη συνείδηση, είναι η πρωταρχική σημασία της ιδεολογικής ηγεμονίας. Αυτή η ιδεολογική ηγεμονία παίρνει τα χαρακτηριστικά του συνόλου της πνευματικής δημιουργίας μιας συγκεκριμένης κοινωνίας που με μια λέξη μπορούμε να την ονομάσουμε συνολικά πολιτισμό. Σ’ αυτόν περιλαμβάνονται εκτός από τις παραγωγικές σχέσεις (το κοινωνικό είναι), όλες οι άλλες δραστηριότητες ενός κοινωνικού σχηματισμού που αφορούν τον πολιτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό τομέα. Η ηγεμονία λοιπόν είναι έκφραση του εποικοδομήματος, δηλαδή της συνείδησης. Σε μια ανεπτυγμένη κοινωνία πολιτών τα εκπαιδευτικά συστήματα (η παιδεία σ’ όλα της τα στάδια), ο νομικός πολιτισμός με τα συντάγματα, τους νόμους και τους θεσμούς, η θρησκεία, η φιλοσοφία, η επιστήμη, οι τέχνες (θέατρο, λογοτεχνία, εικαστικές τέχνες), τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (ράδιο, τηλεόραση, διαδίκτυο), ήθη κι έθιμα, μύθοι και παραδόσεις, γενικά οι ιστορικές πολιτιστικές διαδρομές κ.λπ, διαμορφώνουν την ατομική και συλλογική συνείδηση και σε τελευταία ανάλυση δημιουργούν την πολιτιστική ή ιδεολογική ηγεμονία, που χρειάζεται η άρχουσα τάξη, όποια κι αν είναι αυτή (καπιταλιστική ή κομμουνιστική ή οποιαδήποτε άλλη) για να κατακτήσει τη συναίνεση των αρχομένων τάξεων. Θα μπορούσε λοιπόν να ισχυριστεί κανείς ότι η αστική ή η εργατική τάξη προσπαθεί σ’ όλες αυτές τις πολιτιστικές δραστηριότητες μιας συγκεκριμένης κοινωνίας να περάσει το δικό της αξιακό (ηθικό και πνευματικό) σύστημα, δηλαδή το καπιταλιστικό ή προλεταριακό και μέσω αυτού να δημιουργήσει τη συναίνεση Και όχι απλώς τη συναίνεση, αλλά ακόμη και την ενεργή συναίνεση, όπως λέει ο Γκράμσι, μέσω μεθόδων και πρακτικών που αποσπούν τη συγκατάθεση των κυριαρχούμενων τάξεων. Δεν είναι δηλαδή μόνο η βία και καταστολή, ούτε η δικτατορική καταστολή που δημιουργεί τις προϋποθέσεις επιβίωσης, διατήρησης και ανάπτυξης μιας κοινωνίας, αλλά και η συναίνεση με αυτή τη συγκεκριμένη μορφή.
Θα’ λεγε κανείς ότι υπάρχει μια αντίστροφη σχέση ανάμεσα στην καταστολή ή τον μηχανισμό καταναγκασμού, που λέει ο Μαρξ, και την συναίνεση. Στο βαθμό που αυξάνει η συναίνεση στον ίδιο βαθμό υποχωρεί η καταστολή, η οποία δεν καταργείται, αλλά παραμένει ανενεργή, σ’ ένα χώρο, «εφεδρικής επαγρύπνησης», θα λέγαμε, όσο αυτή η ισορροπία δεν διαταράσσεται.
Ο Γκράμσι λοιπόν αναπροσαρμόζει, ανασυνθέτει και εν μέρει αναθεωρεί την μαρξιστική θεωρία, διαμορφώνοντας καινούργια ερμηνευτικά σχήματα της σύνθετης και πολύπλοκης πραγματικότητας, κυρίως των δυτικών κοινωνιών, σε αντίθεση με την ασιατική παράδοση και σε αντίθεση με ότι θεωρητικά προϋπήρξε. Εισάγει στη θεωρία τους όρους «κοινωνία πολιτών, πόλεμο κινήσεων, πόλεμο θέσεων, ιδεολογική ή πολιτισμική ηγεμονία, συναίνεση και τη θεωρία των οργανικών διανοουμένων. Επιπρόσθετα και μια άλλη αντίληψη για το κράτος απ’ αυτήν που όριζε ο Μαρξ και ο Λένιν.
Ο πυρήνας αυτής της πρωτοπόρας και ριζοσπαστικής θεωρίας του Γκράμσι, όπως την διατυπώνει η Ροσάνα Ροσάντα, μια ιστορική μορφή της ιταλικής Αριστεράς, παρουσιάζει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: «Όπου η εξουσία της κυρίαρχης τάξης βασίζεται όχι μόνο στο κράτος, αλλά και σε μιαν αναπτυγμένη και πολύπλοκη κοινωνία πολιτών, το επαναστατικό κίνημα δεν μπορεί να νικήσει με μιαν επίθεση στην κορυφή του κρατικού μηχανισμού (πόλεμος κινήσεων), αλλά μόνο στο βαθμό που έχει καταχτήσει τα ‘οχυρά’ της κοινωνίας πολιτών (πόλεμος θέσεων). Μόνον όπου το κράτος κατέχει όλη την εξουσία, ενώ η κοινωνία πολιτών είναι αδύναμη και σχετικά αδιαμόρφωτη, μπορεί να συμβεί το αντίθετο. Ο πόλεμος κινήσεων είναι μια επανάσταση η οποία, ακόμη και αν καταλάμβανε με μια γρήγορη κίνηση την κορυφή της κρατικής εξουσίας, δεν θα μπορούσε να επικρατήσει εξαιτίας της αντίστασης μιας ισχυρής κοινωνίας πολιτών, στην οποία γι’ αυτό το λόγο χρειάζεται να διεισδύσουμε, από οχυρό σε οχυρό, με έναν επίμονο πόλεμο θέσεων. Παραδείγματα: Η Δύση παρουσιάζει εύρωστες κοινωνίες πολιτών, η Ανατολή εύθραυστες. Ο Γκράμσι δεν μπορεί να το γράψει καθαρά, αλλά αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο η επαναστάσεις της μεταπολεμικής περιόδου στην Ευρώπη απέτυχαν, ενώ στην ΕΣΣΔ ο Οκτώβρης νίκησε».[17] Τα οχυρά για τα οποία μιλάει η Ροσάνα Ροσάντα είναι βασικά η ηθική και πνευματική δημιουργία, τα πολιτιστικά προϊόντα μια συγκεκριμένης κοινωνίας. Το σοβιετικό πείραμα στερούνταν, σύμφωνα με το ερμηνευτικό σχήμα του Γκράμσι ηγεμονικών βάσεων. Φαίνεται ότι, όταν η κοινωνία πολιτών στο σοβιετικό κράτος κατέκτησε μερικά οχυρά, το σοβιετικό κράτος, και εξαιτίας αυτού του γεγονότος, κατέρρευσε.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις θεωρητικές επεξεργασίες του Γκράμσι θα πρέπει να αναφερθούμε στη σημασία του κράτους για την άρχουσα τάξη. Αυτή η ανάλυση έχει και την πρακτική της σημασία, γιατί θα μας δώσει απαντήσεις τόσο για το σημερινό πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, όσο και για τη στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσει ο φορέας της σοσιαλιστικής αλλαγής. Αυτή είναι η πρόκληση και αυτό είναι το ζητούμενο.

4. Το κράτος σύμφωνα με τον Μαρξ και τον Λένιν
Ο δρόμος προς την εξουσία και ο ρόλος και η λειτουργία του κράτους, που επεξεργάζεται ο Γκράμσι διαφοροποιείται σε μεγάλο βαθμό από τις απόψεις τόσο του Μαρξ όσο και του Λένιν. Η θεωρία περί κράτους εμπλουτίζεται σε μεγάλο βαθμό και ανταποκρίνεται στις καινούργιες κοινωνικές συνθήκες, οι οποίες είναι η γίνονται πολύ πιο περίπλοκες από ότι τις ανέλυσε ο Μαρξ και ο Λένιν για την εποχή τους. Για να κατανοήσουμε τα καινούργια στοιχεία που μας διευκολύνουν στην έρευνα πρέπει να αναφερθούμε εν συντομία στις απόψεις του Μαρξ και του Λένιν για το κράτος.
Πριν προχωρήσουμε στις θέσεις του Λένιν για το κράτος, είναι απαραίτητο να παρουσιάσουμε συνοπτικά τη συλλογιστική του Μαρξ πάνω στο κράτος, για να κατανοήσουμε κατόπιν με σαφήνεια τις θέσεις του Λένιν γι’ αυτό και τις επιπτώσεις που είχαν για την επαναστατική πορεία των μπολσεβίκων
Πολύ πετυχημένα και με μεγάλη ακρίβεια αναφέρεται στο θέμα αυτό ο Ανδρέας Παπανδρέου στο σημαντικό άρθρο του: Ο Μαρξ, ο Λένιν και «η δικτατορία του προλεταριάτου», όπου με απαράμιλλα συνοπτικό αναλυτικό και εκλαϊκευτικό τρόπο εκθέτει τον πυρήνα της θεωρίας του Μαρξ και κατ’ επέκταση του Ένγκελς για το κράτος.[18] Παραθέτουμε το σχετικό χωρίο:
«Ο Λένιν πιστά συνοψίζει τη βασική θέση του Μαρξ πάνω στο κράτος. Αν και ο Μαρξ ήταν φειδωλός σ’ αυτά που έγραψε, τόσο πάνω στον θεσμό του ‘κράτους’, όσο και σχετικά με τη δομή της σοσιαλιστικής κοινωνίας, μας άφησε μιαν αρκετά σαφή κληρονομιά».
Για τον Μαρξ το κράτος είναι πρώτα απ’ όλα ένας γραφειοκρατικός - στρατιωτικός μηχανισμός εξαναγκασμού (Η διοικητική όψη της λειτουργίας του δεν συνιστά κράτος). Δεύτερο, το κράτος αποτελεί έκφραση ιστορικά ασυμβίβαστων ταξικών αντιθέσεων. Αυτή και μόνη η παρουσία ισχυρού κράτους αποτελεί για τον Μαρξ αδιαμφισβήτητη απόδειξη ύπαρξης ισχυρών και ασυμβίβαστων ταξικών αντιθέσεων. Τρίτο, το κράτος είναι όργανο για την πολιτική επικυριαρχία της άρχουσας τάξης.
Αυτές οι θέσεις έχουν συγκεκριμένες λογικές συνέπειες:
Πρώτο, δεν νοείται κράτος ‘ουδέτερο’ σε σχέση με συγκρουόμενα ταξικά συμφέροντα (που είναι λίγο - πολύ θέση της σοσιαλδημοκρατίας).
Δεύτερο, δεν νοείται ύπαρξη του κράτους (σαν μηχανισμού εξαναγκασμού) στα πλαίσια μιας αταξικής κοινωνίας. Στο μέτρο που μια μετακαπιταλιστική κοινωνία κινείται προς το όραμα μιας αταξικής κοινωνίας, σ’ αυτό το μέτρο το κράτος ‘φθίνει’.
Τρίτο, είναι αυτονόητο, πως αν το προλεταριάτο διαδεχτεί ιστορικά την κεφαλαιοκρατία σαν άρχουσα τάξη, το κράτος θα δομηθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζει την πολιτική επικυριαρχία του προλεταριάτου. Κι’ αυτή ακριβώς είναι η βαθύτερη έννοια της ‘δικτατορίας του προλεταριάτου’».
Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση της έννοιας της δικτατορίας με την τρέχουσα σημασία της. Ο όρος δικτατορία σημαίνει απλώς, ποια είναι η τάξη που κατέχει την πολιτική εξουσία. Μ’ αυτήν την έννοια και η πιο δημοκρατική αστική δημοκρατία αποτελεί «δικτατορία» της αστικής τάξης.
Αυτό είναι το περίγραμμα της σκέψης του Μαρξ, που ενστερνίζεται και ο Λένιν, και που τα βασικά του χαρακτηριστικά περιλαμβάνονται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, έτσι όπως τα περιγράψαμε συνοπτικά πιο πάνω. Από κει και πέρα προχωρεί ο Λένιν σε παραπέρα επεξήγηση της μορφής και του περιεχομένου αυτού του κράτους, για να προχωρήσει στη δική του ερμηνεία, που, όπως θα δείξουμε, διαφοροποιείται από τα μαρξιστικά πρότυπα.
Θα αναφέρουμε μερικά αποσπάσματα για τον καταπιεστικό ρόλο τους κράτους και των συστατικών του στοιχείων, των δομικών του χαρακτηριστικών, όπως τους αντιλαμβάνεται ο Λένιν: «Το κράτος είναι προϊόν και εκδήλωση του ασυμφιλίωτου των ταξικών αντιθέσεων. Το κράτος εμφανίζεται εκεί, τότε και καθόσον, όπου, όταν και εφόσον οι ταξικές αντιθέσεις δεν μπορούν αντικειμενικά να συμφιλιωθούν»[19] Και συνεχίζει πιο κάτω να διευκρινίζει ακόμη πιο λεπτομερειακά τη φύση και τον ρόλο του κράτους: «Κατά τον Μαρξ, το κράτος είναι όργανο ταξικής κυριαρχίας, όργανο καταπίεσης μιας τάξης από μιαν άλλη, είναι η δημιουργία της ‘τάξεως’ εκείνης, που νομιμοποιεί και στερεώνει αυτή την καταπίεση, μετριάζοντας τη σύγκρουση των τάξεων».[20] Συνεχίζει στο έργο αυτό να αναλύει τα συστατικά μέρη του κράτους: «Ο μόνιμος στρατός και η αστυνομία είναι τα κύρια όργανα δύναμης της κρατικής εξουσίας, μα - μήπως μπορεί να γίνει και διαφορετικά;»[21] Αυτές είναι οι βασικές ιδιότητες του κράτους, έτσι όπως συμπληρωματικά προς τον Μαρξ τις αναπτύσσει ο Λένιν. Το βασικό χαρακτηριστικό είναι ο όρος «καταπίεση» ή «καταναγκασμός». Η εξουσία του κράτους έχει βασικά αυτή την δομή: Είναι καταπιεστική σε βαθμό καταναγκασμού. Αυτή είναι η φύση του κράτους. Ορισμένες φορές παρουσιάζει ο Μαρξ το κράτος ως μηχανή, μηχανή καταπίεσης και εξαναγκασμού.
Επειδή όμως, σύμφωνα με τις ιδέες του Μαρξ και του Ένγκελς, το κράτος είναι προϊόν του εποικοδομήματος, δηλ. της «συνείδησης» και όχι του «κοινωνικού είναι», που είναι προϊόν της οικονομικής βάσης, έχει καθοριστική σημασία να προσδιορίσουμε, τι περιλαμβάνει η έννοια του κράτους. Το κράτος βασικά για να υπάρχει και να λειτουργεί σαν όργανο ταξικής επικυριαρχίας εδραιώνεται πρωταρχικά στο σύνταγμα, που επιβάλλει η κυρίαρχη τάξη. Ο βασικός αυτός νόμος του κράτους καθορίζει τα επί μέρους νομικά και γενικότερα θεσμικά πλαίσια, μέσα στα οποία είναι υποχρεωμένο (αναγκασμένο) να λειτουργεί.. Κάθε δραστηριότητα μιας δοσμένης κοινωνίας, είτε είναι πολιτική είτε οικονομική είτε πολιτισμική είτε θρησκευτική είτε καλλιτεχνική, είτε οποιαδήποτε άλλη, εμπεριέχεται και εκφράζεται μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια. Φυσικά το κράτος δεν είναι «ενσωματωμένο» στην άρχουσα τάξη. Με την εδραίωση του θεσμού στέκεται πάνω από την κοινωνία, παραμένοντας ωστόσο εκφραστής (ως μηχανισμός καταπίεσης) των συμφερόντων της άρχουσας τάξης, είτε αυτή είναι αστική είτε προλεταριακή.

Οι μηχανισμοί καταπίεσης έχουν χαρακτήρα ιδεολογικό ή και πολιτικό. Στον ιδεολογικό τομέα το κράτος ηγεμονεύει μέσω της συναίνεσης. Όταν αυτή για κάποιους συγκεκριμένους πολιτικούς και κοινωνικούς όρους δεν λειτουργεί και συνεπώς δεν αποδίδει, ώστε να εξασφαλίζει απρόσκοπτα και χωρίς επικίνδυνους κλυδωνισμούς, την επικυριαρχία της άρχουσας τάξης, τότε παρεμβαίνουν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί, οι οποίοι επιβάλλονται ακόμη και με τη φυσική βία. Το κράτος δηλαδή επενεργεί ιδεολογικά και πολιτικά, αναλόγως, για να εδραιώσει εκείνες τις παραγωγικές σχέσεις, που κατοχυρώνουν την εκμετάλλευση της εξουσιαζόμενης τάξης από την εξουσιάζουσα. Βασικός παράγοντας λοιπόν, που υπέχει θέση κλειδί, είναι ένας βασικός άξονας του εποικοδομήματος, που λέγεται εξουσία.[22] Γι’ αυτό και ο Λένιν επανέρχεται συχνά στο θέμα για να τονίσει, ότι για να αλλάξουν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής «το προλεταριάτο δεν μπορεί να ανατρέψει την αστική τάξη, χωρίς να κατακτήσει πρωτύτερα την πολιτική εξουσία, χωρίς ν’ αποκτήσει την πολιτική κυριαρχία και να μετατρέψει το κράτος στο ‘οργανωμένο σαν κυρίαρχη τάξη προλεταριάτο».[23] Ο Λένιν επανέρχεται συχνά σ’ αυτή την επιχειρηματολογία, που δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά, πως η συνείδηση του ανθρώπου προηγείται του κοινωνικού είναι. Επανερχόμαστε στο γνωστό πρόβλημα που αναπτύξαμε στο θέμα: «κοινωνικό είναι και συνείδηση ή βάση και εποικοδόμημα. Σημαντική είναι η άποψη του Λένιν για το προλεταριακό κράτος και την εξουσία του με αφορμή την Κομμούνα του Παρισιού του 1871. Αποφαίνεται στο θέμα αυτό ως εξής: «Η Κομμούνα ήταν βασικά μια κυβέρνηση της εργατικής τάξης, το αποτέλεσμα του αγώνα της τάξης που παράγει, ενάντια στην τάξη που ιδιοποιείται...» Και συνεχίζει τον συλλογισμό του: «Η Κομμούνα είναι η πρώτη απόπειρα της προλεταριακής επανάστασης, να συντρίψει την αστική κρατική μηχανή και η ‘ανακαλυφθείσα επιτέλους’ πολιτική μορφή, με την οποία μπορεί και πρέπει να αντικατασταθεί αυτό που συντρίφτηκε»».[24] Από τις παραθέσεις αυτές συμπεράνουμε ότι τον Λένιν απασχολούσαν βασικά η προλεταριακή εξουσία και η συντριβή της αστικής, κρατικής μηχανής καταναγκασμού.

Η θεωρία ότι δεν μπορεί να θεμελιωθεί προλεταριακό κράτος, αν προηγουμένως δεν συντριβεί (zerbrechen) το αστικό κράτος, όπως ισχυρίζεται ο Μαρξ και να απονεκρωθεί, όπως λέει ο Λένιν, παραφράζοντας τον Μαρξ, είναι κατά την άποψή μας λανθασμένη. Το κράτος δεν καταστρέφεται, αλλά δημοκρατικοποιείται, όχι βέβαια με την έννοια του εκδημοκρατισμού του κράτους, την οποία διακήρυττε ο Μπερνστάιν, αλλά με την έννοια της άμεσης δημοκρατίας της αρχαίας Αθήνας. Με το σημαντικό αυτό θέμα ασχοληθήκαμε σε άλλη ανάλυσή μας.[25]


5. Η άποψη του Γκράμσι για το κράτος

Η άποψη του Γκράμσι για την εξουσία και το κράτος έχει και μια άλλη ουσιαστική παράμετρο, που δεν την υπολόγιζε ο Μαρξ, επειδή τον απασχολούσε καθοριστικά η δομή του τρόπου παραγωγής, πολύ περισσότερο μάλιστα ο Λένιν. Αυτή η παράμετρος είχε να κάνει με την λεγόμενη «συναίνεση». Για τον Γκράμσι μόνη η «δικτατορία του προλεταριάτου» δεν συνιστά κράτος. Η αντίληψή του περί κράτους ήταν πολύ πιο περίπλοκη: «Κράτος είναι όλο το πλέγμα θεωρητικών και πρακτικών δραστηριοτήτων με το οποίο η ηγετική τάξη, όχι μόνο δικαιολογεί και διατηρεί την κυριαρχία της, αλλά κατορθώνει και να κατακτάει την ενεργητική συναίνεση των κυβερνωμένων.[26] Αυτή η τελευταία παράμετρος έλειπε σε μεγάλο βαθμό από το σκεπτικό του Λένιν. Είναι κι αυτός ένας λόγος της κρίσης και της τελικής κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ο πατερναλιστικός (αυταρχικός) τρόπος διαχείρισης της εξουσίας δεν ενδιαφερόταν για την ανάπτυξη συναινετικής διαδικασίας, που ήταν απαραίτητη για την αποδοχή του καθεστώτος. Στην σταλινική μάλιστα περίοδο η τρομοκρατία αντικατέστησε κάθε μορφή συναίνεσης, η οποία έστω και στοιχειωδώς μπορούσε να υπάρξει. Εδώ έγκειται και η φυσιογνωμία του ολοκληρωτικού κράτους. Τα καπιταλιστικά κράτη στον τομέα αυτόν αποδείχτηκαν πολύ πιο έξυπνα, ικανά, πανούργα και αποτελεσματικά. «Για να κατανοήσουμε ένα σύγχρονο κράτος», λέει ο Τζόζεφ Μπάτιτζιζ, γραμματέας της «Διεθνούς εταιρείας Γρκάμσι (International Gramsci Sosiety) δεν αρκεί να μελετήσουμε τα πολιτικά κόμματα και την οικονομική δομή, αλλά είναι αναγκαίο να αναλύσουμε εκείνο το σύνολο των φαινομένων που ο Γκράμσι αποκαλούσε ‘η οργάνωση της κουλτούρας’: το σχολείο, τις εκκλησίες, τις εφημερίδες, τις περιοδικές επιθεωρήσεις, τον κινηματογράφο, το λαϊκό μυθιστόρημα κ.λπ».[27]

Θα προσέθετα κάλλιστα και ορισμένα άλλα μέσα συναίνεσης, που στην εποχή του Γκράμσι δεν ήταν διαδεδομένα, όπως το ραδιόφωνο, ή δεν υπήρχαν, όπως, η τηλεόραση, το διαδίκτυο και γενικά η επαναστατική εφαρμογή της πληροφορικής. Ιδιαίτερα η τηλεόραση αποτελεί για το πλατύ κοινό έναν μηχανισμό χειραγώγησης και συναινετικής διαδικασίας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορεί να αντικαθιστά την πραγματική με την εικονική πραγματικότητα. Δεν νοείται σήμερα δυνατότητα συναινετικής διαδικασίας χωρίς την μεσολάβηση κυρίως των τηλεοπτικών μέσων. Η τηλεοπτική εικόνα καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις κοινωνικές εξελίξεις, διαμορφώνει καθοριστικά τη συναινετική διαδικασία. Κανένας δεν μπορεί να παραγνωρίσει με το αζημίωτο αυτόν τον παράγοντα. Απεναντίας πρέπει να τον λάβει πολύ σοβαρά υπόψη, αν θέλει να διαμορφώσει την ιδεολογική του ηγεμονία στις κοινωνικές εξελίξεις.
Αυτή τη σχέση συναίνεσης και πολιτισμού, ο οποίος διαμεσολαβείται σε μεγάλο βαθμό από την πληροφορική (διαδίκτυο, τηλεόραση, μέσα μαζικής ενημέρωσης, κ.λπ) θα την επεσήμανε για τη σημερινή εποχή ο Γκράμσι, αν ζούσε σήμερα.
«Επέμενε ιδιαίτερα», όπως μας αναλύει ο Θανάσης Γιαλκέτσης, «όχι μόνο στην οικονομική και πολιτική διάσταση, αλλά και στην ιδεολογική ή ακόμη και στην ηθική διάσταση της διαδικασίας διαμόρφωσης της επαναστατικής συνείδησης. Αμφισβήτησε τον μαρξισμό ως ιδεολογία που γεννάει βεβαιότητες, για να τον επαναπροτείνει ως σκέψη ριζικά κριτική, αντιδογματική και αντιδεοντολογική. Διέγνωσε την κοινωνική πολυπλοκότητα και ανέλυσε τον ρόλο της κουλτούρας, των διανοουμένων, του κοινού νου, των θρησκειών και των ιδεολογιών στην αναπαραγωγή ενός κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού..». στη συνέχεια τονίζει: «Δεν μπορεί να γίνει καμία ριζική αλλαγή, αν η διαδικασία του μετασχηματισμού δεν αγγίζει και δεν αναμορφώνει τις συνειδήσεις, τις αξίες και τις ηθικές συμπεριφορές των ανθρώπων».[28] Αυτό υποστηρίζει ο Λουκάς Αξελός, ένας άλλος μελετητής των έργων του, πολλά από τα οποία έχει εκδώσει ο ίδιος: «Ο Γκράμσι λόγω και έργω είναι τελείως εχθρικός σε μια αμοραλιστική προσέγγιση της πολιτικής. Γι’ αυτόν η ηθική και η πολιτική, όπως αποτυπώνεται και σε διάφορα κείμενά του, αποτελεί μία από τις κολόνες της σκέψης του...Το δεύτερο στοιχείο, που επίσης δεν επιδέχεται καμία παρερμηνεία, είναι η σύνδεση θεωρίας και πράξης». [29]
Βλέπουμε με τις ανωτέρω απόψεις και παραθέσεις ότι ο Γκράμσι τονίζει πολύ περισσότερο από τον Μαρξ και τον Λένιν την καθοριστική επίδραση της ιδεολογικής ηγεμονίας του κράτους με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, για την κατοχύρωση και αποδοχή της κυρίαρχης εξουσίας. Συνεπώς η κρατική εξουσία δεν αποτελεί κατά κύριο λόγο μηχανισμό εξαναγκασμού από έξω, αλλά και συναίνεσης από τα μέσα, από τους ίδιους τους πολίτες, στους οποίους ασκείται η πολιτική της ιδεολογικής (πολιτιστικής) ηγεμονίας.
Οι ποικίλες μορφές συναίνεσης που αναπτύσσονται από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους αποτελούν την εσωτερική μορφή ελέγχου οποιασδήποτε ριζοσπαστικής διαδικασίας αμφισβήτησης και ενδεχόμενης ανατροπής του αστικού συστήματος.
Η αποδοχή μιας τέτοιας πραγματικότητας έχει τεράστια σημασία για τον καθορισμό της στρατηγικής και τακτικής ενός πολιτικού φορέα, ο οποίος αγωνίζεται να πείσει για μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας. Αυτό είναι και το ζητούμενο και συνάμα η πρόκληση. Η θεωρητική ανάλυση που προηγήθηκε αυτό το νόημα είχε. Να καθορίσει δηλαδή τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της στρατηγικής και τακτικής για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. Πολλοί μιλούν για την αταξική κοινωνία. Έστω. Όμως η πίστη, γιατί περί πίστεως πρόκειται, για την αταξική κοινωνία έχει τα μεσσιανικά χαρακτηριστικά της θρησκείας. Μιας θρησκείας που επαγγέλλεται τον παράδεισο επί της γης, αντί εν τοις ουρανοίς.

6. Ο οργανικός διανοούμενος (ο πολιτικός φορέας ως οργανικός διανοούμενος)
Η επικαιρότητα του έργου του Γκράμσι για το εργατικό κίνημα εντοπίζεται και σε ένα άλλο σημείο της θεωρίας του, που αφορά στη σχέση των διανοουμένων με την εργατική τάξη.
Στο σύνθετο αυτό πρόβλημα δεν έχει δοθεί από τη θεωρία μέχρι σήμερα ικανοποιητική απάντηση. Υπάρχουν διάφορες απόψεις που αλληλοσυγκρούονται μεταξύ τους. Όμως η λύση αυτού του προβλήματος μπορεί να βγάλει από πολλά αδιέξοδα, που δεν απασχολούν μόνο τη θεωρία, αλλά έχουν και σημαντική επίπτωση στην πράξη. Κι αυτό γιατί το ζήτημα της χειραφέτησης της εργατικής τάξης έχει άμεση σχέση με την θέση και τον ρόλο των διανοουμένων σ’ αυτή.
Θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε την πολύπλοκη και πολυεπίπεδη προβληματική του, για να βγάλουμε και τα ανάλογα συμπεράσματα για το «δια ταύτα».
Ο Γκράμσι στο θέμα που αφορά το ρόλο των διανοουμένων στη διαμόρφωση της επαναστατικής συνείδησης της εργατικής τάξης προβαίνει σε μια σύνθεση των απόψεων του Μαρξ και του Λένιν με την εξής έννοια: Αναγνωρίζει τη σημασία που έχουν οι διανοούμενοι και υποστηρίζει, όπως και ο Λένιν, ότι η επαναστατική συνείδηση της εργατικής τάξης εισάγεται σ’ αυτήν, αλλά όχι απ’ έξω, δηλαδή από τους αστούς διανοούμενους επαναστάτες, όπως ισχυρίζονταν ο Λένιν, αλλά από μέσα. Το από μέσα σήμαινε σε διαφοροποίηση από τον Λένιν, ότι οι διανοούμενοι αυτοί προέρχονταν από την εργατική τάξη ή τουλάχιστον διαμορφώνονταν σε άμεση και οργανική σχέση με την εργατική τάξη. Ήταν με μια λέξη οργανικό κομμάτι της εργατικής τάξης. Με αυτή την έννοια προσέγγιζε την άποψη του Μαρξ που διακήρυττε ότι «η χειραφέτηση της εργατικής τάξης πρέπει να είναι το έργο της ίδιας της εργατικής τάξης» και του Ένγκελς που συμπλήρωνε επεξηγηματικά: «Για την τελική νίκη των θέσεων που διακηρύσσονται στο Μανιφέστο ο Μαρξ στηρίζεται μοναδικά στην πνευματική ανάπτυξη της εργατικής τάξης, που θα’ πρεπε να προκύψει από την ενιαία δράση και τη συζήτηση».[30] Βασικά της ίδιας της εργατικής τάξης, που όμως μέσα απ’ αυτήν δεν αποκλείονταν να αναπτυχθούν οι οργανικοί της διανοούμενοι, οι οποίοι θα μπορούσαν να παίξουν τον ρόλο της διαφώτισης, όμως όχι της καθοδήγησης. Την καθοδήγηση με την έννοια της αυτοκυβέρνησης θα την είχε και θα την εφάρμοζε η ίδια η εργατική τάξη. Κι εδώ υπάρχει μια τεράστια σύγχυση. Συνήθως ταυτίζεται η διαφώτιση με την καθοδήγηση είτε συνειδητά είτε υποσυνείδητα. Πάντως η εφαρμογή του «Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού» του Λένιν και η δημιουργία του κόμματος νέου τύπου, οδήγησαν σταδιακά σ’ αυτήν την ταύτιση, που απέβη τελικά καταστροφική. Ο λόγος είναι απλώς. Οι εξ επαγγέλματος διανοούμενοι επαναστάτες δεν αρκέστηκαν στο ρόλο της απλής διαφώτισης της εργατικής τάξης, με άλλα λόγια της εισαγωγής της επαναστατικής συνείδησης στο προλεταριάτο, αλλά προχώρησαν και στην υπαγόρευση της πορείας από τα πάνω, δηλαδή σφετερίστηκαν και την εξουσία, που δικαιωματικά ανήκε στην ίδια την εργατική τάξη, σύμφωνα και με τη γνωστή ρήση του Μαρξ, για την χειραφέτηση της εργατικής τάξης. Μέσω της διαφώτισης, καθοδήγησης διολίσθησαν (είναι στην ανθρώπινη φύση) και στην άσκηση της εξουσίας, θέτοντας στο περιθώριο την εργατική τάξη ή μεταβάλλοντάς την σε εκτελεστικό όργανο.[31] Μόνο οι συμμετοχή στις αποφάσεις είναι σε θέση να αποτελέσει ανασχετικό παράγοντα αυτού του κινδύνου χειραγώγησης και ποδηγέτησης της εργατικής τάξης. Κανείς δεν ωριμάζει από αστός σε επαναστάτη, αν δεν συνδιαμορφώνει και συμμετέχει στις αποφάσεις. Μόνο η συμμετοχή στη διαμόρφωση και τη λήψη των αποφάσεων συγκροτεί τον επαναστάτη. Αλλιώς μεταβάλλεται από εντολέας σε εντολοδόχο. Και αυτό δεν αναλύθηκε και δεν τονίστηκε επαρκώς ούτε από τον Μαρξ, ούτε από τον Λένιν και ούτε από τον Γρκάμσι.
Έχει συνεπώς πρακτικά τεράστια σημασία ο προσδιορισμός του ρόλου των διανοουμένων, όπως τους όριζε ο Γκράμσι, σε σχέση με τους δύο άλλους μεγάλους θεωρητικούς της επανάστασης, δηλαδή τον Μαρξ και τον Λένιν.
Οι έννοιες κυρίως τόσο του οργανικού διανοούμενου, όσο και του κράτους, όπως τις διαμόρφωσε θεωρητικά ο Γκράμσι, αποτελούσαν προσαρμογή ή έναν εκσυγχρονισμό, θα λέγαμε σήμερα, της θεωρίας του Μαρξ και του Λένιν. Έναν εκσυγχρονισμό, ο οποίος ανταποκρινόταν στα καθήκοντα της εργατικής τάξης και της απελευθέρωσής της στα ιστορικά δεδομένα και την συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία. Έδινε μ’ άλλα λόγια τη δυνατότητα της προσαρμογής της θεωρίας στις αλλαγμένες συνθήκες της εκάστοτε πραγματικότητας, σε αντίθεση με τις θεωρίες του Μαρξ και του Λένιν που διατηρούσαν ή εν πάση περιπτώσει διέτρεχαν τον κίνδυνο μιας ανελαστικότητας και μονολιθικότητας (δογματισμού) στην εφαρμογή τους.
Ο Γκράμσι κατάφερε να δώσει διέξοδο σε προβλήματα που απασχολούσαν τις προηγμένες πολιτιστικά κοινωνίες, τις κοινωνίες πολιτών, όπως τις χαρακτήριζε, διατυπώνοντας τις προϋποθέσεις της επαναστατικής τους διεξόδου, του ριζικού μετασχηματισμού τους.

7. Η επικαιρότητα της θεωρίας του Γκράμσι και η σημασία της για την πράξη
Ο Γκράμσι πολύ σωστά επεσήμανε ότι η αστική τάξη, εκτός από τον καταναγκασμό, χρησιμοποιεί και την συναίνεση, που είναι αποτέλεσμα της ηγεμονίας που ασκεί στις καταπιεζόμενες τάξεις, για να αποδεχτούν (συναινέσουν) στην εξουσία της. Ο ρόλος των οργανικών διανοουμένων ενός ριζοσπαστικού ή επαναστατικού κινήματος έγκειται κατά συνέπεια στο καθήκον τους, να αντιπαλέψουν αυτήν την πολιτιστική -ιδεολογική ηγεμονία της αστικής τάξης και στη θέση της να εδραιώσουν την πολιτιστική ηγεμονία του λαϊκού κινήματος. Θα πρέπει λοιπόν οι πολίτες να μεταπειστούν. Θα πρέπει με μια λέξη να αλλάξει η συνείδηση των ανθρώπων σε μια σοσιαλιστική κατεύθυνση.
Πως θα επέλθει αυτή η αλλαγή; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα. Δύο είναι τα μέσα: Το ένα είναι η βία, όσο διαρκεί αυτή φυσικά, και το άλλο είναι η πειθώ. Μπορεί σε μια δεδομένη συγκυρία να χρησιμοποιηθούν και τα δύο, όταν αποκλειστεί η περίπτωση της αλλαγής μέσω της πειθούς, δηλαδή μέσω της πολιτισμικής ηγεμονίας, όπως την όριζε ο Γκράμσι.
Η πολιτισμική ηγεμονία για να μπορεί να λειτουργήσει θετικά πρέπει να απαντήσει και σε ένα μεθοδολογικό πρόβλημα: Πώς πείθεις για την ηγεμονία αυτή;
Το πρόβλημα της μεθόδου παίζει τον ίδιο καθοριστικό ρόλο με το περιεχόμενο της ηγεμονίας.
Με μια λέξη: Δεν είναι μόνο το «τι», αλλά και το «πως», εξίσου σημαντικό. Υπάρχει μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο στοιχεία. Όποιος παραβλέψει το ένα χάνει το άλλο.
Ας φέρουμε ένα παράδειγμα, ως υπόθεση εργασίας, για να κάνουμε το πρόβλημα τελείως καταληπτό. Ας υποθέσουμε ότι οι Έλληνες στην πλειοψηφία τους είναι εθνικιστές, (70% περίπου των Ελλήνων ψήφισαν ενάντια σε οποιαδήποτε λύση του προβλήματος των Σκοπίων, που να περιλαμβάνει τον όρο Μακεδονία, γεγονός για μερικούς σαφέστατα εθνικιστικό). Το θέμα λοιπόν είναι πως τους αντιμετωπίζουμε ως ριζοσπαστική Αριστερά, δηλαδή, τι μεθοδολογία ακολουθούμε. Η μία περίπτωση είναι να τους κάνουμε αντιπάλους ή εχθρούς, χαρακτηρίζοντάς τους αντιδραστικούς, σοβινιστές, εθνοκάπηλους και ούτω καθεξής. Με τον τρόπο αυτό χαρίζει η αυτοαποκαλούμενη Αριστερά την πλειοψηφία του ελληνικού λαού πραγματικά στην αντίδραση και απεμπολεί τη δυνατότητα οποιασδήποτε αλλαγής της συνείδησης του. Η άλλη μέθοδος συνίσταται στην προσπάθεια που πρέπει να καταβάλει, να πείσει αυτήν την πλειοψηφία για το λάθος της και να αλλάξει την συνείδησή της προς μια προοδευτική για να μην πούμε ριζοσπαστική αριστερή κατεύθυνση, αποκτώντας την εμπιστοσύνη της και όχι να την προκαλεί, βάζοντάς την απέναντί της, αν υποθέσουμε φυσικά ότι η Αριστερά έχει δίκιο στις απόψεις της, που είναι ζητούμενο και όχι δεδομένο.
Το γεγονός λοιπόν ότι έχει κάποιος δίκαιο από μόνο του δεν λέει τίποτε. Θα πρέπει να πείσει για το δίκαιο αυτό και η πειθώ έχει άμεση σχέση με την εμπιστοσύνη που κερδίζει κανείς, για να μπορεί να πείσει. Αυτό είναι που συνήθως δεν καταλαβαίνουν ορισμένοι κύκλοι της Αριστεράς, που πιστεύουν ότι επειδή έχουν δίκαιο και λένε την αλήθεια (που είναι προς συζήτηση), μπορούν να περιφρονούν και να προσβάλουν τον υποτιθέμενο αντίπαλο. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος έγκειται στον λαϊκισμό ή τον αριστερισμό, δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Το καθήκον κάθε προοδευτικού φορέα, για να μην πούμε επαναστατικού, είναι να ενεργεί παιδευτικά, αποκτώντας δηλαδή την εμπιστοσύνη εκείνων των πολιτών στους οποίους θέλει να εμφυσήσει, ας πούμε, την επαναστατική συνείδηση.
Αν δεν αποκτήσεις την εμπιστοσύνη εκείνου που θέλεις να πείσεις για την άποψή σου, κι ας είναι «απόλυτα» σωστή, δεν θα την αποδεχτεί. Είναι απαράβατος παιδαγωγικός κανόνας, που ισχύει όχι μόνο στο σχολείο, αλλά και στην κοινωνία. Γι’ αυτό ο Γκράμσι μιλάει όχι μόνο για πολιτισμική, αλλά και ηθική ηγεμονία. Η ηθική, κατά την άποψή μας, αυτό το νόημα έχει. Αυτό τόνιζε και ο Αλέξανδρος Δελμούζος, από τους πρωτεργάτες του εκπαιδευτικού δημοτικισμού μαζί με τον Γληνό και τον Τριανταφυλλίδη, λέγοντας: «Για να κρίνεις πρόσωπα και έργα δεν χρειάζεται μονάχα μυαλό παρά και χαρακτήρας», δηλαδή ήθος.
Με βάση τα ανωτέρω θα πρέπει μια αυτοαποκαλούμενη «Ριζοσπαστική Αριστερά» να δώσει άλλο περιεχόμενο στο γνωστό τρίπτυχο: πατρίς, θρησκεία, οικογένεια και όχι να το καταργήσει. Το ίδιο θα πρέπει να κάνει και σε πολλούς άλλους τομείς, που αφορούν το δημιουργικό πεδίο της πολιτισμικής ηγεμονίας της Αριστεράς. Οφείλει να διαμορφώσει σε όλα μια άλλη συνείδηση, που να συμφωνεί και συνάδει με τις δικές τις πανανθρώπινες πολιτιστικές αρχές, αξίες και ιδανικά, που πρέπει να αποτελούν τις αξίες και αρχές και τα ιδανικά του σοσιαλισμού. Σε τελευταία ανάλυση η κοινωνική αριστερά πρέπει να ταυτιστεί με την πολιτική αριστερά.
Οι τομείς αυτοί είναι, εκτός από αυτούς που αναφέρθηκαν πιο πάνω, και οι άλλοι που αναφέρει ο Γκράμσι και αφορούν το περιεχόμενο που διαμορφώνει τις συναινετικές διαδικασίες. Θα αναφέρουμε επιγραμματικά τους εξής: Η παιδεία, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, σήμερα κυρίως η τηλεόραση και αύριο το διαδίκτυο. Επίσης οι εφημερίδες, τα περιοδικά, η τέχνη σε όλες της τις εκφάνσεις, οι παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα κ.λπ. Ό,τι γενικά και ειδικά διαμορφώνει συνειδήσεις. Σ’ όλους αυτούς του τομείς είναι υποχρεωμένη η Αριστερά να δράσει και επιδράσει, επιλέγοντας την κατάλληλη μεθοδολογία που να πείθει, έχοντας ως βασικό κριτήριο ότι η αστική ιδεολογία προωθεί την ατομικότητα, ενώ η σοσιαλιστική ιδεολογία την συλλογικότητα, μέσα από την οποία μπορεί και πρέπει να αναδειχτεί η ατομικότητα και όχι αντιστρόφως. Αυτή η αρχή προϋποθέτει ότι η συμμετοχή τόσο στη διαμόρφωση, όσο και στην υλοποίηση των αποφάσεων είναι συλλογική. Η αρχή αυτή αποτελεί την πεμπτουσία της σοσιαλιστικής ιδεολογίας.


Αθήνα, 23/2/08
[1] Καρλ Μαρξ , «Θέσεις για τον Φόυερμπαχ», στο Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ, σ. 468.
[2] Φριντριχ Ένγκελς, Ο Λουδοβίκος Φόϋερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, στο Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ, εκδ. της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, 1951, σ. 449.
[3] Καρλ Μαρξ, Θέσεις για τον Φόυερμπαχ, στο Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμ. ΙΙ, σ. 468
[4] Καρλ Μαρξ, Θέσεις για τον Φόυερμπαχ, ό.π., σ. 468.
[5] Β. Ι. Λένιν, Φιλοσοφικά τετράδια, στο Λένιν, Άπαντα, εκδόσεις «Σύγχρονη εποχή», Αθήνα 1977, σ. 194 -195.
[6] Ο Ένγκελς στον Μπλοχ, Γράμματα, στο Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμ. ΙΙ, ο.π., σ. 572-573. Η κριτική στην τοποθέτηση του Μαρξ για την καθοριστική σημασία του κοινωνικού είναι δημιούργησε ποικίλες αντιδράσεις στους διανοούμενους, κυρίως μετά τον θάνατο του Μαρξ. Γι’ αυτό και ο Έγκλες θεωρεί υποχρέωση του να υπερασπιστεί σθεναρά τις απόψεις του φίλου του στο κρίσιμο αυτό θεωρητικό πρόβλημα.
[7] Ο Ένγκελς στον Στάρκενμπουργκ, Γράμματα, στο Κ.Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ. όπ., σ. 592.
[8] Ο Ένγκελς στον Μέρινγκ, Γράμματα, στο Κ. Μαρξ Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά ‘Εργα, τόμ. ΙΙ, σ. 585.
[9] Φρίντριχ Ένγκελς, Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ…, τόμ. ΙΙ, ό.π., σ. 453 - 454.
[10] Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Η Αγία Οικογένεια, σ. 265.
[11] Βλ. Κώστας Παπαϊωάννου, Η ψυχρή ιδεολογία, εκδ. «Ύψιλον/βιβλία, σ. 30-31.
[12] Κ. Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, στο Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. Ι, ο.π., σ. 625.
[13] Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Η Αγία Οικογένεια, σ. 265.
[14] Φ. Ένγκελς, Η εξέλιξη του σοσιαλισμού, στο Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμ. ΙΙ, ό.π., σ. 148.
[15] Ο Μαρξ στον Βάϊντεμάγιερ, στο Κ. Μαρξ -Φ. Ένγκελς, Διαλεκτά Έργα, τόμ. ΙΙ, σ. 530.
[16] Πρόλογος στο Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. Ι, εκδοτικό της Κ.Ε. του ΚΚΕ, εκδ. «Νέα Ελλάδα», 1951, σ. 424.
[17] Ροσάνα Ροσάντα, «Μαθήματα από την αποτυχία των επαναστάσεων», άρθρο της δημοσιευμένο στο ένθετο της Ελευθεροτυπίας «βιβλιοθήκη», 7.12.2007.
[18] Βλέπε, Ανδρέας Γ. Παπανδρέου, Ο Μαρξ, ο Λένιν και η δικτατορία του προλεταριάτου”, εφημερίδα «Εξόρμηση», 26.9.1975.
[19] Β. Ι. Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, στο Λένιν, Άπαντα, τόμ.. 25, σ. 397.
[20] Β. Ι. Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, ό.π., σ. 397.
[21] Β. Ι. Λένιν, ό.π., σ. 39.
[22] Υπάρχουν πολλές και ενδιαφέρουσες αναλύσεις για το ρόλο του κράτους στην ιστορική πορεία των κοινωνιών, από τις οποίες πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις εκφράζει ο Γκράμσι, ο Νίκος Πουλατζάς, που ασχολήθηκε ειδικά με αυτό το πρόβλημα, ο Αλτουσέρ και άλλοι ερευνητές, που, μελέτησαν επισταμένως και σε βάθος το θέμα. Εμείς όπως είπαμε και στην αρχή αυτής της μελέτης, θα ασχοληθούμε με τις απόψεις των θεμελιωτών του Μαρξισμού-Λενινισμού, για να τοποθετηθούμε απέναντί τους και δούμε το ειδικό τους βάρος για την ιστορία
[23] Β. Ι. Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, τόμ.. 25, σ. 416.
[24] Β. Ι. Λένιν, ό.π., σ. 442 -443.
[25] βλ. Δαμιανός Βασιλειάδης, Δημοκρατικός Σοσιαλισμός ή το όραμα του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η εφαρμογή του στην πράξη, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 2006, σσ. 70 - 78. Διεξοδικότερα ασχοληθήκαμε με το θέμα αυτό στη μελέτη μας: «Σκέψεις και προβληματισμοί γύρω από το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Η εναλλακτική πρόταση εξουσίας», σσ. 10 –32, αδημοσίευτο κείμενο.
[26] βλ. Τζουζέπε Βάκα, «Ερμηνείες της κρίσης και στρατηγικές», άρθρο του στο ένθετο της Ελευθεροτυπίας «βιβλιοθήκη», 7.12.2007.
[27] Βλ. συνέντευξη στην εφημ. «Ελευθεροτυπία», 17.2.2008, του Τζόζεφ Μάτιτζιζ με τίτλο: «Η παρουσία του Γκράμσι».
[28] βλ. Θανάσης Γιαλκέτσης, «Ένας πρόδρομος της ανανέωσης», ένθετο της Ελευθεροτυπίας, «Βιβλιοθήκη», 7/12/07, σ. 14.
[29] Βλ. Λουκάς Αξελός, «Ξαναδιαβάζοντας τον Γκράμσι», περιοδικό «Τετράδια», τεύχος πεντηκοστό τέταρτο, άνοιξη 2008, σ. 67.
[30] Γράφτηκε από τον Ένγκελς για τη γερμανική έκδοση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, Λονδίνο 1890, στο Κ. Μαρξ-Φ.Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. Ι, σ. 16.
[31] Βλέπε σχετική ανάλυσή μας με τίτλο: «Δημοκρατικός συγκεντρωτισμός ή αποκεντρωτισμός. Συγκεντρωτική ή αποκεντρωτική εξουσία», αδημοσίευτο κείμενο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: