Με αφορμή σκέψεις του Τάκη Φωτόπουλου
Είναι κατ’ αρχήν πολύ θετικό ότι παρέχεται βήμα στον ημερήσιο τύπο για αναλύσεις που επιδιώκουν να αναζητήσουν πίσω από τα φαινόμενα της σημερινής οικονομικής κρίσης τις βαθύτερες “συστημικές” της αιτίες. Ο Τάκης Φωτόπουλος, στο άρθρο του της 22/11/2008, αφού (ορθά) παρατηρεί ότι η σημερινή καπιταλιστική κρίση “δεν συνίσταται απλώς στη χρηματοπιστωτική κρίση” αλλά “αποτελεί (…) έκφραση της χρόνιας οικονομικής κρίσης στην οποία οδήγησε η εγκαθίδρυση της οικονομίας της αγοράς”, διατυπώνει τη θέση ότι “είναι η συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης/εξουσίας…που έχει οδηγήσει στη χρόνια αυτή κρίση” και παραθέτει αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία κατανομής του εισοδήματος στις ΗΠΑ και παγκοσμίως, που δείχνουν ότι η ανισοκατανομή του εισοδήματος αυξήθηκε δραματικά κατά την περίοδο της επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού την τελευταία εικοσιπενταετία, για να υποστηρίξει τη θέση του.
Χωρίς αμφιβολία, το γεγονός αυτό συμβάλλει καίρια στην κρίση που διανύουμε, στη σοβαρότητά της και στην ενδεχόμενη διάρκειά της, καθώς επηρεάζει καθοριστικά τη ζήτηση καταναλωτικών αγαθών γιατί, ως γνωστόν, οι «υψηλότερες» εισοδηματικές «τάξεις» δαπανούν χαμηλότερο ποσοστό του εισοδήματός τους σε καταναλωτικά αγαθά «αποταμιεύοντας» το υπόλοιπο. Η «αποταμίευση» αυτή συνέβαλλε ιστορικά στην υπερβολική διόγκωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος (έφτασε η αξία των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών προϊόντων να υπερβαίνει το δεκαπλάσιο του παγκόσμιου ακαθάριστου προϊόντος ενώ στην αρχή της εν λόγω περιόδου ήταν περίπου ισόποσα τα μεγέθη) με τις γνωστές σε όλους μας συνέπειες.
Αν θέσουμε όμως το εύλογο ερώτημα γιατί συνέβησαν τα παραπάνω, πρέπει να εμβαθύνουμε τον προβληματισμό από την λεγόμενη «οικονομία της αγοράς» (που αποτελεί ορολογία της αστικής οικονομίας και προπαγάνδας) στην καπιταλιστική οικονομία, η ανάλυση της οποίας εδράζεται στην πραγματικότητα των κοινωνικών τάξεων, και να εξετάσουμε κατ’ αρχήν τη σχέση μισθών και «κερδών» (υπό την ευρεία έννοια -που συμπεριλαβάνει τόκους, γαιοπροσόδους κλπ) καθώς και την κατανομή του πλούτου ή, με μαρξιστικούς όρους, την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Έτσι θα διαπιστώσουμε αφ’ ενός τη συγκέντρωση του παγκόσμιου πλούτου σε ολοένα λιγότερα χέρια (πράγμα που ισοδυναμεί με την προλεταριοποίηση και εξαθλίωση σε γιγάντια κλίμακα, φαινόμενο που ο Μάρξ αποκάλεσε «πρωταρχική συσσώρευση» και ο Προυντόν -πιο λαϊκά- κλοπή) και, αφ ετέρου, τη συμπίεση των μισθών και την αντίστοιχη διόγκωση των κερδών που έχουν αναγκαστικά ανταγωνιστική μεταξύ τους σχέση. Θα διαπιστώσουμε επίσης ότι το μερίδιο των καθεαυτό κερδών (αυτών που προκύπτουν από παραγωγικές δραστηριότητες*) μειώνεται συνεχώς εν σχέσει με αυτό των «κερδών» που φαινομενικά προέρχονται (στην πραγματικότητα ιδιοποιούνται) από μη παραγωγικές δραστηριότητες όπως το εμπόριο, το χρηματοπιστωτικό σύστημα κλπ.
*Είναι απαραίτητη η διάκριση «παραγωγικής» και «μη παραγωγικής» εργασίας, που ανάγεται στους κλασικούς οικονομολόγους (Σμίθ και Ρικάρντο) αλλά βρήκε την πιο ολοκληρωμένη έκφραση στον Μάρξ, ο οποίος θεωρεί «παραγωγική» την εργασία που παράγει υπεραξία κατά την καπιταλιστική παραγωγή εμπορευμάτων (αγαθών ή υπηρεσιών) και «μη παραγωγική» είτε αυτή που απαιτείται για την «πραγματοποίηση» της υπεραξίας αυτής ως εισόδημα μέσω της αγοράς (υπό μορφήν εμπορικών κερδών, τοκομεριδίων κλπ) είτε εκείνη που χρησιμοποιείται στη μη καπιταλιστική παραγωγή.
Υπό αυτό το πρίσμα, η κρίση στον καπιταλισμό είναι πάντα κρίση συσσώρευ-σης του κεφαλαίου, αδυναμία του συστήματος κατ’ αρχήν να «πραγματοποιεί» απρόσκοπτα την υπεραξία που παράγει μέσα από την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, και τελικά αδυναμία του ακόμα και να …εκμεταλλευτεί την εργατική τάξη, οδηγώντας στην ύφεση και την ανεργία.
Στην εποχή μας -και στο βαθμό που μιλάμε για παγκόσμια κρίση όπως η σημερινή- η ανάλυση δεν μπορεί παρά να εκκινεί από τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και εδώ η διάκριση του Τ.Φ. σε «νέο Βορρά» και «νέο Νότο», δηλαδή σε έναν νέο «διπολισμό» είναι ιδιαίτερα εύστοχη. Η «επέκταση του ανοίγματος μεταξύ του ‘νέου Βορρά’ και του ‘νέου Νότου’» ως αναπόφευκτη συνέπεια της καπιταλιστικής συσσώρευσης σε παγκόσμια κλίμακα («διεθνοποίηση» την αποκαλεί ο Τ.Φ.) ασφαλώς αποτελεί γεννεσιουργό αιτία της κρίσης -όπως υποστηρίζει ο Τ.Φ.- και ασφαλώς κάτω από αυτές τις συνθήκες αδυνατεί το κράτος-έθνος «να επέμβει αποτελεσματικά για τον περιορισμό (του ανοίγματος)», αυτό όμως δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι δεν μπορεί να υπάρξει θεσμική ρύθμιση υπερ-κρατική, σε περιφερειακό ή και σε πλανητικό επίπεδο, όπως υποστηρίζει ο Τ.Φ.. Φαντάζει ίσως «ουτοπικό» σήμερα ένα «παγκόσμιο κράτος» ή «αυστηρές παγκόσμιες ρυθμίσεις όλων των αγορών» αλλά η «ανομοιογένεια που η ίδια η οικονομία της αγοράς δημιουργεί μεταξύ των διαφόρων περιοχών» δεν αποκλείει –ίσα ίσα επιβάλει- τη ρύθμιση αυτή. Όσο για «την ίδια τη λογική και τη δυναμική μιας διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, που βασίζεται σε αγορές, που πρέπει να είναι όσο το δυνατόν ‘απελευθερωμένες’ για να μεγιστοποιούνται τα κέρδη», αυτό ισχύει στη θεωρία αλλά αν η πράξη δείχνει ότι αντί έτσι να μεγιστοποιούνται αντιθέτως κάμπτονται τα κέρδη και απειλείται ακόμη, λόγω των κρίσεων (οικονομικών, πολεμικών, οικολογικών) που παράγει, η ίδια η ύπαρξη του καπιταλιστικού συστήματος, δεν θα έχει κανένα πρόβλημα η διεθνής άρχουσα τάξη και οι ελίτ της να καταφύγουν σε κινήσεις προσαρμογής και υιοθέτησης ‘σοσιαλδημοκρατικού’ μοντέλου σε παγκόσμια κλίμακα, πράγμα που εμμέσως δέχεται ο Τ.Φ. αποκαλώντας το «σοσιαλφιλελεύθερο».
Σε τελευταία ανάλυση, το τι θα προκύψει θα εξαρτηθεί από την ταξική πάλη, όχι όμως με τη έννοια της αντιπαράθεσης της εργατικής τάξης στο κεφάλαιο γενικά και αφηρημένα αλλά από το συσχετισμό δυνάμεων και τις συγκεκριμένες εσωτερικές αντιθέσεις μέσα στην εργατική τάξη και στο κεφάλαιο σε παγκόσμιο, σε περιφερειακό και σε εθνικό και τοπικό επίπεδο. Υπό αυτό το πρίσμα, το σύστημα είναι πολύπλοκο και δεν μπορούμε να το εννοήσουμε με απλούς οικονομικούς ντετερμινισμούς. Πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν την σχετική αυτονομία της πολιτικής σφαίρας καθώς και εκείνη της ιδεολογίας (υπό την ευρεία έννοια), τη μεσολάβηση της ανθρώπινης συνείδησης στην αντίληψη του συμφέροντος και τη σημασία της ιδεολογικής πάλης σε αυτό το επίπεδο καθώς και την πρακτική σημασία των συστημάτων αξιών που περιέχονται σε διάφορους πολιτισμούς, θρησκείες και κοσμοθεωρίες για τη συμπεριφορά ατόμων και συλλογικοτήτων.
Ζούμε αναντίρρητα σε ενδιαφέροντες καιρούς. Το δίλημμα του Καστοριάδη, «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» προβάλλει πιο επίκαιρο από ποτέ.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΥΡΟΣ
24/11/2008
Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2008
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
Ετικέτες
Θέσεις και στόχοι,
Μαύρος Γιάννης,
Παγκοσμιοποίηση
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου